Η Αλκυόνη Παπαδάκη όταν γράφει «ζυμώνει», θα μου πει από τις πρώτες κουβέντες που ανταλλάξαμε. Ζυμώνει και φτιάχνει βιβλία, δεκάδες βιβλία, που πρόσφατα επανακυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Διόπτρα. Τελευταίος τίτλος της, το βιβλίο Μια παράγκα για τ’ όνειρο. Τελευταία δεν γράφει, οι απώλειες του συζύγου και του γιου της τη λύγισαν, αλλά προχωρά με εφόδιο το πείσμα της για τη ζωή, μία φράση -προίκα της γιαγιάς της, και την αγάπη του κόσμου. Μού λέει πως όταν πεθάνει θα ξέρει ότι είναι χορτάτη. Ότι έκανε στη ζωή της, όσα ήθελε και δεν αναγνώριζε εμπόδια στον δρόμο της. Είναι η προσωποποίηση της φιλοσοφίας που μας θέλει να φτιάχνουμε οι ίδιοι την τύχη μας. Και χαμογελά παρά τα δύσκολα που έζησε.
Η Αλκυόνη Παπαδάκη πήρε τα τραύματα της παιδικής της ηλικίας και τα έκανε θαύματα, όπως θα μου πει κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας. «Έγιναν θαύματα, έγιναν δημιουργικότητα», εξηγεί. Θαύματα για την ίδια, λογοτεχνικά διαμάντια που μιλούν στις καρδιές όλων μας, που στολίζουν τις αναρτήσεις μας στα social media, που μας συντροφεύουν στα μεγάλα συναισθήματα.
Ένα πρόβλημα στα μάτια της την αναγκάζει να μένει μακριά από το γράψιμο ακόμα. Αναρωτιέμαι αν έχει σκεφτεί να υπαγορεύσει, αλλά εκείνη δεν διανοείται καν ότι μπορεί να γίνει με αυτή τη διαδικασία ένα βιβλίο. «Δεν γίνεται η λογοτεχνία καθ’ υπαγόρευση. Κι αν εγώ κάνω κάτι, αυτό είναι λογοτεχνία, το παραδέχομαι», θα μου πει γελαστή, με το τσιγάρο της στο χέρι, καθισμένη απέναντί μου σε ένα καφέ φίλων της στο Μαρούσι.
Η Αλκυόνη Παπαδάκη είναι μία γυναίκα που είχε πολλά να πει και τα λέει μέσω των βιβλίων της, Ήθελε επίσης πολλά να ακούσει και το κάνει στη συναναστροφή της με τους ανθρώπους από παιδί. Κι αν μπορούσε να ξαναζήσει μια εποχή της ζωής της, αυτή θα ήταν του μεγάλου της έρωτα. Την αγάπησα με το καλησπέρα. Κι αυτά είναι όλα εκείνα για τα οποία συζητήσαμε με αφορμή τη φετινή Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου.
Η Αλκυόνη Παπαδάκη εκ βαθέων
– Συνεχίζετε να μην γράφετε τώρα λόγω των απωλειών;
Δεν μπορώ και με τα μάτια μου τώρα. Δεν έχω ξεπεράσει και τα των απωλειών, δεν νομίζω ότι ξεπερνιούνται και ποτέ, αλλά ξέρεις λίγο να σταθείς. Εγώ ακόμα δεν έχω καταλάβει ότι ο γιος μου δεν θα γυρίσει σπίτι. Όλο περιμένω να ακούσω τα κλειδιά. Δεν το έχω συνειδητοποιήσει. Είναι δύσκολα πράγματα αυτά.
Αυτή η πληγή δεν ξεπερνιέται, αλλά επουλώνεται. Ο χρόνος την επουλώνει. Η γιαγιά μου είχε χάσει 2 παλικάρια, ένα στο βουνό κι ένα στην Αλβανία. Και παρ’ όλα αυτά έλεγε πάντα «Εμείς που ζήσαμε πρέπει να τιμήσουμε το δώρο της ζωής». Τέτοια λεβέντισσα ήταν.
