Έγινε σύμβολο απληστίας και αλαζονείας,φυλακίστηκε και το όνομά της βρίσκεται μεταξύ των 10 μεγαλύτερων φοροφυγάδων της σύγχρονης ιστορίας. Ο λόγος για την Λεόνα Χέλμσλι.
Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης την αποκάλεσαν Queen of Mean (Βασίλισσα της Κακίας) και Βασίλισσα των Ξενοδοχείων. Έγινε σύμβολο απληστίας και αλαζονείας, φυλακίστηκε και το όνομά της βρίσκεται μεταξύ των 10 μεγαλύτερων φοροφυγάδων της σύγχρονης ιστορίας. Η Λεόνα Χέλμσλι έγινε γνωστή το 1972, όταν παντρεύτηκε τον πάμπλουτο επενδυτή και κτηματομεσίτη Χάρι Χέλμσλι. Στις μέρες της δόξας του, ήταν παντοδύναμος και έχαιρε του σεβασμού όλων. Είχε συγκεντρώσει ακίνητα αξίας 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ανάμεσά τους το Empire State Building, το Helmsley Building στην Park Avenue και το Flatiron Building.
Ποια ήταν η βασίλισσα της κακίας;
Γεννημένη ως Λένα Ρόζενταλ στις 4 Ιουλίου του 1920, βόρεια της Νέας Υόρκης, μεγάλωσε ως κόρη καπελοποιού. Η Λεόνα και η οικογένειά της μετακόμισαν στο Μπρούκλιν όταν ήταν μικρό κοριτσάκι. Δύο χρόνια μετά το κολέγιο, εγκατέλειψε τις σπουδές της για να δοκιμάσει τις δυνάμεις της ως μοντέλο.
Παντρεύτηκε με τον δικηγόρο Leo E. Panzirer, απέκτησαν έναν γιο και έμειναν μαζί για 11 χρόνια. Μέχρι που ήρθε το διαζύγιο το 1951. Παντρεύτηκε ξανά το 1953 τον Joe Lubin, στέλεχος βιομηχανίας ενδυμάτων. Μετά τη διάλυση του γάμου τους, η Λεόνα αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στον χώρο των ακινήτων
Άρχισε να ανεβαίνει στην ιεραρχία των ακινήτων πουλώντας πρόσφατα ανακαινισμένα πολυτελή διαμερίσματα. Μέχρι το 1969 έγινε αντιπρόεδρος της Pease & Elliman πριν γίνει πρόεδρος της Sutton & Towne Residential. H Λεόνα όμως είχε το βλέμμα της στραμμένο σε ακόμα μεγαλύτερα πράγματα. Και τα βρήκε μέσω του μεσίτη ακινήτων Χάρι Χέμσλι, ο οποίος είχε στη διάθεσή του κτίρια της Νέας Υόρκης όπως τα Empire State Building και το Flatiron Building.
Ο Χάρι Χέλμσλι τρελός από έρωτα για τη Λεόνα, πήρε διαζύγιο από την επί 33 χρόνια σύζυγό του κι αποφάσισε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του μαζί της. Μέχρι το 1980, εκείνη παρέμενε στην αφάνεια κι απολάμβανε τις ανέσεις που της προσέφερε. Τότε, όμως, έγινε Πρόεδρος της αλυσίδας ξενοδοχείων Χέλμσλι που, εκείνη την εποχή, περιλάμβανε 30 μονάδες σε ολόκληρη τη χώρα – μεταξύ άλλων της ανήκαν τα Park Lane και St. Moriz στη Νέα Υόρκη, μαζί με τα Harley και Helmsley Palace.
Η ίδια είχε δηλώσει τότε. “Ο άντρας μου πιστεύει πως το αξίζω, πιστεύει πως είμαι καλή. Είπε ότι ασχολούμουν τόσο με την επιχείρηση, που θα μπορούσα να γίνω πρόεδρός της και εκείνος διευθυντής. “.
Οι εργαζόμενοι στην αυτοκρατορία των Χέλμσλι γνώριζαν καλά πως κυνηγούσε την κληρονομιά του, ενώ η συμπεριφορά της ήταν απαράδεκτη. Είχαν, μάλιστα, εφεύρει κι ένα σύστημα “συναγερμού”, ώστε να γνωρίζουν όλοι πότε έφευγε από το διαμέρισμά της και πήγαινε σε κάποιο από τα ξενοδοχεία. Δεν άργησε να πρωταγωνιστήσει και στις διαφημίσεις του Harley, όπου εμφανιζόταν χαμογελαστή, παρουσιάζοντας μία πολυτέλεια άνευ προηγουμένου. Τότε, οι κρατήσεις αυξήθηκαν στο 70% από το 25%.
Η επιτυχία του Harley έφερε διαφημίσεις και για το Helmsley Palace, στις οποίες η Λεόνα φορούσε βραδινές, πιο αποκαλυπτικές τουαλέτες. “Το μόνο Παλάτι στον κόσμο που η Βασίλισσα στέκεται προσοχή”, ήταν το slogan.
