Μετράμε μια χρεοκοπία το 2010, μια δεύτερη το 2015 και προετοιμαζόμαστε για την τρίτη.
Οσοι ισχυρίζονται ότι η κανονικότητα έχει επιστρέψει στη ζωή μας, ότι η χώρα είναι μια κανονική χώρα και η κυβέρνηση είναι μια κανονική κυβέρνηση, κάνουν συγκρίσεις και επιστρατεύουν παραδείγματα: Και ο Αντρέας ήταν λαϊκιστής. Και ο Αυριανισμός πάντα ήταν διχαστικός. Και το Πασόκ άλλαξε, όταν κατέκτησε την εξουσία το 1981.
Γράφει ο Φώτης Γεωργελές
Οι συγκρίσεις που κάνουν, αναφέρονται συνήθως σε μια εποχή που απέχει 35 με 40 χρόνια από σήμερα. Αναλογικά, είναι σαν να αντιμετωπίζαμε τότε, τη δεκαετία του ’80, τις χυδαιότητες εναντίον του Μάνου Χατζηδάκι και των υπόλοιπων θυμάτων συγκαταβατικά και με μπλαζέ ύφος λέγοντας: Πάντα έτσι ήταν τα πράγματα στη χώρα, και στον Εμφύλιο βομβαρδίζαμε ο ένας τον άλλον με βόμβες Ναπάλμ.
Περισσότερο απέχει το 1981 από σήμερα, απ’ όσο η δεκαετία του ’80 από τον Εμφύλιο. Δεν ήμασταν καθόλου συγκαταβατικοί όμως τότε, αντίθετα, μας είχε φανεί φριχτό, γι’ αυτό το θυμόμαστε και το αναφέρουμε μέχρι σήμερα. Σήμερα, τα αδιανόητα εκείνης της εποχής ακούγονται ακόμα και από υπουργούς.
Αλλά ας δεχτούμε για την οικονομία της συζήτησης αυτή τη λαθροχειρία, να συγκρίνεις γεγονότα που απέχουν κοντά μισό αιώνα. Πράγματι, μπορεί κάποιος που μπήκε στην ΚΝΕ το 1989, έτος που κατέρρευσε ο κομμουνισμός, το 2019, μετά από 30 χρόνια, να γίνει Πασόκ. Πασόκ του 1981, βεβαίως. Μπορεί επίσης σε άλλα 30 χρόνια, το 2049, να εξελιχτεί σε εκσυγχρονιστή σοσιαλδημοκράτη, όπως ήταν το Πασόκ του Σημίτη το 2000. Έτσι αργά-αργά και με προσοχή στην ιστορική εξέλιξη, ίσως στο τέλος του 21ου αιώνα, να συγχρονιστεί και με τις απαιτήσεις της εποχής μας. Άλλωστε, τι σημασία έχει ένας αιώνας στην ιστορία του έθνους;
Όμως γιατί την κάνουμε αυτή τη συζήτηση; Ποιον απασχολεί; Σε ποια ανάγκη της εποχής μας απαντάει; Θα φανεί πόσο άσχετη συζήτηση είναι, αν επεκτείνουμε το ερώτημα και στον άλλο κυβερνητικό εταίρο. Θα μπορούσε η Έλενα Κουντουρά, ο Κουίκ, ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, ο ίδιος ο Προκόπης Παυλόπουλος, να γίνουν ΝΔ; Γιατί να μην μπορούσαν; ΝΔ δεν ήταν άλλωστε πριν 5 χρόνια; Αυτή η ΝΔ, όμως, που εκτροχίασε τη χώρα. Ρώτησε ποτέ κανένας αν ο Σαμαράς ήταν φιλελεύθερος; 8 χρόνια μνημονίων, μας απασχόλησε ποτέ ποιος ήταν φιλελεύθερος, ποιος λαϊκός δεξιός και ποιος σοσιαλδημοκράτης; Ποτέ αυτά τα χρόνια το πρόβλημα δεν ήταν κομματικό. Αντιθέτως, οι διαφορετικές επιλογές διέτρεχαν οριζοντίως τα κόμματα. Και η αντίθεση ήταν πάντα η ίδια: Μεταρρυθμίσεις ή διατήρηση της παλιάς Ελλάδας.