– Και πήρατε από ό,τι καταλαβαίνω και λίγο τη φιλοσοφία της;
Επηρεάστηκα από εκείνη βέβαια, γιατί εκείνη με μεγάλωσε. Αλλά δεν είμαι τόσο δυνατή όσο αυτή. Τη λέγανε Ανδρομάχη και ήταν όνομα και πράγμα. Ναι με επηρέασε , μόνο και μόνο που σκέφτομαι που την έβλεπα να ορθώνεται και να λέει «εμείς που ζήσαμε πρέπει να τιμήσουμε το δώρο της ζωής». Αντίθετα με τη μάνα μου, η οποία ήταν χαϊδεμένη και τα ‘χε «φτύσει» κοινώς, είχε πάθε νευρικό κλονισμό και δεν συνήλθε ποτέ. Η γιαγιά ήταν εκεί, στο πόστο της, αυτή κυβερνούσε το σπίτι, αυτή με μεγάλωνε. Όχι ότι είχε περιθώρια για ιδιαίτερη τρυφερότητα, αλλά ήταν εκεί.
– Τώρα αυτό το διάστημα που δεν γράφετε, δεν σας τριβελίζουν σκέψεις στο μυαλό και χαρακτήρες που θα μπορούσατε να αναπτύξετε;
Πολλά πράγματα σκέφτομαι που θα μπορούσαν να γίνουν κάτι και λέω θα περάσει η μπόρα. Το έχω γράψει κιόλας, ότι όσο τα σύννεφα και να ναι μαύρα, κάπου παραμονεύει ο ήλιος. Μην το ξεχνάμε αυτό. Θα έρθει ο ήλιος. Το πιστεύω ότι θα έρθει πάλι η ώρα.
– Είναι, λοιπόν, ένα μείγμα των επιρροών σας αυτή η αισιόδοξη στάση σας απέναντι στη ζωή, αλλά είστε φτιαγμένη κι από μέταλλο που αντέχει;
Είμαι φτιαγμένη ίσως από ένα μέταλλο, αλλά έχω ζήσει και πάρα πολλά στη ζωή μου. Δεν ήμουν ποτέ στη βιτρίνα. Ήμουν μέσα στα πράγματα, σε όλα. Έκανα τις επαναστάσεις μου, έζησα αυτό που ήθελα. Αυτό που ήθελα να κάνω το έκανα πάντα, με όποιο κόστος. Δεν έχω παράπονο.
Και ειδικά σε μια εποχή που ήταν πολύ δύσκολο να είσαι, ας πούμε, αντίθετος στα προκαθορισμένα. Ηταν πολύ δύσκολο. Εγώ είχα μέσα μου κάτι επαναστατικό. Ήμουν ασυμβίβαστη και πεισματάρα σε αυτό που ήθελα, δεν με εμπόδιζε τίποτα. Το πλήρωνα πάντα. έχουν κόστος αυτά.
– Τι κόστος έχουν;
Έχουν κόστος γιατί όταν κάνεις τα επαναστατικά σου κάπου σε περιμένει και η πληρωμή. Αλλά αυτό που λέω είναι όταν περνάς από το ταμείο, να πληρώνεις και να μην τα βάζεις με τον ταμία. Να φεύγεις κύριος ή κυρία.
«Τη στιγμή της πληρωμής εγώ έλεγα: “Το ήθελα και το έκανα, με γεια μου και χαρά μου. Το έζησα”».
