Μέσα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο «11:11 Oλοι μοναδικοί, όλοι ίσοι», ο βετεράνος μπασκετμπολίστας μιλά ανοιχτά για τον αυτισμό και πώς τον αντιμετωπίζει εκείνος αλλά και η κόρη του
Στο βιβλίο «11:11 Oλοι μοναδικοί, όλοι ίσοι», ο αγαπημένος μπασκετμπολίστας Δημήτρης Παπανικολάου, αφηγείται την προσωπική του ιστορία που τον έφερε αντιμέτωπο με τον αυτισμό, τόσο εκείνον όσο και την κόρη του.
«Δεν με άφηνε η γυναίκα μου να μιλήσω δημόσια για το παιδί επειδή φοβόταν ότι θα στιγματιστεί. Δεν πειράζει, έχω όλα τα εφόδια από τον αθλητισμό και ξέρω πώς λειτουργούν οι καλές ομάδες και οι ηγέτες τους. Θα πάρω εγώ την ευθύνη, θα βάλω τον εαυτό μου μπροστά και θα μιλήσω για μένα. Αλλωστε δεν υπάρχουν προβλήματα παρά μόνο λύσεις», αναφέρει.
Το «Gala» κυκλοφορεί αποσπάσματα από αυτή τη συγκλονιστική κατάθεση ψυχής.
Αντί προλόγου
«Στον τίτλο βλέπετε τέσσερις ίδιους αριθμούς, το 11:11, τους οποίους βλέπουμε εδώ και χρόνια συνεχώς με τη γυναίκα μου. Ή μάλλον εκείνη ξεκίνησε πρώτη να τους βλέπει απ’ όταν η κόρη μας ήταν στο νηπιαγωγείο και έπειτα από λίγο ξεκίνησα να τους βλέπω συνεχώς κι εγώ. Στο ρολόι, στα κινητά συνήθως, σε αποδείξεις, σε πινακίδες αυτοκινήτων κ.ά. Πλέον δε μας κάνει εντύπωση να βλέπουμε τους τέσσερις άσους συνεχώς, το συνηθίσαμε. Ψάξαμε στο ίντερνετ αν συμβολίζουν κάτι, αν μας στέλνουν κάποιο μήνυμα και πράγματι τους αποκωδικοποιήσαμε. Αλλωστε όταν παντρευτήκαμε ο μήνας είχε 11, αλλά και όταν γεννήθηκε η κόρη μας ο μήνας είχε 11. Νάτοι λοιπόν οι τέσσερις άσοι. Οχι, το βιβλίο που θα διαβάσετε δεν είναι μεταφυσικό. Είναι η πραγματική μου ιστορία και μέσα από αυτήν ελπίζω να βοηθηθείτε, είτε έχετε στην οικογένειά σας κάποιο μέλος στο φάσμα του αυτισμού, όπως έχουμε εμείς την κόρη μας, την Αρια, είτε έχετε στο σπίτι σας κάποια άλλη διάγνωση, είτε απλώς θέλετε, όπως κι εγώ, να αυτοβελτιωθείτε. Καμιά φορά άλλωστε οι μεγαλύτερες δυνάμεις μας βρίσκονται εκεί όπου πιστεύουμε ότι εντοπίζεται η αδυναμία μας.
