Πώς αισθάνεται η λυρική τραγουδίστρια με τη διεθνή καριέρα που υποδύεται τη θρυλική Ελληνίδα σοπράνο δίπλα στην Αντζελίνα Τζολί; Τη συναντήσαμε λίγο πριν από την προβολή της πολυαναμενόμενης ταινίας «Maria» στις ελληνικές αίθουσες
Η μόνη που διαθέτει και τις δύο αυτές ιδιότητες, δηλαδή ό,τι πιο κοντά στην Κάλλας, είναι η Χριστιάνα Αλωνεύτη. Με φυσική ομοιότητα με τη μεγάλη πριμαντόνα και με συγκινητική φωνή, η Ελληνοκύπρια γεννημένη στην Αυστραλία λυρική τραγουδίστρια υποδύεται την ηρωίδα στη νεανική της ηλικία, όταν έκανε το ντεμπούτο της στη Βενετία. Γεννημένη στη Μελβούρνη, με σπουδές στις Διεθνείς Σχέσεις και τη Μετάφραση σε Αυστραλία και Γαλλία, την κέρδισε τελικά η όπερα. Τραγουδάει και βραβεύεται σε όλο τον κόσμο με βάση το Μόναχο, όμως πάντα επιστρέφει στην Ελλάδα γιατί η ελληνική της ταυτότητα είναι αυτή που την καθορίζει. Τη συνάντησα στις πρόβες για τη συναυλία που θα δώσει στην Αθήνα, στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, στις 14 Νοεμβρίου.
Gala: Σε ποια γλώσσα θέλετε να μιλήσουμε;
Χριστιάνα Αλωνευτή: Η μητρική μου γλώσσα είναι τα ελληνικά, όμως μεγαλώνοντας έπρεπε να μιλάω αγγλικά, οπότε τώρα πια αυτά είναι η πρώτη μου γλώσσα. Ο πατέρας μου μετανάστευσε από την Κύπρο στην Αυστραλία αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και γνώρισε τη μητέρα μου, η οποία είχε γεννηθεί εκεί από γονείς Κύπριους. Ζώντας σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία στη Μελβούρνη, ανάμεσα σε ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων, ερχόμουν σε επαφή με πολλές γλώσσες. Στο σχολείο έκανα ιταλικά και καθώς η μητέρα μου συνεργαζόταν με έναν οίκο που εξέδιδε βιβλία ιταλικής γραμματικής, τα τελειοποίησα, κάτι που μου φάνηκε αργότερα πολύ χρήσιμο στο ιταλικό ρεπερτόριο της όπερας. Σπουδάζοντας στη Γαλλία έμαθα γαλλικά και από τότε που μένω στη Γερμανία έμαθα και γερμανικά. Τώρα θέλω να μελετήσω και ρώσικα ή τσέχικα γιατί τραγουδάω σλαβική όπερα.
G.: Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στη μεγαλύτερη ελληνική πόλη του εξωτερικού;
Χ.Α.: Η ελληνική μου ταυτότητα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του ποια είμαι σήμερα και ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνις. Πήγα σε ελληνικό σχολείο και παράλληλα ο πατέρας μου, ο οποίος θεωρούσε πολύ σημαντικό να συμμετέχουμε στην κοινότητα, με πήγαινε κάθε εβδομάδα στη χορωδία. Μαθαίναμε ελληνικά τραγούδια και δίναμε συναυλίες σε όλη την Πολιτεία της Βικτώριας. Οπότε η πρώτη μου επαφή με τη μουσική ήταν με την ελληνική, όχι με την κλασική. Γύρω στα 16 μου εγκατέλειψα το όνειρο να γίνω η επόμενη Μπιγιονσέ επειδή η φωνή μου είχε χαρακτηριστικά που ταίριαζαν περισσότερο στην κλασική μουσική. Η δασκάλα μου μού πρότεινε να δοκιμάσω άριες και είδα ότι όχι μόνο μου πήγαιναν, αλλά και ότι τραγουδώντας αυτή τη μουσική γέμιζα συναισθήματα.