– Τύψεις δηλαδή δεν υπάρχουνε στο λεξιλόγιό σας για κάτι, έτσι;
Όχι, δεν έκανα κάτι κακό στους άλλους για να πω τύψεις. Ποτέ δεν έκανα κακό στους άλλους, εκτός αν άθελα μου γινότανε κάτι. Όλα αυτά ήταν για τον εαυτό μου. Έκανα κακό ίσως στο ότι έφερναν πάντα σε δύσκολη θέση την οικογένεια. Τον πατέρα μου ας πούμε, που του δημιουργούσαν προβλήματα τα επαναστατικά μου. Αλλά τότε δεν το σκεφτόμουνα. Καθόλου δεν μου περνούσε από το μυαλό.
Έχω μια αδερφή μικρότερη από μένα και έζησε άλλες καταστάσεις απ’ ότι εγώ. Και καμιά φορά μού λέει: “έχεις σκεφτεί καμιά φορά ότι όλα αυτά που έκανες δημιουργούσαν μια ταραχή στο σπίτι;” Καθόλου δεν το είχα σκεφτεί.
– Ίσως επειδή εσείς ζούσατε μακριά;
Το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν ότι ήθελα να φύγω από αυτό το σπίτι, που είχε μέσα πολύ πόνο, πολύ πένθος, δεν ήταν η χαρά της ζωής. Μετά το δημοτικό ζήτησα εγώ να πάω εσωτερική στη Γαλλική σχολή για να φύγω από το σπίτι. Μετά που τέλειωσα τη σχολή έφυγα και ήρθα στην Αθήνα. Οπότε ήμουν πάντα εκτός. Έκανα τις επαναστάσεις μου και απλώς τις ανακοίνωνα (γέλια).
– Είχα διαβάσει ότι στα παιδικά σας χρόνια είδατε να συλλαμβάνεται όλη σας η οικογένεια;
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Τους είδα να συλλαμβάνονται και χωρίς να φταίει κανείς. Η μαμά μου είχε έναν αδελφό, στο βουνό και εξαιτίας αυτού πάθανε πάρα πολλά. Κι εγώ σαν μικρό παιδάκι έμεινα μόνη.
«Όλα αυτά ήταν δύσκολα για ένα παιδί. Απόζητούσα πάντα τη μάνα μου, που δεν την έβρισκα πουθενά. Και όταν τον σκότωσαν τον αδελφό της και γύρισαν στο σπίτι, η μάνα μου ήταν ένα ερείπιο κι εγώ προσπαθούσα να την κερδίσω και δεν μπορούσα».
Έπαιρνε τα φάρμακά της και ήταν κατάκοιτη στο κρεβάτι. Κι εγώ ήθελα να την ξυπνήσω. Μια φορά μάζεψα ένα σκουλήκι απ έξω, ήταν πρωτοβρόχια και το πήγα και το άφησα κοντά της να ταραχτεί. Ε, ταράχτηκε η γιαγιά μου και μου έδωσε ένα χέρι ξύλο (γελάει).
– Εσείς δεν μπορούσατε να καταλάβετε ότι δεν ήταν προσωπικό αυτό το πράγμα, νιώθατε απόρριψη…
Δεν μπορούσα να καταλάβω, ναι. Κι όταν συνήλθε, όπως συνήλθε δηλαδή γιατί απόλυτα δεν συνήλθε ποτέ, είχε τύψεις, ενώ δεν έφταιγε αυτή. Ένιωθε τύψεις ότι δεν έκανε τίποτα για μένα και όταν ήμουν στην Αθήνα μου έστελνε εκείνα τα δέματα με τα περιττά πράγματα, τους ξηρούς καρπούς, τα αποξηραμένα λουλούδια και το φακελάκι με τα λεφτά και τα τσιγάρα.
Της έλεγε μια ξαδέρφη της: “Καλά, στέλνεις στη μικρή -ήμουν 19 χρονών- τσιγάρα;” και έλεγε η μαμά μου: “Αν δεν τα στείλω εγώ με τα λεφτά θα τα αγοράσει. Το ίδιο δεν είναι;”.
– Μπράβο της πάντως, γιατί τότε το να καπνίζει μια γυναίκα ήταν μέγιστη αμαρτία…
Να καπνίζει και να κάνει και πολλά άλλα… (γέλια).
