Eίναι ο αγαπημένος συγγραφέας των παιδιών. Ο Ευγένιος Τριβιζάς έχει γράψει πάνω από 200 βιβλία, μεταξύ των oποίων μυθιστορήματα, θεατρικά, αλφαβητάρια, διηγήματα, κόμικς και εκπαιδευτικά βιβλία.
Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του αποκαλύπτει πώς ξεκίνησε να γράφει Παραμύθια.
«Όταν ήμουν μικρός και μου διάβαζαν κάποια ιστορία και όταν έφτανε στο “και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”, αισθανόμουν προδομένος. Σαν να με εγκατέλειπαν οι ήρωες που είχα ζήσει μαζί τις περιπέτειές τους. Οπότε προσπαθούσα με τον νου μου να πάω παρακάτω το παραμύθι», λέει προσθέτοντας πως το βιβλίο που καθόρισε την απόφασή του να ασχοληθεί με την εγκληματολογία ήταν τα βιβλία από τη βιβλιοθήκη του πατέρα του που του κέντρισαν την προσοχή.
Συγκεκριμένα, «ήταν ένα βιβλίο ενός Άγγλου συγγραφέα της βικτωριανής εποχής που είχε γράψει μια ιστορία για ένα παιδάκι, το οποίο, επειδή ήταν άτακτο, οι γονείς του το τιμώρησαν και δεν το άφησαν να πάρει μέρος στο γιορτινό τραπέζι. Το παιδάκι έμεινε νηστικό στο δωμάτιό του, ενώ οι συγγενείς του έτρωγαν το πλουσιοπάροχο δείπνο, το οποίο περιελάμβανε και μανιτάρια που ήταν δηλητηριώδη. Πεθαίνει όλη η οικογένεια εκτός από το παιδί. Έρχεται ένας αστυνομικός να διαπιστώσει τους θανάτους και ξαφνικά βλέπει ένα παιδί στο πάνω μέρος της σκάλας να κοιτάζει και απορημένος ρωτά “εσύ πώς ζεις”. Και το παιδί απαντά “εγώ ζω επειδή ήμουν άτακτος”. Αυτό μου έκανε τεράστια εντύπωση τότε, ότι το καλό ανταμείβεται και η αταξία τιμωρείται, και αυτό το περιστατικό με είχε προβληματίσει πάρα πολύ. Πάντα με ενδιέφερε γιατί ο άλλος είναι κακός ή γιατί είναι τρελός. Αυτά τα ερωτηματικά με οδήγησαν στο να σπουδάσω εγκληματολόγος».
Μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε Ελλάδα και Βρετανία, όπου εργάζεται. Σπούδασε νομικά, οικονομικά και εγκληματολογία, την οποία και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ. Με αυτή την ιδιότητα μιλά για την έξαρση των περιστατικών νεανικής εγκληματικότητας. «Ξέρετε, υπάρχουν δύο αντικρουόμενες σχολές στην εγκληματολογία. Η μία πιστεύει ότι τα παιδιά γεννιούνται αγγελούδια, είναι καλά και ότι οι κοινωνικές συνθήκες και οι αντιξοότητες τα οδηγούν στον δρόμο του κακού. Η άλλη σχολή υποστηρίζει ότι τα παιδιά γεννιούνται “διαβολάκια” και μόνο όταν η οικογένεια και η κοινωνία καταφέρουν να τα κοινωνικοποιήσουν γίνονται νομοταγείς πολίτες. Μάλιστα, ένας εγκληματολόγος είχε πει πως αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσε μια κοινωνία να είναι σαν τα παραμύθια του Γκιούλιβερ, με τους ενήλικες να είναι μικροσκοπικοί και τα παιδιά γίγαντες, θα ήταν μια κοινωνία εγκληματική, γιατί τα παιδιά έχουν άγρια ένστικτα και αν είχαν τη δύναμη να τα εκφράσουν θα ήταν μια κοινωνία 100% εγκληματική. Τείνω προς τη δεύτερη σχολή. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό αυτό το “διαβολάκι” να το κάνουμε να υπακούει τον νόμο. Σε αυτό παίζει τεράστιο ρόλο η οικογένεια, οι συνθήκες στις οποίες ανατρέφεται το παιδί».