Επιτέλους έφθασε και το καλοκαίρι, θα έλεγα μαζί και η αρχή της τεμπελιάς, ή μάλλον λέω ας απολαύσομε τον ήλιο την καλοκαιρία κι άσε κατά μέρος τις υποχρεώσεις… μια καλοκαιρινή ραστώνη… Οτιδήποτε γράφω είναι δικής μου σκέψης και προέλευσης (origin)
Απ την ζωή των Τροπικών
Σαν βράδιασε, μες το βαθύ σκοτάδι μαζευτήκαν κι άλλοι γείτονες ανάψαμε ένα καντήλι πετρελαίου όπου το φυτίλι έβγαζε συνέχεια καπνό για να διώχνει τα κουνούπια κι άρχισαν τα παραμύθια και τις διηγήσεις.
Μια φορά κι έναν καιρό, άρχισε ο πιο ηλικιωμένος όταν ακόμη τα δένδρα μιλούσαν…
Ένας που δούλευε για την αστυνομία και στην δίωξη λαθρεμπορίου ξαπλωμένος σε μια αιώρα ιδιοκτήτης ενός κόκκινου τζιπ έπιασε συζήτηση μαζί μου και με συμβούλευε πώς να αποφεύγω τους αστυνομικούς όταν οδηγώ, μην σταματάς πάτα γκάζι και φεύγε, εδώ είμαι εγώ. Η αλήθεια είναι ότι μετά γίναμε φίλοι, με άφησε να οδηγώ το τζιπ του κι εγώ νόμιζα ότι ήμουν ο προύχοντας του τόπου. Το τέλος του ήταν ότι τον σκότωσαν πισώπλατα. Σαν κουραζόμαστε βρίσκαμε την ευτυχία σε ψάθινα κρεβάτια, κουκουλωμένοι με κουνουπιέρες, σε ένα βαθύ σκοτάδι μόνο το φτερουγίσματα από νυχτερίδες και αλυχτίσματα από άγρια ζώα ακουγόταν.
Για κάθε ενδεχόμενον είχαμε και από ένα machete δίπλα μας.
Στην όχθη του ποταμού κρυμμένη μέσα σε φοίνικες και λασπόνερα ήταν μια καντίνα μπαρ, εκεί σύχναζαν στρατιώτες και γυναίκες, δηλαδή μικρές πιτσιρίκες, έπιναν και χόρευαν, έτσι όπως ήταν κουρεμένοι κοντοί έμοιαζαν, σαν νυχτερινοί διάβολοι. Όχι, όπου έμπαιναν στρατιώτες δεν ζύγωναν οι πολίτες.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Ο Ιβάν δούλευε τελωνειακός