– Άλλη επανάσταση όταν αποφάσισατε ότι θα γίνετε δημοσιογράφος, σωστά;
Αυτό που κατάλαβα όταν ήμουν στο Γυμνάσιο, επειδή ήθελα να είμαι με τους άλλους κι επειδή έγραφα κιόλας είχα αποφασίσει να γίνω δημοσιογράφος. Τότε η δημοσιογραφία δεν ήταν στα πανεπιστήμια όπως είναι τώρα. Ήταν μια ιδιωτική σχολή με τον Σπύρο Μελά. Ήρθα, λοιπόν, στην Αθήνα υποσχόμενη στον πατέρα μου ότι θα πάω στο πανεπιστήμιο. Αυτός ήθελε να σπουδάσω φιλολογία επειδή ήταν δάσκαλοι. Εγώ υποσχέθηκα ότι θα έρθω να σπουδάσω στο Πάντειο Πανεπιστήμιο δεν ήθελα φιλολογία.
Έδωσα εξετάσεις και πέρασα, αλλά δεν ξανά πέρασα ποτέ απέξω. Οι πατέρας μου όμως επί 2 χρόνια νόμιζε ότι εγώ πηγαίνω στο πανεπιστήμιο και παράλληλα πάω σε δημοσιογραφική σχολή να κάνω και το κέφι μου. Εγώ πήγαινα μόνο στη δημοσιογραφική σχολή κι ακόμα κι αυτό δεν με κάλυπτε. Εγώ ήθελα να δουλέψω, να βγω στο δρόμο. Κι άκου τώρα θράσος της ηλικίας, έστειλα ένα γράμμα στον Λαμπράκη. Του Βήματος. Δεν ξέρω τι του έγραφα, αλλά φαίνεται ήταν πολύ συγκινητικό. Και μου απάντησε ο Λαμπράκης και μου έγραφε «πέρασε να συναντήσεις τον μακαρίτη τον Κακαουνάκη, που ήταν τότε στην ομάδα νέων. Και δείξε το γράμμα που σου έστειλε και θα πας εκεί». Το έκανα πράγματι. πήγα εκεί, στην ομάδα του Κακαουνάκη, αλλά μας χρησιμοποιούσε πιο πολύ, να φέρνουμε μια πληροφορία. Δεν το θελαεγώ αυτό.
«Όταν έγραψα όμως το Κόκκινο Σπίτι, μετά είχα πρόσβασεις και πήγα στην Αυγή κανονικά. σαν ρεπόρτερ, εγώ αυτό ήθελα να κάνω. Και το έζησα μέχρι τη Δικτατορία».
Με στέλνανε, επειδή έγραφα δυνατά σε δύσκολες αποστολές, σε εργατικά ατυχήματα που έφταιγαν οι εργοδότες και όλα αυτά τα πράγματα. Θυμάμαι μια φορά που είχε έρθει στην αίθουσα σύνταξης στην Αυγή ένας από το κόμμα και είχε την εφημερίδα έτσι υπό μάλης και λέει “Ποια έγραψε αυτό το άρθρο;”, που ήταν για ένα εργατικό ατύχημα. Τού λένε: «Εκείνη η πιτσιρίκα». Ήρθε μπροστά μου, λοιπόν, και μου λέει: «Γεια σου ρε πιτσιρικάρα». Ε, αυτό δεν ήταν όπλο; Ε μετά ήρθε η δικτατορία. Τελείωσαν όλα.
Εγώ εν τω μεταξύ, επειδή ήταν το απωθημένο μου να κάνω οικογένεια που δεν έζησα, τα έδωσα όλα εκεί στο να φτιάχνω το σπίτι μου, να έχω τον άνδρα μου, το παιδί μου.