Όταν η χώρα χρεοκόπησε, στο δημόσιο διάλογο συγκρούστηκαν δύο διαφορετικές ερμηνείες της πραγματικότητας, δύο διαφορετικές πολιτικές. Η κυρίαρχη, αυτή που επικράτησε και την πληρώνουμε ακόμα, έλεγε ότι η χώρα μια χαρά ήταν, μέχρι που η Δύση, η Ευρώπη, οι Γερμανοί, οι δανειστές μας, θέλησαν να μας κάνουν «αποικία χρέους». Κι εμείς αντιστεκόμαστε. Ακόμα και σήμερα, η «αυταπάτη» έγκειται στο ότι «πιστέψαμε πως μπορούσαμε να αλλάξουμε τους συσχετισμούς δυνάμεων και δεν τα καταφέραμε». Όχι ότι δεν είχαμε δίκιο. Αυτή η διπλή γλώσσα η οποία εκφράζεται ακόμα και σήμερα, που η αντιμνημονιακή ρητορική είναι κυβέρνηση και εφαρμόζει μνημόνια, κρατάει πάντα εγκλωβισμένη τη χώρα στα αδιέξοδα. Η άλλη πολιτική, η οποία έλεγε, χρεοκοπήσαμε, τι να κάνουμε, ας σηκώσουμε τα μανίκια να δούμε πώς προχωράμε, δεν έγινε ποτέ πλειοψηφική, ακόμα κι όταν κυβερνούσε. Γι’ αυτό άλλωστε τα 2 χρόνια του ΓΑΠ και τα 2,5 των Σαμαρά-Βενιζέλου ήταν εύθραυστα, παραπατούσαν και τελικά κατέρρευσαν, ενώ τα 4 χρόνια των Τσίπρα-Καμμένου κυλάνε αδιατάρακτα.
Η «αντιμνημονιακή απάτη», ο τρόπος δηλαδή του συστήματος εξουσίας να αποτρέψει τις αλλαγές που επιβάλλονται, τις μεταρρυθμίσεις και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας, ήταν διακομματική και αδίστακτη. Από την άλλη μεριά υπήρχαν σπασμωδικές ενέργειες, μπρος πίσω, δισταγμοί και προσπάθειες κατευνασμού των πολιτικών πελατών που εγκατέλειπαν τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα για να πάνε στους δύο αντικαταστάτες τους, οι οποίοι, αυτοί πια υπόσχονταν τις παλιές καλές μέρες της ευδαιμονίας με ξένα λεφτά.
Παρόλα όσα δικαίως καταλογίζουμε στις πρώτες κυβερνήσεις της κρίσης, προσπάθησαν, έστω με μισή καρδιά και με παλινδρομήσεις, να οδηγήσουν τη χώρα στη σωτηρία. Δεν γίναμε Βενεζουέλα. Όταν η Ελλάδα χρεοκόπησε, ενώ δεν προβλεπόταν τίποτα τέτοιο από τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η χώρα πέτυχε να λάβει το μεγαλύτερο κρατικό δάνειο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στην πράξη, οι εταίροι και σύμμαχοί μας ανέλαβαν όλα τα χρέη μας προς τις αγορές, που μέχρι τότε μας δάνειζαν, και τα έκαναν δάνεια των κρατών και των πολιτών τους. Εν συνεχεία η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη επίσης διαγραφή χρέους στην ιστορία. Και στο τέλος του 2014, η Ελλάδα είχε μηδενίσει το θηριώδες ετήσιο έλλειμμα των 36 δις και είχε περάσει στην ασθενική ανάπτυξη μετά από χρόνια ύφεσης. Τώρα, μετά από τη συνολική εμπειρία μας, ίσως πρέπει να ξανασκεφτούμε την αποτίμηση των πρώτων κυβερνήσεων της κρίσης.
Από την άλλη μεριά, τι συνέβη από το 2015 και μετά; Αυτό είναι το πρωταρχικό ερώτημα για να τοποθετηθεί οποιοσδήποτε απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις. Η πολιτική δεν είναι «issues», «πιστεύω ότι η κυβερνητική πολιτική είναι ολέθρια αλλά συμφωνώ με τον Σύριζα στο Τζέισον-Αντιγόνη». Η πολιτική είναι ερμηνεία της πραγματικότητας, είναι αφήγημα που εξηγεί και αλλάζει την κοινωνία. Με πιο απλά λόγια: Η χώρα την τελευταία 4ετία συνέχισε την πορεία προσαρμογής και απομάκρυνσης από τη χρεοκοπία ή ξαναχρεοκόπησε; Η προσπάθεια εκσυγχρονισμού κράτους, οικονομίας και κοινωνικών θεσμών συνεχίστηκε ή αντιθέτως άλλαξε φορά προς τα πίσω; Η κατάσταση στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, στη Δικαιοσύνη, στις Ανεξάρτητες Αρχές, τα νοσοκομεία, στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, στην επιστροφή των επιόρκων στο Δημόσιο και στις επενδύσεις που συστηματικά υπονομεύονται, είναι βήματα προς τα μπρος ή επιστροφή στις χειρότερες συνήθειες του παρελθόντος; Η διακυβέρνηση Σύριζα-Ανέλ είναι μεταρρυθμιστική ή αντιμεταρρυθμιστική κυβέρνηση; Είναι εντέλει μέρος της λύσης ή μέρος του προβλήματος;
Αυτό είναι το πολιτικό ερώτημα, αυτό είναι που ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή. Και βάσει αυτού περιμένεις να τοποθετηθούν όλοι. Παραδόξως δεν γίνεται έτσι. Συναισθηματικές ερμηνείες Συνδρόμου Στοκχόλμης, με παραινέσεις να ξεπεράσει το θύμα την «πικρία», υποκαθιστούν τις πολιτικές θέσεις. Θεωρίες για την εξέλιξη των κομμάτων υποκαθιστούν την πολιτική ανάλυση. Όποιος όμως προσπαθεί να μετατρέψει την πολιτική σε πολιτική ιστορία, στην πραγματικότητα εξορίζει την πολιτική, προσπαθεί να την αποσιωπήσει. Όποιος κρύβει την πολιτική, στην πραγματικότητα είναι αυτός που επιβάλλει πάντα τη χειρότερη πολιτική. Πριν αρχίσουμε να συζητάμε για το ποιες πολιτικές είναι προοδευτικές και ποιες συντηρητικές, ας δούμε πρώτα τις αντιδραστικές πολιτικές. Το «όπισθεν ολοταχώς» που κάθε φορά κρατάει τη χώρα στη μιζέρια.
