Στις 15 Ιουλίου 1974, η 29χρονη ρεπόρτερ Κριστίν Τσαμπάκ έφτασε στο τοπικό κανάλι της Φλόριντα όπου εργαζόταν (στο WXLT-TV) και στις 9:30 το πρωί, η καθημερινή της εκπομπή, “Suncoast Digest”, ξεκίνησε όπως ακριβώς συνέβαινε κάθε μέρα. Μόνο που τελικά θα αποδεικνυόταν ότι δεν επρόκειτο για άλλη μία συνηθισμένη ημέρα. Εκείνη τη Δευτέρα η νεαρή ρεπόρτερ είχε σκοπό να αφαιρέσει τη ζωή της λάιβ στην τηλεόραση.
Και τα τελευταία της λόγια θα ήταν χαρακτηριστικά -και ανατριχιαστικά:
“Σύμφωνα με την πρακτική της WXLT να παρουσιάζει τις πιο άμεσες και πλήρεις τοπικές ειδήσεις για το αίμα και τα έντερα, ο TV 40 παρουσιάζει αυτό που πιστεύεται ότι είναι μία πρωτιά για την τηλεόραση: σε έγχρωμη μετάδοση, την αποκλειστική κάλυψη μίας απόπειρας αυτοκτονίας”.
Χωρίς κανείς απ’ τους τεχνικούς και τους καμεραμέν να έχει καταλάβει που το πάει, η Κριστίν Τσαμπάκ τράβηξε ένα πιστόλι από την τσάντα της και πυροβόλησε το κεφάλι της, όσο οι κάμερες συνέχιζαν να τραβάνε κανονικά. Αποτέλεσμα; Το προφανές. Χιλιάδες θεατές που κάθονταν αναπαυτικά στην πολυθρόνα του σπιτιού τους την παρακολούθησαν να αυτοκτονεί ζωντανά στον αέρα.
Πώς έφτασε όμως μέχρι εκεί; Ποιες ήταν οι συνθήκες που την οδήγησαν να αυτοκτονήσει;
ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΝΕΑΡΗ ΡΕΠΟΡΤΕΡ
Γεννημένη στο Χάντσον του Οχάιο, στις 24 Αυγούστου 1944, η Κριστίν “Κρις” Τσαμπάκ ήταν μια καλά μορφωμένη και χαρισματική δημοσιογράφος που δυστυχώς όμως από πολύ νωρίς στη ζωή της πάλευε με θέματα ψυχικής υγείας.
Και από το ίδιο νωρίς θα άρχιζε τα αυτοσαρκαστικά σχόλια για την ερωτική της ζωή, η οποία από ό, τι φαίνεται δεν εξελισσόταν όπως την είχε φανταστεί. Μάλιστα, στο γυμνάσιο είχε δημιουργήσει το “Dateless Wonder Club”, ένα κλαμπ για τους συνομηλίκους της που δεν μπορούσαν να βρουν βρουν σύντροφο. Αυτού του είδους τα αυτοκριτικά αστεία θα γίνονταν βασικό στοιχείο και της μετέπειτα ζωής της.
Στη συνέχεια η Τσαμπάκ θα αποφοιτούσε από το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης με πτυχίο στο broadcasting, και σύντομα θα άρχιζε να εργάζεται σε έναν τοπικό σταθμό στο Οχάιο. Πίσω στην πατρίδα της θα γνώριζε έναν άντρα που ήταν στα 30 του, όσο εκείνη ήταν 21 και θα σύναπτε σχέση μαζί του. Όμως ο πατέρας της θα αποδοκίμαζε την επιλογή της και η ίδια λίγο αργότερα θα έβαζε τέλος στη σχέση της. Μέχρι το πρόωρο τέλος της ζωής της δεν θα έκανε ποτέ ξανά σχέση με το αντίθετο φύλο.
Μετά από αυτήν την αποτυχημένη σχέση θα έφευγε για τη Φλόριντα όπου και ζούσε ο αδερφός της. Ο ίδιος θα έλεγε πολύ αργότερα, το 2016, στο People ότι η αδερφή του είχε “συναισθηματικά ελαττώματα από πολλές απόψεις” και ότι ήταν έτσι από τότε που ήταν παιδί. Θα σημείωνε ότι έπασχε από διπολική διαταραχή και παρά το γεγονός ότι οι γονείς τους ξόδεψαν σχεδόν ένα εκατομμύριο δολάρια σε διάστημα είκοσι ετών, δεν μπόρεσαν ποτέ να βρουν μια θεραπεία που θα “βοηθούσε την Κρίσι να βρει τη γαλήνη”.