– Το οποίο παιδί ήρθε κι αυτό μέσα από ένα ρεπορτάζ;
Έτσι το παιδί βγήκε κι αυτό από ένα ρεπορτάζ γιατί με στείλανε να κάνω ρεπορτάζ στο βρεφοκομείο και έβλεπα τα παιδάκια εγώ που με τραβούσανε και με φωνάζανε μαμά και έδωσα όρκο τότε κι είπα εγώ θα μεγαλώσω ένα παιδί του κόσμου. Δεν με ενδιαφέρει να το γεννήσω εγώ. Ε, και το έκανα και αυτό. Έπεισα τον άντρα μου ότι έτσι πρέπει να κάνουμε.
– Και με τον άντρα σας ήσασταν μαζί, χωρίσατε και μετά ξανήσασταν μαζί. Σωστά;
Ναι, ξαναήμαστε μαζί, αλλά σαν συγγενείς, σαν σύντροφοι, με την ουσιαστική έννοια. Χωρίσαμε αλλά μείναμε μαζί γιατί κι αυτός είχε ανάγκη από συμπαράσταση και το παιδί ήθελε τον πατέρα του. Και ζήσαμε μαζί.
– Ο έρωτας τι ρόλο έπαιξε στη ζωή και στο έργο σας;
Πάντα ο έρωτας έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο. Πριν παντρευτώ, έζησα τον έρωτα της ζωής μου, σε όλο του το μεγαλείο. Το έζησα κι αυτό. Από τη χαρά μέχρι τη συντριβή. Και ήταν και η εποχή άλλη, γιατί εγώ συζούσα με αυτόν τον άνθρωπο.«Τώρα είναι το μοντέλο, τότε όμως ηθικά δεν στεκόταν αυτό το πράγμα. Εγώ το έζησα και αυτό. Λέγαμε στην πολυκατοικία ότι είμαστε αδέρφια. Κανείς δεν το πίστευε βέβαια».
Και όταν αργότερα είχαμε χωρίσει και ήρθαν οι δικοί μου στην Αθήνα -γιατί όταν γεννήθηκε η αδερφή μου, έπεσε η μάνα μου πάνω της, κι όταν ήταν να σπουδάσει η αδερφή μου ήρθαν όλοι στην Αθήνα-, ο θυρωρός της πολυκατοικίας που μέναμε πρώτα με τον άνθρωπο αυτό, όταν έβλεπε τη μαμά μου για να την πειράξει, της έλεγε «Τι κάνει ο γιος σας;» και έλεγε η μαμά μου «είναι στο εξωτερικό».
Ερχόταν σπίτι και αναστέναζε. «Μου είπανε πάλι για τον γιο μου», έλεγε (γέλια).
– Οι δικοί σας το ήξεραν δηλαδή;
Το ξέρανε οι δικοί μου. Αυτά δεν μένουν κρυφά, αλλά ήξεραν πολύ καλά ότι με μένα δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Πώς ό,τι αποφάσισα τελείωσε. Έστελνα απλώς τηλεγράφημα. «Παντρεύτηκα». Κι όταν παντρεύτηκα, έτσι έκανα. Παντρεύτηκα χωρίς γονείς, χωρίς κανέναν.
Άλλη φορά είχα στείλει τηλεγράφημα. «Θέλω να πάω στη Βουλγαρία». Μου απάντησε ο πατέρας: «Δεν έχεις καμιά δουλειά στη Βουλγαρία και σκεφτόμουν από μέσα μου “έτσι νομίζεις”» . Πήγα σ’ έναΝ θείο λοιπόν, που ήξερα ότι είχανε πολύ καλές σχέσεις και είχε και λεφτά. Και του είπα «θείε πρέπει να πάω στη Βουλγαρία, δεν προφταίνει ο μπαμπάς να μου στείλε λεφτά, να τα δώσετε εσείς και θα σας τα δώσει». Κι έστειλα άλλο τηλεγράφημα: «Αποστείλατε θείον Μήτσον το τάδε ποσό».
