Η φωνή της «πνίγεται» από τη συγκίνηση
Με αφορμή τη «μαύρη» επέτειο των 50 χρόνων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η Χαρίτα Μάντολες μίλησε στην εκπομπή «Κοινωνία Ώρα Mega», όπου περιέγραψε όσα φρικιαστικά βίωσε εκείνες τις μέρες.
«Νομίζω ότι δεν πέρασε ούτε μέρα από τότε, σαν χθες να έγινε αυτό το κακό. Τα θυμάμαι όλα. Ήμασταν στο σπίτι μας, περνούσαμε πολύ ωραία με τον σύζυγό μου, με τα δύο μας παιδάκια και ήρθε το πραξικόπημα, αυτή η προδοσία η μεγάλη που έγινε, και μετά ήρθαν οι Τούρκοι», αναφέρει χαρακτηριστικά η Χαρίτα Μάντολες.
Η Χαρίτα Μάντολες περιγράφει την εισβολή στην Κύπρο
«Το σπίτι μας ήταν εκεί κοντά στο Πέντε Μίλι, όπου έγινε η απόβαση. Τότε άρχισε ο κόσμος να τρέχει, να κλαίει, να φωνάζει. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Ήρθαν κοντά μας άνθρωποι χωρίς τη γυναίκα, χωρίς τη μάνα, χωρίς τον πατέρα, έκλαιγαν ένα αγοράκι. Πολύ λυπηθήκαμε. Κάτω από τα λεμονόδεντρα κρυφτήκαμε και το ράδιο έλεγε τραγούδια. Τότε ο σύζυγός μου πήγε να καταταχτεί, ήταν έφεδρος, τον είχαν καλέσει 8:20.
Οι Τούρκοι έβγαιναν, τους βλέπαμε, πολλές σφαίρες έριχναν, οι όλμοι, τα αεροπλάνα, από τη θάλασσα τα πλοία, ήταν χαλασμός. Αποφασίσαμε να κρυφτούμε σε έναν στάβλο. Ήταν κάτω από το σπίτι της μικρής αδερφής μου, κοντά στο δικό μου. Μείναμε όλη μέρα, το βράδυ ήρθε μια κοπέλα που είχε χάσει τον σύζυγό της και τα μωρά της, που είχε περάσει προηγουμένως από κοντά μας. Την κρατήσαμε μαζί μας και την άλλη μέρα έτρεξε ο σύζυγός μου για να φέρει λίγο γάλα για τα παιδιά, πήγα να τρέξω και εγώ», περιγράφει εν συνεχεία η Χαρίτα Μάντολες και τα λόγια της καθηλώνουν.
«Ένα αεροπλάνο εκεί μυδραλιοβολούσε συνέχεια γι’ αυτό του φώναξα «πρόσεχε» και τότε άρχισε να φωνάζει ένας στρατιώτης πληγωμένος που μπήκε στο σπίτι μας. Και ο σύζυγός μου ήρθε με πήρε, τον πήραμε και βγήκαμε πάνω στο δικό μου σπίτι. Του έπλυνε τις πληγές, του τις έδεσε, πέταξε τα στρατιωτικά και του φόρεσε πολιτικά ρούχα. Σε λίγο ήρθε η μάνα της κοπέλας που γύρευε τον σύζυγο και τα παιδιά της και είπαν θα φύγουν αλλά εγώ δεν τις άφηνα. Αυτές ξεκίνησαν να περπατούν, εγώ τις έβλεπα από το παραθυράκι του μπάνιου μου. Εκεί, πιο πάνω, ήταν ένα σπίτι που είχε μέσα Τούρκους. Τις άρπαξαν και ακόμα δεν φάνηκες αυτές οι γυναίκες, ούτε νεκρές ούτε ζωντανές, αγνοούνται», θυμάται ακόμα η Χαρίτα Μάντολες.
«Άκουγα τα παιδιά που έκλαιγαν στον στάβλο»
«Εκείνη την ώρα ένας Τούρκος πέρασε από εκεί κοντά και τότε ξεκίνησαν οι όλμοι από τη θάλασσα, γύρω από τα σπίτια μας. Τότε είπαμε ότι θα πέσει πάνω μας. Άναψα κεριά, γονατίσαμε όλοι κάτω από τη δοκό του σπιτιού κι εγώ, από εκείνη την στιγμή, φαίνεται μου έδωσε πολλή δύναμη ο Θεός, γονάτισα δίπλα από τον στρατιώτη και τον ρωτούσα να μάθω ποιος ήταν.