Οι εραστές της κανονικότητας υποστηρίζουν ότι όλα είναι ίδια. «Μνημόνια υπογράφουν κι αυτοί», μέτρα επιβάλλουν. Η φράση αυτή είναι η συνέχιση της αντιμνημονιακής απάτης με άλλα λόγια. Αφού δεν μπορέσαμε να σκίσουμε τα μνημόνια, τώρα τα υπογράφουμε σαν χαρτοπετσέτες. Τι να κάνουμε, «είχαμε αυταπάτες». Είναι ψέμα. Το ερώτημα δεν ήταν ποτέ μνημόνια ή όχι μνημόνια. Τα μνημόνια ήταν ευρωπαϊκά δάνεια που όλοι ήθελαν διψασμένα. Το είδος της πολιτικής που συνόδευε τα μνημόνια ήταν πάντα το διακύβευμα. Φόροι και κρατικά επιδόματα στους πελάτες ή μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις; Όσοι αυτά τα χρόνια μιλούσαν συνέχεια για μνημόνια, ήταν αυτοί που ήθελαν να κρύψουν το πραγματικό πολιτικό δίλημμα: Στασιμότητα ή αλλαγή. Γι’ αυτό, ενώ εξωτερικά (μνημόνια, τρόικα, μέτρα) μοιάζουν, τα χρόνια 2015-2018 δεν έχουν καμία σχέση με το 2010-2014. Στην πραγματικότητα είναι η ίδια διαδρομή. Απλώς ανάποδα. Προς το 2010. Μετράμε μια χρεοκοπία το 2010, μια δεύτερη το 2015 και προετοιμαζόμαστε για την τρίτη, που δεν θα αργήσει.
Δίπλα στη ΝΔ υπάρχει πια σχεδόν άλλη μία ακόμα ΝΔ, πρώην υπουργών, βουλευτών, συνδικαλιστών, που με «ρεαλισμό» ζητάνε «συναίνεση» με την κυβέρνηση υπονομεύοντας διαρκώς τον Κ. Μητσοτάκη. Κάθε μέρα κάποιος στο χώρο της Κεντροαριστεράς απαντάει στο καυτό ερώτημα: «Θα γίνει ο Σύριζα σοσιαλδημοκρατία»; Γιατί, ως γνωστόν, γι’ αυτό αγωνιά ο ελληνικός λαός, αυτό είναι το καθοριστικό ερώτημα της συγκυρίας.
Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ενδιαφέρεται φυσικά ούτε για τη συναίνεση, ούτε για τη σοσιαλδημοκρατία, ούτε καν για τον Σύριζα. Απλώς μια διακομματική πτέρυγα του πολιτικού συστήματος προσπαθεί να συντηρήσει όσο μπορεί περισσότερο τη στασιμότητα. Οικονομικοί παράγοντες – προμηθευτές Δημοσίου, Μέσα Ενημέρωσης – καθεστωτικοί δορυφόροι και περιπλανώμενοι πολιτικοί τυχοδιώκτες, πασχίζουν να διατηρήσουν εν ζωή το πελατειακό σύστημα του κρατισμού και της κομματοκρατίας. Εκφραστές της αποτυχημένης Ελλάδας, υπερασπίζονται το βαθύ κράτος ανεβοκατεβάζοντας κομματικές σημαίες ευκαιρίας.