Κάτι αντίστοιχο θα έλεγε και η μητέρα της σε δημοσιογράφους το 1974, αμέσως μετά το θάνατο της κόρης της: “Ήταν τρομερά, τρομερά καταθλιπτική. Είχε μια δουλειά που αγαπούσε… Αλλά δεν είχε τίποτα άλλο στην κοινωνική της ζωή. Ήταν χωρίς σχέση και χωρίς την προοπτική μίας. Ήταν μία γεροντοκόρη (“spinster”) στα 29 της και αυτό την ενοχλούσε”.
Απ’ τη δική της μεριά, η Τσαμπάκ μιλούσε συχνά για τις μάχες της με την κατάθλιψη και τις σκέψεις αυτοκτονίας, αλλά κανείς στην οικογένειά της δεν πίστευε ότι θα έφτανε τόσο μακριά ώστε να βάλει η ίδια τέλος στη ζωή της -πόσο μάλλον ώστε να αυτοκτονήσει λάιβ στην τηλεόραση.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ
Στη δουλειά, η Τσαμπάκ ήταν το ίδιο γνωστή και για τις εξαιρετικές δημοσιογραφικές της ικανότητες αλλά και για την ιδιόμορφη προσωπικότητά της. Ο πρώην διευθυντής ειδήσεων, Γκόρντον Γκάλμπρεϊθ, περιέγραψε την αίσθηση του χιούμορ της ως “ασυνήθιστο”, υπενθυμίζοντας ότι κάποτε αναφέρθηκε στον εαυτό της ως “Παρθένοι Γλουτοί”, ως έναν τρόπο να κάνει πλάκα με την παρθενία της.
Παρά την ξεκάθαρη επιτυχία της, “ποτέ δεν ένιωσε ότι ήταν αρκετά καλή και αμφέβαλλε συνεχώς για τον εαυτό της”, σύμφωνα με τον αδερφό της, και μάλιστα με έναν τρόπο “πολύ θλιμμένο” όπως θα πει χαρακτηριστικά.
Η Τσαμπάκ ήταν επίσης γνωστή και για τις μαριονέτες που κουβαλούσε στην τσάντα της. Μάλιστα, μια μέρα πριν πεθάνει, είχε επισκεφτεί τον αδερφό της και είχε παίξει με τις μαριονέτες που είχε μαζί της με τη μικρή του κόρη.
Δυστυχώς, όμως οι συνάδελφοι της Τσαμπάκ θα ανακάλυπταν σύντομα ότι οι μαριονέτες δεν ήταν το μόνο πράγμα που έκρυβε μέσα στην τσάντα της.
Τη Δευτέρα, 15 Ιουλίου 1974, η Κριστίν Τσαμπάκ έφτασε στη δουλειά της γύρω στις 9 το πρωί, σχεδόν μισή ώρα πριν βγει ζωντανά στην εκπομπή της. Σύμφωνα με την Washington Post, “ήταν σε εξαιρετικά καλή διάθεση” εκείνο το πρωί. Στο στούντιο, χαιρέτησε τους συναδέλφους της και μετά δικαιολογήθηκε ότι ήθελε να μείνει λίγο μόνη της για να γράψει το script της για το πρωινό δελτίο ειδήσεων. Αυτό ήταν λίγο ασυνήθιστο καθώς η τυπική της ρουτίνα ήταν πολύ πιο χαλαρή. Αποτελούταν απλώς από μια σχετικά ανεπίσημη συζήτηση με τους καλεσμένους της. Μέχρι εκείνη την ημέρα, δεν είχε ξεκινήσει ποτέ το πρόγραμμα της εκφωνώντας ειδήσεις.
Παρά αυτή την “παρατυπία”, κανείς απ’ τους συνεργάτες της δεν της έφερε αντίρρηση. Ενημέρωσε το control room ότι ήθελε να χρησιμοποιήσει ένα μαγνητοσκοπημένο βίντεο από πυροβολισμούς που σημειώθηκαν το Σαββατοκύριακο, έγραψε ένα script δέκα λεπτών σε μια γραφομηχανή και κάθισε στη θέση της παρουσιάστριας.