Μου είπε: “Είμαι ο Χριστόφορος Γιατρού. Τρία χωριά μάζεψαν τους Μακαριακούς, τους έβαλαν στα λεωφορεία και μας κατέβασαν εδώ πιο κάτω από το σπίτι σας. Εκεί μας έστησαν ενέδρα οι Τούρκοι, οι αξιωματικοί μας έφυγαν και μας άφησαν. Τότε εγώ πληγώθηκα, έκανα τον νεκρό το βράδυ και όταν οι Τούρκοι έφυγαν, ήρθα και μπήκα στον φούρνο του σπιτιού σας και σας άκουγα τη νύχτα, τα παιδιά που έκλαιγαν στον στάβλο”», περιγράφει η Χαρίτα Μάντολες.
Η Χαρίτα Μάντολες πήγαινε κάθε μέρα στη Λευκωσία από τη Λεμεσό με φωτογραφίες θυμάτων και αγνοουμένων στον πόλεμο για να ενημερώνει τους τουρίστες: «Μαζί μας ήταν τα παιδιά από την ΕΛΔΥΚ, μας συμπαραστέκονταν και δεν μπορώ να το ξεχάσω. Αλλά το απόγευμα της Κυριακής μας βρήκαν οι Τούρκοι, μας έβγαλαν έξω, χτύπησαν πολύ τους άντρες, ποδοπάτησαν τα γάλατα των παιδιών μας και μας έφεραν μία Εγγλέζα κοντά μας ματωμένη με το μωρό της. Μας είπαν ότι θα μας πάρουν αιχμαλώτους».
«Έδωσε διαταγή να μας εκτελέσουν»
«Προχωρούσαμε συνέχεια, μέχρι κάποια στιγμή μας είπαν να στρίψουμε σ’ έναν αριστερό δρόμο. Μας είπαν να καθίσουμε κάτω από μία ελιά. Γονατίσαμε και προσευχόμασταν στον αρχάγγελο Μιχαήλ. Ήρθε ο αξιωματικός, στάθηκε και είπε: “Δεν ξέρω να μιλάω ελληνικά, ούτε αγγλικά, πώς θα συννενοηθώ μαζί μας;”. Σηκώθηκε μια γυναίκα που ζούσε σε χωριό με Τούρκους και τον ρώτησε “Τι θα μας κάνετε; Είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα”. Κι εκείνος έδειξε με το χέρι του να μας εκτελέσουν όλους. Έδωσε τη διαταγή κι έφυγε.
Περπατούσαμε δύο-δύο στη γραμμή και εκείνη τη στιγμή είδα έναν Τούρκο στρατιώτη να πυροβολάει δίπλα μου έναν άντρα, τον οποίο είχαν χτυπήσει πολύ. Έπεσε στη ρίζα της ελιάς, προσπάθησε να σηκωθεί και τον πυροβόλησαν πάλι. Ένιωσα να με κλωτσάει κάποιος για να πέσω κάτω, γιατί ο σύζυγός μου είχε πει “αν αρχίσουν να πυροβολούν πέσε κάτω και κάνε τη νεκρή”. Έτσι έκανα, δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Με χτυπούσαν, με κλωτσούσαν, το ένιωθα, αλλά δεν πίστευα ότι είμαι ζωντανή. Είδα το πρόσωπο της κορούλας μου και τότε πήρα δύναμη, σηκώθηκα και άρχισα να φωνάζω για τον άντρα μου που ήταν μπρούμυτα. Πήγα να τον αγγίξω, να δω αν προσποιείται και αυτός τον νεκρό, αλλά με τραβούσαν πίσω οι Τούρκοι, μας έπαιρναν τα χρυσαφικά. Προσπαθούσα, δεν τα κατάφερα», καταλήγει στις περιγραφές της η Χαρίτα Μάντολες, πριν πνιγεί η φωνή της απ’ τα δάκρυα.