Άλλη φορά αγόρασα αυτοκίνητο 20 χρονών, χωρίς να έχω λεφτά. Υπέγραψα ένα γραμμάτιο και έστειλα πάλι τηλεγράφημα «Έλα να πληρώσεις το αυτοκίνητο που αγόρασα». Ήρθε με το πρώτο αεροπλάνο νομίζοντας ότι το έλεγα έτσι και δεν το είχα αποφασίσει. Βρήκε το αυτοκίνητο απ’ έξω, πήγαμε με το τρόλεΪ και πληρώσαμε τον άνθρωπο.
– Υπήρξατε τυχερή με αυτόν τον πατέρα σε εκείνη την εποχή…
Ο πατέρας μου είχε τεράστια υπομονή. Ήταν ένας δάσκαλος που δεν θύμωνε ποτέ, ούτε παιδί, ποτέ, ούτε τίποτα. Όταν τον έφτανα εγώ στο αμήν μού έλεγε: «Ω Πού βαδίζομεν βρε;». Αυτό ήταν το ξέσπασμά του. Ήμουν τυχερή γιατί αν ήταν άλλος θα ερχόταν να μου έριχνε ένα χέρι ξύλο. Όλα αυτά που σου λέω για την εποχή ήταν επαναστάσεις.
– Και μετά, στην πορεία της ζωής σας και στο έργο σας ο έρωτας ήταν περισσότερο κίνητρο ή καταστροφή;
Στα βιβλία μου είναι πάντα ο έρωτας κυρίαρχος, που σε πάει στον ουρανό και καμιά φορά βέβαια σε ρίχνει απότομα, αλλά πρέπει να το ζήσεις. Αξίζει να το ζήσεις.
– Πώς νιώθετε που χρησιμοποιούν τις φράσεις σας πάρα πολύ στα social media;
Το ξέρω, εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτό, αλλά η αδερφή μου με ενημερώνει, η οποία είναι στα Χανιά, δεν είναι εδώ, δυστυχώς. Αυτό είναι η χαρά της ζωής και η δικαίωση μου. Αυτό με στηρίζει και είμαι όρθια. Η αγάπη του κόσμου. Άμα πάω πουθενά και βλέπω κανένα, έρχεται και πέφτει στην αγκαλιά μου και μου πει «ευχαριστώ που με βοήθησες με τα βιβλία σου».«Εγώ γράφω για να εκφράζομαι η ίδια αλλά είχα πάντα την αίσθηση πως γράφοντας, απευθύνομαι σε κάποιον που θα το καταλάβει. Τους στέλνω ραβασάκια».
Εμένα μου αρέσει να περπατώ, όπως το λέω, στα σκοτεινά δρομάκια της ψυχής των ανθρώπων και να ψάχνω πράγματα που και οι ίδιοι δεν θέλουν να τα παραδεχτούν, τα έχουν βάλει στην άκρη. Εμένα μου αρέσει να τα ψάχνω όλα αυτά.
– Με τον εαυτό σας είστε ειλικρινής;
Με τον εαυτό μου είμαι ειλικρινής. Δεν τον κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Και ούτε ποτέ αισθάνθηκα, ας πούμε, ότι είμαι κάτι. Πώς να σου πω; Όταν έρχονται, με αγκαλιάζουν κι εγώ αισθάνομαι άβολα. Σκέφτομαι «τι έκανα εγώ τώρα;». Θυμάμαι πάλι τον πατέρα μου που έλεγε «από αυτό το παιδί μου τα περιμένω όλα, εκτός από το να υψώσει ποτέ το κεφάλι του».
Γιατί εγώ εκείνη την εποχή που πήγαινα στο δημοτικό υπήρχε πολλή φτώχεια. Εμείς είχαμε μια καλή οικονομική κατάσταση. Και εμένα δεν μου άρεσε να έχω πράγματα που δεν έχουν τα άλλα παιδιά. Η φίλη μου η Ελευθερία ερχόταν ξυπόλυτη στο σχολείο και έκρυβα και εγώ τα παπούτσια μου σε ένα δένδρο και πήγαινα κι εγώ ξυπόλητη. Και όλα αυτά τα ήξερε ο πατέρας μου.