[…] Με την οικογένειά μου μεγαλώσαμε όλοι μαζί σε 60 τετραγωνικά στο σημερινό Ιλιον. Τα οικονομικά μας ήταν περιορισμένα, αλλά οι γονείς μου μας προσέφεραν ό,τι μπορούσαν. Ημασταν τρεις άντρες στην παρέα, ο μπαμπάς, που ήταν ήδη δύο μέτρα, και εγώ με τον Ηλία, που προοριζόμασταν για ανάλογο ύψος. Δύσκολο να χωρέσουμε όλοι μαζί στο σπίτι και κυρίως δύσκολο να χωρέσουν τα όνειρά μου. Ανήσυχο πνεύμα από μικρός, δύσκολα έμπαινα σε καλούπια και είχα μια νευρικότητα και μια υπερκινητικότητα. Στο να εκτονωθεί αυτή μου η ενέργεια στην παιδική μου ηλικία με βοήθησε το γεγονός ότι τότε δεν υπήρχε ίντερνετ, ούτε κινητά, τα κανάλια ήταν μόνο δύο, δεν υπήρχε και ο σημερινός φόβος των γονιών για την ασφάλειά μας, το πού είμαστε και πόσες ώρες λείπουμε. Είναι αυτό που λέμε ότι, όταν τα τηλέφωνα ήταν δεμένα, οι άνθρωποι ήταν πιο ελεύθεροι και αυτή την ελευθερία την έζησα στο έπακρο. […] Από νωρίς μπήκα στον χώρο των υποχρεώσεων και των μεγάλων, αφού συνέχιζα να ψηλώνω και να είμαι ανήσυχο πνεύμα. Στο σχολείο, παρότι είχα στην τάξη δασκάλους τους γονείς μου, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ εύκολα. Ηταν φανερό ότι η δυναμική μου βρισκόταν κάπου αλλού. Είχα φτάσει δέκα ετών πλέον όταν η Ελλάδα συμμετείχε στο Ευρωμπάσκετ του 1987 που έμελλε να αλλάξει τη ζωή μου, όπως και χιλιάδων παιδιών τότε. Σαν σήμερα θυμάμαι να πιάνω το τηλεκοντρόλ για να δούμε στην τηλεόραση τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φασούλα, τον Χριστοδούλου. Πού να ήξερα τότε ότι αργότερα θα γίνω φίλος με τα ινδάλματά μου. Ενα οικόπεδο σε απόσταση πενήντα μέτρων από το σπίτι μας έγινε γήπεδο μπάσκετ μετά την επιτυχία του ’87. […] Το γήπεδο αυτό έγινε για μένα δεύτερο σπίτι μου. Οταν ήταν προγραμματισμένος παιδικός αγώνας και η ημέρα ήταν βροχερή, ξεκινούσα το σκούπισμα για να μην αναβάλει ο διαιτητής τον αγώνα λόγω ολισθηρότητας. Σήμερα αυτό το οικόπεδο που έγινε γήπεδο φέρει το όνομά μου! Ναι, έγινε και αυτό, και μακάρι να ζούσε ο πατέρας μου για να το δει.
[…] Τα αμέσως επόμενα χρόνια, εκτός από αυτή την πίεση και το τικ που πλέον είχε γίνει σχεδόν μόνιμο –τίναζα συχνά πυκνά το κεφάλι προς τα δεξιά χωρίς να ξέρει κανείς τον λόγο και προσπαθούσαμε να το λύσουμε με ενέσεις μπότοξ στον σβέρκο–, είχα και μια ζωή που ξεπερνούσε τη φαντασία μου. Ηταν οι εποχές των παχιών αγελάδων, η δόξα ήταν μεγάλη και σε κάθε μας βήμα μάς ακολουθούσε κόσμος. Θυμάμαι τον συμπαίκτη μου τον Σιγάλα να είναι πρώτος τότε σε ανταπόκριση, αφού κάθε εβδομάδα ερχόταν για εκείνον στα γραφεία της ομάδας μια σακούλα απορριμμάτων γεμάτη γράμματα. Εγώ ήμουν δεύτερος με μια κούτα γράμματα κάθε εβδομάδα. Τώρα που είπα σακούλα, μια ημέρα ο Ιωαννίδης, αφού είχαμε κάνει μερικές καλές νίκες, έφερε, σε συνεννόηση με τη διοίκηση φυσικά, σακούλες με μετρητά για τον καθένα ως μπόνους. Πήρα τη σακούλα με το μερτικό μου και την πήγα στο πατρικό μου. “Μπαμπά, άνοιξε να δεις”, του λέω. Εκείνος που διάβαζε με κεριά σε ορεινό χωριό για να περάσει στις εξετάσεις για δάσκαλος νόμισε ότι του κάνω πλάκα και ότι είναι ψεύτικα τα χαρτονομίσματα και πήγε να πετάξει τη σακούλα. Τον πρόλαβα στο τσακ. “Αληθινά είναι!” του λέω.