G.: Ποιοι είναι οι πιο αγαπημένοι σας ρόλοι στην όπερα;
Χ.Α.: Η πρώτη όπερα που είδα ήταν η «Κάρμεν». Αυτό το έργο συνδυάζει όλες τις οπερατικές αρετές στον μέγιστο βαθμό, οπότε αμέσως κατάλαβα τι ήθελα να τραγουδήσω – δεν είναι όμως για τη φωνή μου. Τώρα η αγαπημένη μου, νομίζω, είναι ο «Ευγένιος Ονέγκιν» του Τσαϊκόφσκι και ο ρόλος της Τατιάνας. Οι μελωδίες του και όλο το σλαβικό πάθος με συνεπαίρνουν. Είμαι λυρική σοπράνο για ρόλους όπως η Λεονόρα στο «Τροβατόρε» και η Τσο Τσο Σαν στη «Μαντάμα Μπατερφλάι». Μέχρι σήμερα έχω τραγουδήσει πολλούς νεανικούς, δεύτερους ρόλους, καθώς ήμουν νεότερη. Τώρα, μεγαλώνοντας, ετοιμάζομαι για το ρεπερτόριο της πριμαντόνα που ταιριάζει στη φωνή μου. Για να το τραγουδήσεις πρέπει να ωριμάσει όχι μόνο η φωνή σου, αλλά και η ψυχή σου. Πρέπει να έχεις εμπειρίες, να ξέρεις τι σημαίνει να ραγίζει η καρδιά σου, να αρρωσταίνεις και να θεραπεύεσαι. Αυτοί οι ρόλοι χρειάζονται χρόνο και είμαι ευγνώμων που έχω φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο στη ζωή μου, ώστε να μπορώ να αρχίσω το ταξίδι μαζί τους.
G.: Πώς πήρατε τον ρόλο στην ταινία;
Χ.Α.: Είδα μια ανάρτηση σε μια ομάδα τραγουδιστών όπερας.
Αναζητούσαν μια σοπράνο με εμφάνιση παρόμοια με της Κάλλας. Απάντησα, έστειλα τη δουλειά μου, πέρασα από διάφορες οντισιόν και τελικά η διευθύντρια κάστινγκ Σοφία Δημοπούλου με διάλεξε. Τον περασμένο Νοέμβριο πήγα στη Βουδαπέστη για τα γυρίσματα. Η σκηνή μου κινηματογραφήθηκε στην Κρατική Οπερα, η οποία υποτίθεται ότι είναι το La Fenice της Βενετίας, όπου η Κάλλας έκανε το θριαμβευτικό της ντεμπούτο με την Ελβίρα από την όπερα «Οι Πουριτανοί». Ηταν μια θαυμάσια εμπειρία να υποδύομαι το ίνδαλμά μου. Το ότι συμμετείχα στην ταινία, στον ρόλο της σπουδαιότερης καλλιτέχνιδος του 20ού αιώνα, ήταν τεράστια τιμή για μένα.
G.: Ποια ήταν η πιο δυνατή σας στιγμή στην εμπειρία της κινηματογραφικής παραγωγής;
X.A.: Νομίζω, ήταν όταν τραγουδούσα στη σκηνή. Στην όπερα έχουμε μόνο μια ευκαιρία για να ερμηνεύσουμε. Στα γυρίσματα, όμως, μπορείς να το επαναλαμβάνεις μέχρι να το πετύχεις. Εκείνη τη μέρα πρέπει να είπα την άρια δέκα φορές. Μου άρεσε τόσο πολύ αυτή η διαδικασία, όλοι στην ομάδα ήταν εξαιρετικοί επαγγελματίες. Γνώρισα και την Αντζελίνα Τζολί, που γύριζε στο ίδιο θέατρο τη σκηνή όπου η Κάλλας τραγουδάει «Μήδεια». Με μάγεψε τόσο η κινηματογραφική εμπειρία ώστε θέλω να την ξαναζήσω. Πιστεύω ότι έχω πολλά να δώσω και στον κινηματογράφο και στην όπερα. Η ύψιστη αποστολή του καλλιτέχνη είναι να προσφέρει την τέχνη του στην κοινωνία.