– Δεν ζούμε την εποχή του διαβάσματος τώρα…
Όχι, δεν ζούμε στην εποχή του διαβάσματος. Ζούμε στην εποχή της εικόνας. Όλη η ζωή των νέων, αυτό βλέπω, είναι μια ανάρτηση. Ό,τι κι αν κάνεις αν δεν το αναρτήσεις, δεν υπάρχει. Αυτό όμως είναι ένα ψέμα. Δηλαδή έχει χαθεί η άμεση επαφή των ανθρώπων. Τίποτα δεν αντικαθιστά το να σου πιάσω το χέρι ας πούμε, και να το σφίξω, καμία εικόνα και κανένα μήνυμα και τίποτα στον κόσμο.
Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που διαβάζουν. Γιατί αν δεν υπήρχαν αυτοί, όχι μόνο όσον αφορά το βιβλίο γενικά, ας πούμε οι Άνθρωποι με άλφα κεφαλαίο θα ‘χαμε βουλιάξει.
– Η εγγονή σας διαβάζει;
Η εγγονή μου είναι 13 χρονών. Είναι της εποχής εκείνη, όλη μέρα με το λάπτοπ και το κινητό (γελάει).
– Τι μπορούμε λέτε να κάνουμε για να στρέψουμε τους ανθρώπους στο διάβασμα;
Είναι φαινόμενο της εποχής, δεν ξέρω πού θα βγάλει. Γενικά η κοινωνία βρίσκεται σε μια αναστάτωση, σε ένα ψάξιμο. Είναι πολύ δύσκολα για τα νέα παιδιά, δεν έχουν οράματα, δεν έχουνε όνειρα, δεν βάζουν στόχους. Ζούνε στον αέρα και στην εικόνα.
– Από τα βιβλία σας ξεχωρίζετε κάποιο;
Όχι δεν ξεχωρίζω. Όλα για μένα είναι το ίδιο. Πάντα είμαι πιο πολύ προς το τελευταίο γιατί το θυμάμαι καλύτερα, τα άλλα δεν τα θυμάμαι. Μια φορά η αδερφή μου μού είπε θυμάμαι μια ατάκα και της λέω «Ωραίο είναι αυτό που το βρήκες;». Και λέει «δικό σου είναι» και γελούσαμε.«Εγώ από τη στιγμή που γράφω το τέλος, χαίρομαι πάρα πολύ κι από εκεί και πέρα λέω “κάνε την πορεία σου”. Δεν υποστήριξα ποτέ τον εαυτό μου σε τίποτα, ό, τι έχει γίνει έχει γίνει από μόνο του κι εγώ ήμουν πάντα πίσω. Πιστεύω ότι το καλό δεν χάνεται».
– Πώς θέλετε να σας λένε, αν όχι πρότυπο;
Προπαντός δεν είμαι πρότυπο για κανέναν, αλλά κάποιες φορές επειδή ήμουν κοντά στους ανθρώπους, ε, μου ρχεται καμιά σκέψη που βοηθάει και τους άλλους.
Θα ήθελα να με χαρακτηρίζουν λογοτέχνισσα. Μια φορά, γιατί αυτό που με ευχαριστεί επίσης είναι ότι τα βιβλία μου τα διαβάζουν όλες οι κοινωνικές τάξεις και όλα τα μορφωτικά επίπεδα, ένας εργάτης από την Καρδίτσα που τα ξέρει τα βιβλία μου απέξω, ήρθε σε μια έκθεση βιβλίου να με γνωρίσει κρατώντας ένα τριαντάφυλλο. Και μου λέει «Γεια σου μαστόρισσα!». Είναι το ωραιότερο κομπλιμέντο που μου έχουνε κάνει.