Ολη αυτή η δόξα και τα χρήματα μαζί με τα νιάτα και την απουσία ελέγχου, αφού έμενα μόνος, με έκαναν να αισθάνομαι σπουδαίος. Σήκωσα λίγο μυτούλα, που λέμε».
Οταν ήρθε η Αρια
«Στις 11 Μαΐου του 2006 ήρθε στον κόσμο η κόρη μας Αρια. Ηταν υγιέστατη και τροφαντή. Σαν σήμερα θυμάμαι όταν ήταν η ώρα να την πάμε σπίτι, ότι οδηγούσα αργά, με 30-40 χιλιόμετρα την ώρα, και δεξιά, από το άγχος μου να μην τρακάρω κάπου ή να μη φρενάρω απότομα. Νιώθεις ότι έχεις ένα εύθραυστο πλασματάκι και τότε γίνεται και η σύνδεση με τον μπαμπά, γιατί η μαμά το νιώθει ήδη εννιά μήνες μέσα της. Αν εξαιρέσεις το ότι προφανώς ήθελα να ζει ο πατέρας μου και εκείνες τις πρώτες ημέρες μού έλειπε, τα επόμενα τρία χρόνια ήταν από τα καλύτερα της ζωής μου και της ζωής μας. Δεν ξέραμε και δεν υπήρχε καν λόγος να φανταστούμε ότι μπορεί να μας απασχολήσει ο αυτισμός. Βλέπαμε δύο χεράκια, δύο ποδαράκια και ένα χαρούμενο μωρό για το οποίο στην αρχή, όπως συνηθίζεται, γινόταν διαγωνισμός μεταξύ των σογιών για το από ποιον πήρε την ομορφιά της και σε ποιον μοιάζει. Αυτή η χαρά –ώσπου να ξανάρθει ύστερα από μια μεγάλη διαδικασία– χάθηκε κοντά στα τριάμισι χρόνια της, όταν πήγαινε στον παιδικό σταθμό. Είναι η ώρα σιγά-σιγά να μπούμε στα ενδότερα του αυτισμού: πώς μας επηρέασε, τι κάναμε, ποια ψυχοφθόρα διαδικασία περάσαμε, πώς βυθιστήκαμε και αναδυθήκαμε ξανά και είμαστε εδώ χαλύβδινοι, έχοντας ενισχύσει πλέον την ασπίδα μας, και προχωράμε βοηθώντας ταυτόχρονα πολλούς ανθρώπους».
Η διάγνωση
«Κάποια στιγμή, γύρω στα τριάμισι έτη της κόρης μας λοιπόν, μου είπε η Ελια με φανερή ανησυχία: “Δημήτρη, η δασκάλα της Αριας στον παιδικό σταθμό μού επισήμανε ότι πρέπει να πάμε σε ειδικό το παιδί. Είναι πιο πίσω από τα άλλα παιδιά της τάξης στον λόγο, στο γράψιμο και πιο ατσούμπαλη στις κινήσεις”. “Ελα, μωρέ, σαχλαμάρες”, αποκρίθηκα εγώ, “ηρέμησε, δεν το βλέπεις ότι το παιδί είναι μια χαρά;”. Δεν ξέρω πόσο βλάκας αισθάνομαι σήμερα με αυτή μου την άρνηση να διερευνήσω τις πιθανότητες να υπόκειται σε κάποια διάγνωση η Αρια. Η Ελια ευτυχώς επέμεινε και πήγε με την Αρια σε ειδικό για μερικές συνεδρίες. Εγώ ήμουν σε άρνηση να πάω να ακούσω. Να πληρωθούν επίσκεψη θέλουν οι γιατροί, έλεγα. Ωσπου μια ημέρα η ειδικός μάς κάλεσε να μας μιλήσει για το παιδί. Συνέχιζα να είμαι σε άρνηση και πήγε η Ελια».