Στις 9:30 η εκπομπή βγήκε ζωντανά. Ωστόσο, όταν η Τσαμπάκ ζήτησε από το control room να παίξει το υλικό από την ανταλλαγή πυροβολισμών, κάτι πήγε στραβά. Αντί για το βίντεο, έπεσε μία σιωπή.
Μετά από λίγο, οι κάμερες επέστρεψαν στην Τσάμπακ και τότε ήταν που είπε τα τελευταία της λόγια:
“Σύμφωνα με την πρακτική της WXLT να παρουσιάζει τις πιο άμεσες και πλήρεις αναφορές τοπικών ειδήσεων για το αίμα και τα έντερα, ο TV 40 παρουσιάζει αυτό που πιστεύεται ότι είναι μία πρωτιά για την τηλεόραση: σε έγχρωμη μετάδοση, την αποκλειστική κάλυψη μίας απόπειρας αυτοκτονίας”.
Πριν προλάβει κανείς να αντιδράσει, τράβηξε ένα πιστόλι διαμετρήματος 0,38mm από την τσάντα που είχε κάτω από το γραφείο. Τοποθέτησε το όπλο στο κεφάλι της, ακριβώς πίσω από το αυτί της, και πάτησε τη σκανδάλη. Ένας θόρυβος ακούστηκε και η Κριστίν Τσάμπακ σωριάστηκε.
Μεταφέρθηκε αμέσως στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός της 14 ώρες αργότερα.
ΤΟ ΜΕΤΑ
Περιττό να αναφέρουμε το σοκ που υπέστησαν όσοι ήταν παρόντες στο περιστατικό. Ο Μάικ Σίμμονς, διευθυντής ειδήσεων στο WXLT εκείνη την εποχή, θα θυμόταν αργότερα ότι λίγες βδομάδες πριν δώσει τέλος στη ζωή της, την είχε ρωτήσει αν μπορούσε να γράψει ένα κομμάτι για την αυτοκτονία. Εκείνη συμφώνησε και επικοινώνησε με ένα τοπικό αστυνομικό τμήμα για να συζητήσει διάφορες μεθόδους με τις οποίες οι άνθρωποι συνήθως επιχειρούν να αυτοκτονήσουν. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, πιθανότατα να χρησιμοποίησε συμβουλεύτηκα τα λόγια των αξιωματικών.
Mόλις μια εβδομάδα πριν πεθάνει, είχε κάνει και ένα αστείο στον συνάδελφό της Ρομπ Σμιθ, που από ό, τι αποδείχτηκε ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μαύρο χιούμορ. Η Τσάμπακ τον ενημέρωσε ότι είχε αγοράσει πρόσφατα ένα όπλο, και όταν αυτός τη ρώτησε “γιατί;”, εκείνη του απάντησε: “Λοιπόν, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλή ιδέα να βγω στον αέρα και να με πυροβολήσω”.
Καθώς οι αστυνομικοί μπήκαν στο στούντιο για να ερευνήσουν το περιστατικό μετά την εσπευσμένη μεταφορά της στο νοσοκομείο, ανακάλυψαν ότι το script που είχε γράψει εκείνο το πρωί δεν τελείωνε με τα τελευταία της λόγια. Αντίθετα, είχε αφήσει ένα “ρεπορτάζ” για τη δική της απόπειρα αυτοκτονίας!
Το script ανέφερε ότι αυτοπυροβολήθηκε και ότι είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο Sarasota Memorial σε κρίσιμη κατάσταση. Δεν ανέφερε τίποτα για τον θάνατό της -αλλά οι συνάδελφοί της πιστεύουν ότι αυτό οφειλόταν στο ότι ήθελε να είναι όσο το δυνατόν ακριβέστερη στις αναφορές της σε περίπτωση που η απόπειρα ήταν ανεπιτυχής.
Δυστυχώς για εκείνη όμως η προσπάθειά της θα στεφόταν από επιτυχία και η Κρίστιν Τσαμπάκ θα γινόταν ο πρώτος άνθρωπος που θα αυτοκτονούσε λάιβ στην τηλεόραση.