G.: Γιατί διαλέξατε τη Γερμανία ως βάση σας;
X.A.: Η χώρα διαθέτει περισσότερες από 80 όπερες, οπότε προσφέρει εξαιρετικές δυνατότητες στους καλλιτέχνες. Επιπλέον υπάρχει και ένα σύστημα υποστήριξης. Τα γερμανόφωνα κράτη, Γερμανία, Αυστρία και Ελβετία, εξασφαλίζουν τίμια εργασία στους ανθρώπους της τέχνης. Αυτό σημαίνει ότι μπορείς να εργάζεσαι και συγχρόνως να γίνεις μητέρα, να κάνεις οικογένεια και να ζήσεις μια φυσιολογική ζωή. Η γερμανική κυβέρνηση επιδοτεί τα θέατρα και οι ελεύθεροι επαγγελματίες μπορούν να έχουν κοινωνική ασφάλιση. Εγώ μπορώ δηλαδή να ζω από το επάγγελμά μου και να έχω και ένα μέλλον.
G.: Τι σημαίνει για εσάς ελληνική ταυτότητα;
Χ.Α.: Ο πατέρας μου μού έλεγε ότι είμαι ελεύθερη να γυρίσω όλο τον κόσμο, αλλά πάντα πρέπει να θυμάμαι τρία πράγματα: την πατρίδα μου, την πίστη μου και τη γλώσσα μου. Αυτά τα τρία στοιχεία είναι τα θεμέλια της ταυτότητάς μου. Μπορεί να δουλεύω σε όλο τον κόσμο, αλλά σε όλο τον κόσμο είμαι Ελληνίδα. Πιστεύω ότι εμείς οι Ελληνες και οι Κύπριοι καλλιτέχνες πρέπει να συνεργαζόμαστε για να ενώσουμε τις φωνές μας ώστε να γίνουμε ορατοί. Χρειάζεται να υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλον και να μας υποστηρίζουν. Εχουμε θαυμάσιους σκηνοθέτες στο Λος Αντζελες, ενδυματολόγους, σχεδιαστές μόδας, πολλούς Ελληνες τραγουδιστές στις όπερες της Γερμανίας. Είναι σημαντικό να τους τιμούμε και να τους ξεχωρίζουμε.
G.: Τι απαντάτε σε αυτούς που θεωρούν ότι η όπερα είναι ξεπερασμένη;
Χ.Α.: Η όπερα θεωρείται η υψηλότερη των μορφών τέχνης γιατί περιέχει και εκφράζει τα πιο ακραία συναισθήματα και εμπειρίες της ανθρώπινης ύπαρξης και αυτό είναι διαχρονικό και αξεπέραστο. Μεγάλοι συνθέτες και ερμηνευτές εξελίσσονταν συνεχώς και χτίζονταν πάνω στην ομορφιά και την εκφραστικότητα των προκατόχων τους. Μέσα από τη δική μου συμβολή και ερμηνεία θα συνεχίσω να προσφέρω σε αυτή τη μορφή τέχνης με δύναμη, παρουσία και χάρη. Η Μαρία Κάλλας είναι πάντα η έμπνευση που καθοδηγεί εμένα και όλους τους καλλιτέχνες να συγκινήσουμε και να δημιουργήσουμε χωρίς φόβο. Το καλλιτεχνικά άνυδρο κλίμα μετά τον COVID απαιτεί απεριόριστη δημιουργικότητα και νομίζω ότι η μαγεία βρίσκεται στη συγχώνευση όλων των τεχνών που πετυχαίνει η όπερα.