«Αυτά τα παιδιά»…
«Πόσες φορές δεν ακούσαμε αυτές τις λέξεις. Οταν ψάχναμε σχολείο στον ιδιωτικό τομέα: “Λυπούμαστε, κύριε Παπανικολάου. Δεν δεχόμαστε αυτά τα παιδιά”. Οταν ψάχναμε άθλημα: “Καλύτερα, κύριε Παπανικολάου, να πάρετε την κόρη σας από εδώ. Δεν θα κάνει καριέρα”. Μια απαίσια νοοτροπία, με την οποία μεγάλωσα και εγώ, έδειχνε τα δόντια της. Σχολεία που μπερδεύουν ως σήμερα την παιδεία με την προπαίδεια. Αθλητισμός που επιβραβεύει μόνο τους πρωταθλητές και όχι όσους καταβάλλουν προσπάθεια· που δεν προασπίζεται ότι όλοι πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα στην άθληση. Ξεκίνησα να σκέφτομαι πόσος κόσμος, την ώρα που εγώ σήκωνα Κύπελλα και απολάμβανα την αποθέωση, έβρισκε τοίχο και γνώριζε την απόρριψη στα βασικά».
Αυτισμός & αποκλεισμός
«Βασικά, αν ξέρεις έναν άνθρωπο με αυτισμό, δεν ξέρεις συνολικά τον αυτισμό. Και αυτό δείχνει το πόσο ευρύ είναι το φάσμα. Απλώς συνήθως μέσα σε αυτή την πολύ μεγάλη δεξαμενή, που μόνο στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι απασχολεί περισσότερες από 160.000 οικογένειες, υπάρχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά. Εφόσον το άτομο στο φάσμα είναι λεκτικό, δεν έχει φίλτρο σε αυτά που θα πει. Ετσι οι φασματάνθρωποι λένε την αλήθεια και σχολιάζουν με την πρώτη σκέψη αυτό που βλέπουν – συνήθεια που μπορεί να παρεξηγηθεί. Εχουν μεγάλη ευαισθησία σε ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω ερεθίσματα: ήχο, φως, μυρωδιά. Εχουν φοβερή ρουτίνα και αισθάνονται ασφαλείς μέσα σε αυτή. Μπορεί η ρουτίνα να περιλαμβάνει μια συγκεκριμένη θέση στον καναπέ, μια συγκεκριμένη διαδρομή στον δρόμο ή μια συγκεκριμένη ώρα που θα στείλουν μήνυμα από το κινητό και πολλά ακόμα. Ανάλογα με τη λειτουργικότητά τους, μπορεί να επιμένουν να περάσουν από ένα σημείο μόνο. Δεν καταλαβαίνουν συνήθως αν μιλάς μεταφορικά. Θα πρέπει να κυριολεκτείς. Αν πεις “πέσανε τα καράβια μου έξω” σε έναν αυτιστικό, το πιο πιθανό είναι να σε ρωτήσει πού πέσανε. Πρέπει να είσαι συγκεκριμένος και λεπτομερής. Αν το κάνεις αυτό, μπορούν να συνεισφέρουν πολλά, ακόμα και στον χώρο της εργασίας. Εδώ να πούμε ότι φυσικά υπάρχουν πολλοί αριστούχοι μαθητές στο φάσμα. Εχουν στερεοτυπικές συμπεριφορές. Μπορεί να δεις τα δάχτυλα να παίζουν ή κάποιο τικ».