Διαβάστε εδω το πρώτο μέρος της ναυτικής ιστορίας του συμπατριώτη μας Γαβριήλ Παναγιωσούλη “Οσα φέρνει μια μέρα”..
===
Είχε νυχτώσει πια πυκνό το σκοτάδι, κόπηκε το ηλεκτρικό ρεύμα αφού οι ηλεκτρογεννήτριες ήταν ατμοκίνητες, μια νεκρική ατμόσφαιρα πλανιόταν στον αέρα, τα τρόφιμα είχαν εξαντληθεί, κι εμείς γυρίζαμε σαν ξόανα στην κουβέρτα, μερικοί είχαν ξαπλώσει στις μπουκαπόρτες των αμπαριών, άλλοι σκυμμένοι στην κουπαστή ρίχνανε καθετές για ψάρεμα. Μας διπλάρωσαν μερικά μονόξυλα με ντόπιους, μας είπαν με νοήματα ότι κάτσαμε σε ξέρα, σαν ξημέρωσε καταλάβαμε ότι το βαπόρι έπλεε ήρθε η παλίρροια, αμέσως φουντάρισαν την άγκυρα…
Το βαπόρι μέσα ήταν σαν φέρετρο δεν λειτουργούσε τίποτα ούτε νερό ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε ψυγεία. Με μια χειροκίνητη αντλία βγάζαμε νερό από το deep-tank το αφήναμε στο ποτήρι να κατακάτσει η άμμος και πίναμε. Η κουζίνα λειτουργούσε με πετρέλαιο ήταν το δοχείο αυτό στο boat deck και κατέβαινε με την βαρύτητα στην κουζίνα εκεί ένα ηλεκτρικό μοτέρ το εξαέρωνε σαν ομπρέλα και βάζαμε φωτιά…
Όπως δεν υπήρχε ρεύμα για το μοτέρ, ένα πλοίο του Ωνάση αυτά τα άσπρα αν θυμάμαι καλά το Olympic Sky σταμάτησε μακριά μας να μας προσφέρει βοήθεια, δεν θυμάμαι αν ήρθε βάρκα επάνω με αξιωματικούς τους αλλά δεν μπορούσε να πλησιάσει πιο πολύ ένεκα που τα νερά ήταν ρηχά… εν τέλει έφυγε…
Την δεύτερη μέρα ήρθε ένα μεγάλο ρυμουλκό από το Άντεν, σημαία Δανίας μας έδωσε δυο σακιά αλεύρι και κάτι Γιαπωνέζικες κονσέρβες, προσπαθήσαμε να ζυμώσουμε ήταν καμένο… Καθόμαστε απελπισμένοι πάνω στα αμπάρια, ζητήσαμε από το ρυμουλκό μια βάρκα με μηχανή να πάμε στην στεριά μήπως έχουν τίποτα ζωντανά να αγοράσουμε.
Πράγματι πήγαμε έξω περπατήσαμε 3-4 μέτρα στην θάλασσα γιατί η βάρκα δεν μπορούσε να πλησιάσει στην στεριά. Ήμασταν ο Υποπλοίαρχος, ο Β! μηχανικός κι εγώ.
Μαζί μας και ο από το Άντεν πλήρωμα της βάρκας. Ένας φύλαρχος με άσπρη κελεμπία καλυμμένο το κεφάλι, μας είπε να φύγουμε και αυτοί θα πήγαιναν στο βουνό να πιάσουν κατσίκες και να πάμε την άλλη μέρα….
Ένα σωρό πιτσιρίκια μας είχαν περικυκλώσει οι μύγες σαν σύννεφο τους σκέπαζαν τα μάτια. Ένα από αυτά ήρθε και μου έδωσε έναν άσπρο κόκορα του έδωσα δυο λίρες ανατολικής Αφρικής που μου έδωσε ο της βάρκας και γυρίσαμε στο βαπόρι…
Την άλλη μέρα το πρωί μας λέει ο ναυαγοσώστης έπεσαι ο αέρας ετοιμαστείτε θα σας ρυμουλκήσω στο Άντεν, έκοψαν την Άγκυρα μας έδεσαν και αρχίσαμε να πλέουμε.
Ξαφνικά το βαπόρι άρχισε να κλίνει προς την αριστερή πρυμναία πλευρά, το αμπάρι # 3 έμπαζε νερά. Κοίταξα απέναντι, στο βάθος φαινόταν οι ακτές της Σομαλίας. Σταμάτησε το ρυμούλκημα.
Βατραχάνθρωποι από το ναυαγοσωστικό βούτηξαν έκλεισαν με σφήνες τις τρύπες από τα καρφιά που είχαν φύγει στην ξέρα της Σοκότρας και συνεχίσαμε να πλέουμε προς Άντεν.
Μετά από 3 μέρες φτάσαμε στο Άντεν εκεί καινούργιο πλήρωμα περίμενε σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί ήρθαν από την Ελλάδα, καπετάνιος ήρθε ένα Κεφαλονίτης Βάρτσαμος… αμέσως δόθηκε εντολή να ξεμπαρκάρουν όλα τα ζώα εκεί με αποχαιρέτισε μια ξανθή Μαϊμού, που την έφερνε στο σαλόνι ένας αξιωματικός και καθόταν δίπλα του όταν σερβίριζα φαγητό κι αυτή με κοίταζε και μου έδειχνε τα δόντια της… ήξερα ήμασταν εχθροί… ένας συριανός ο Μαθιός είχε κι αυτός ένα πίθηκο στην πρύμη, έφυγε κι αυτός
Έμειναν ο κόκορας κι ένας μαύρος γάτος …
Εργάτες μετατόπισαν το φορτίο μινεράλι βρήκαν τις τρύπες από τα καρφιά που μας είχαν φύγει τις έκλεισαν με τσιμέντο και πήραμε καύσιμα κι ετοιμαστήκαμε για να περάσουμε του Σουέζ για Ολλανδία…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Και απόψε με καθήλωσες Γαβρίλη!!!!!