Φεύγουν οι άνθρωποι. Φεύγουν από δίπλα σου, απ’ τη ζωή σου, απ’ τον κόσμο σου. Φεύγουν και γίνονται αναμνήσεις κάπου στο βάθος του μυαλού.
Σκέψεις σκόρπιες και πρόσωπα θολά, δίχως χρώματα κι αρώματα. Μόνο μια αίσθηση σου αφήνουν, μοναδική ο καθένας, απ’ ότι μπόρεσε να σε κεράσει για όσο βρέθηκε στο δρόμο σου.
Φεύγουν οι άνθρωποι και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι. Στιγμές χαράς, στιγμές απώλειας. Τρενάκι που ανεβοκατεβαίνει η ζωή με επιβιβάσεις άγνωστες κι αναχωρήσεις ξαφνικές.
Εσύ ριζωμένος στο κάθισμα κοιτάς απ’ το τζάμι τους σταθμούς και στέκεσαι ακίνητος. Σαν τους εφιάλτες που σε βρίσκουν τη νύχτα να προσπαθείς να ουρλιάξεις και φωνή να μη βγαίνει.
Φεύγουν εκείνοι που έχουν έρθει για καλό. Που σε γεμίζουν με αγάπη και καλοσύνη. Εκείνοι που μαζί τους νιώθεις τις μέρες ομορφότερες και τα ποτήρια μισογεμάτα. Εκείνοι που η φωνή τους σε ηρεμεί και οι συμβουλές τους σε πάνε ένα βήμα παρακάτω. Απομακρύνονται και χάνονται και δεν μπορείς μήτε να θυμώσεις, μήτε να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Μόνο να το υπομείνεις μπορείς.
Είναι δύσκολη η απώλεια. Είναι μεγάλο το κενό. Είναι τρύπες μέσα σου που θα μείνουν πάντα έτσι. Κενές. Δεν μπαζώνονται, δεν καλύπτονται, δε φτιάχνονται. Μένουν τρύπες. Κανένας άλλος δεν μπορεί να αναπληρώσει το κενό εκείνου που φεύγει. Δεν υπάρχει αντικαταστάτης, ούτε αναπληρωματικός. Μοναδικοί άνθρωποι, μοναδικό και το άδειασμα που αφήνουν με το φευγιό τους.
Δεν παλεύεται ο χαμός. Δεν ξεπερνιέται, δεν ξεχνιέται. Όσο και να περνάει ο χρόνος, όσο και να αλλοιώνονται τα πρόσωπα, πάντα μια στιγμή, μια σκηνή, μια μυρωδιά, μια φράση, θα έρθει να χτυπήσει μέσα σου το δικό σου, προσωπικό καμπανάκι της μνήμης. Θα θυμηθείς.
Δε σου έχει απομείνει και τίποτα άλλο να κάνεις, πουθενά να πιαστείς. Μόνο να θυμηθείς μπορείς. Να θυμηθείς και να αγγίξεις για λίγα δεύτερα τον άνθρωπο που έχασες.
Θυμάσαι και χαμογελάς. Θυμάσαι και δακρύζεις. Πόσα γέλια, πόσους τσακωμούς μοιραστήκατε. Πόσες φορές είχε δίκιο και πόσες έκανε πίσω στο πείσμα σου. Κανείς δε σε νοιαζόταν έτσι. Δεν έχει σημασία το πόσο νοιαζόταν. Σημασία έχει το πως νοιαζόταν κι αυτό το «πώς» δεν μπορείς να το ξαναβρείς. Είπαμε. Μοναδικά τα κενά. Μοναδικός κι ο τρόπος που δημιουργήθηκαν.
Φεύγουν οι άνθρωποι που δέθηκες μαζί τους. Εκείνοι που τους χάρισες τα πιο «πολλά» σου κι αρκέστηκαν στα «λίγα» σου. Εκείνοι που μιλούσαν στην καρδιά σου κι άκουγαν τα μάτια σου.
Φεύγει η οικειότητα και η ασφάλεια που ένιωθες μαζί τους. Χώνονται σε μια βαλίτσα μαζί με όσα άλλα δώρα έφεραν όταν μπήκαν στη ζωή σου.
Στέκεσαι μόνος πια να ρωτάς γιατί. Μετράς πληγές κι αρνείσαι να προχωρήσεις. Κανείς δε θα ‘ναι σαν κι αυτούς που «έφυγαν». Εσύ το ξέρεις και πονάς περισσότερο. Πώς να τα βάλεις με το θάνατο; Πώς να γυρίσεις πίσω το χρόνο; Πώς να χαρίσεις ζωή σε κάτι που μέσα σου κατακτά την αθανασία;
Φεύγουν οι άνθρωποι που αγαπάς περισσότερο. Λες και μια μαγική δύναμη στους έστειλε για λίγο. Τόσο όσο να δεις το καλό και ποτέ να μη συμβιβαστείς με τίποτε λιγότερο.