Τα φίδια διαθέτουν δύο δόντια με τα οποία δαγκώνουν τα θύματα τους και εγχέουν μέσω του δαγκώματος το δηλητήριο τους. Σε μια πρώτη στο είδος της ανακάλυψη, βρέθηκε ένα άγνωστο είδος οχιάς με τρεις εξαιρετικά αιχμηρούς, δηλητηριώδεις κυνόδοντες επιτρέποντας έτσι στο φίδι να εγχέει περισσότερες ποσότητες δηλητηρίου στα θύματα του.
«Αυτό είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Γνωρίζαμε το φίδι αλλά δεν είχαμε παρατηρήσει το τρίτο δόντι το οποίο εντοπίσαμε πριν από ένα έτος και αρχικά πιστέψαμε ότι είναι κάτι προσωρινό και θα εξαφανιστεί αλλά τελικά αυτό δεν συνέβη.» λέει είπε ο Μπίλι Κολέτ, διευθυντής στο Αυστραλιανό Πάρκο Ερπετών όπου εντοπίστηκε το φίδι το οποίο ανήκει σε ένα είδος της οικογένειας ακάνθοφις (Acanthophis) που είναι γνωστές ως «οχιές θανάτου» και ζουν στη φύση στην Αυστραλία, τη Νέα Γουινέα και γειτονικά νησιά.
Είναι από τα πιο δηλητηριώδη φίδια πάνω στη Γη. Παρά την κοινή ονομασία τους, που προήλθε από την παρόμοια εμφάνισή τους, δεν είναι οχιές, δηλαδή δεν ανήκουν στην οικογένεια Viperidae (εχιδνίδες), αλλά στις ελαπίδες, δηλαδή είναι συγγενικά με τις κόμπρες. Η ονομασία της οικογένειας προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ἄκανθος ( αγκάθι) και ὄφις ( φίδι), και αναφέρεται στην άκανθα (αγκάθι) στην ουρά των φιδιών αυτών.
Αυτός ο τρίτος κυνόδοντας, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα σε έναν από τους άλλους κυνόδοντες στην αριστερή πλευρά του στόματος του φιδιού παράγει δηλητήριο. Αυτό σημαίνει ότι το φίδι έχει πολύ μεγαλύτερη παραγωγή δηλητηρίου ανά δάγκωμα καθιστώντας το ακόμη πιο θανατηφόρο.
«Αυτό το εξαιρετικά σπάνιο φίδι μπορεί στην πραγματικότητα να είναι η πιο επικίνδυνη οχιά θανάτου στον κόσμο. Ο επιπλέον κυνόδοντας είναι το αποτέλεσμα μιας μετάλλαξης που δεν έχουμε ξαναδεί» λέει ο Κολέτ.
Η ανακάλυψη έγινε κατά τη διάρκεια προσπάθειας συλλογής δηλητηρίου από τους επιστήμονες του πάρκου στο πλαίσιο πολυετούς προγράμματος ανάπτυξης αντιδότων για δαγκώματα δηλητηριωδών φιδιών που υπάρχει στο πάρκο.
Πηγή: Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