Αυτές οι διαφημίσεις εμφανίζονταν για μία δεκαετία και πάντα λειτουργούσαν. Η Λεόνα έδινε προσωπικότητα στα ξενοδοχεία και αυτό άρεσε στους πελάτες
Οι υπάλληλοι, βέβαια, την κοιτούσαν με τρόμο. Η ίδια εκμεταλλευόταν σε κάθε ευκαιρία τη θέση ισχύος στην οποία βρισκόταν, κάνοντας την καθημερινότητά τους ανυπόφορη.
Η “Βασίλισσα” άρχισε να χάνει τη λάμψη της το 1986, όταν κατηγορήθηκε πως αρνήθηκε να πληρώσει τους φόρους στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, όταν αγόρασε κοσμήματα εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων στο αποκλειστικό κατάστημα της Van Cleef & Arpels στο Μανχάταν. Δύο υψηλά ιστάμενα στελέχη της εταιρείας κατηγορήθηκαν έπειτα για τη δημιουργία ενός συστήματος το οποίο επέτρεπε στους Αμερικανούς πολίτες άλλων περιοχών να ψωνίζουν με “μαύρα” χρήματα.
Σύμφωνα με τα αρχεία της υπόθεσης, η Χέλσμλι πραγματοποίησε δέκα τέτοιες αγορές – δύο εκ των οποίων είχαν συνολικό κόστος 485.000 δολαρίων. Οι δικηγόροι της, φυσικά, υποστήριξαν πως δε γνώριζε τίποτα. Το 1990, όμως, ο δικαστής Τζον Μπράντλι, ανακάλυψε πως το 1985 “συμμετείχε ενεργά σε μία πλεκτάνη φοροδιαφυγής στη Νέα Υόρκη”. Οι εργαζόμενοι της Van Cleef δήλωσαν ένοχοι, αλλά στη Λεόνα δεν απήγγειλε κατηγορίες το Ανώτατο Δικαστήριο.
Έναν χρόνο αργότερα, έπειτα από μία σειρά δυσμενών δημοσιευμάτων, το ζευγάρι βρίσκεται στο στόχαστρο μιας ευρύτερης έρευνας των αρχών, η οποία αποκαλύπτει φοροδιαφυγή άνω των 4 εκατ. δολαρίων.
Το ζευγάρι των δισεκατομμυριούχων περνούσε τα πάντα σαν έξοδα της εταιρείας του και χρέωνε στα ξενοδοχεία την υπερπολυτελή ζωή του. Ανάμεσα στα έξοδα αυτά ήταν μία μαρμάρινη πίστα χορού αξίας 1 εκατ. δολαρίων που στήθηκε πάνω στην πισίνα τους, ένα ασημένιο ρολόι αξίας 45.000 δολαρίων, ένα τραπέζι 210.000 δολαρίων. Μέχρι και τα ρούχα της Λεόνα χρεώνονταν στα ξενοδοχεία, σαν στολές προσωπικο.
Το δικαστήριο έκρινε ότι ο 80χρονος σύζυγός ήταν πνευματικά ανίκανος να δικαστεί, όμως η δίκη της Λεόνα Χέλμσλι έγινε υπό τα φώτα της δημοσιότητας.
Ο δικηγόρος της είπε στους ενόρκους ότι η πελάτισσά του μπορεί να είναι απότομη και αγενής, αλλά “δεν νομίζω ότι η κυρία Χέλμσλ δικάζεται με την κατηγορία ότι είναι σκ*λα”. Και τους ζήτησε να μην την κρίνουν για την προσωπικότητά της.
Έπειτα από δίκη δύο μηνών, η Λεόνα Χέλμσλι καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή 1,2 εκατ. δολαρίων, με τον δικαστή να λέει ότι είχε ως κίνητρο τη “γυμνή απληστία”. Της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών και πρόστιμο 7,1 εκατ. δολαρίων, πέραν της αναδρομικής πληρωμής φόρων 1,7 εκατ. δολαρίων.
Οι μέρες που μεσουρανούσε τη δεκαετία του 1980 έμοιαζαν να έχουν τελειώσει. Ο σύζυγός της πέθανε σε ηλικία 87 ετών το 1997. “Το παραμύθι μου τελείωσε. Έζησα μια μαγική ζωή με τον Χάρι”. Η Λεόνα έζησε για δέκα ακόμα χρόνια. Πέθανε στα 87 της χρόνια στις 20 Αυγούστου του 2007 από καρδιακή ανεπάρκεια. Δικαιώνοντας τον τίτλο “βασίλισσα της κακίας”, δεν άφησε τίποτα στα εγγόνια της. Άφησε όμως 12 εκατομμύρια δολάρια για τον σκύλο της Trouble, ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα ζούσε με βάση τα υψηλότερα πρότυπα φροντίδας.