Σ​​το 33; Στο 34; Στο 36; Αραγε πού θα κάτσει η τουριστική μπίλια; Ποιο θα είναι το ρεκόρ του 2018, που θα πρέπει βέβαια να το σπάσουμε το 2019, γιατί αλλιώς θα μας πάρει το παράπονο κι εμάς και τα καινούργια ξενοδοχειακά μας συγκροτήματα, μια σπιθαμή από τη θάλασσα, που θα μείνουν μισοάδεια; Παραείναι τρωτή η «βαριά βιομηχανία μας», ένας γίγαντας με πήλινα πόδια ουσιαστικά. Φιλονίκησε προ διετίας ο Πούτιν με τον Ερντογάν και κατέβηκαν προς τα μέρη μας πολύ περισσότεροι του συνήθους εκπρόσωποι του λατρεμένου ξανθού γένους. Τα ξαναβρήκαν οι δύο ηγέτες, που συναντώνται και στη βαθύτατη εκτίμησή τους για τη δημοκρατία, και οι Ρώσοι ξαναπροτίμησαν τα μικρασιατικά παράλια. Τα ίδια παράλια, και όχι της Κρήτης ή του Ιονίου, ίσως τα προτιμήσουν του χρόνου ή του παραχρόνου οι Γερμανοί ή οι Γάλλοι, αν οι τουρκοευρωπαϊκές σχέσεις αναθερμανθούν, κι αν ο οριενταλισμός αναζητήσει νέες εστίες «αυθεντικότητας» ή «αρχαϊκότητας». Κι ύστερα παίζει ρόλο και η κατρακύλα της λίρας, που δεν είναι του χεριού μας, ούτε καν του χεριού του Ερντογάν ή του Αλλάχ. Αν το φτερούγισμα μιας πεταλούδας στη Νέα Υόρκη μπορεί να προκαλέσει τυφώνα στο Πεκίνο, εύκολα φανταζόμαστε τι καταφέρνει ένα τουιτάρισμα του Ντόναλντ Τραμπ.

Γράφει ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

Αλλά όχι. Δεν είναι εξωτερικοί οι αντίπαλοι του τουρισμού. Εσωτερικά είναι τα προβλήματά του, όσα τον έχουν μετατρέψει από ευλογία σε απειλή. Τα μεγέθη δεν επιτρέπουν πια να τον αντιμετωπίζουμε σαν ακίνδυνο φίλο, σαν γενναιόδωρο χρηματοδότη. Οι τουρίστες των τριάντα και τριάντα πέντε εκατομμυρίων δεν είναι οι μεγαλόκαρδοι αρχαιολάτρες που θα καταπιούν αγόγγυστα τη «μερίδα ξου» επειδή θα δουν τον Παρθενώνα ή την Ολυμπία. Στην πλειονότητά τους είναι απολύτως ενημερωμένοι, ξέρουν για τον τόπο μας περισσότερα κι από μας (γευσιγνωστικές γωνιές, μονοπάτια, απόμερες παραλίες) και έχουν τις αξιώσεις τους. Αδιαπραγμάτευτες.

Αν υποπτευθούν την κοροϊδία, που ορισμένοι εδώ εξακολουθούν να τη θεωρούν μαγκιά, έχουν στη διάθεσή τους τα βούκινα του φέισμπουκ, του τουίτερ, του ίνσταγκραμ για να μας εκθέσουν και να πάρουν λίγο από το αίμα τους (ή τα ευρώ τους) πίσω. Κι αν η «μαγική παραλία» που είδαν στο ίντερνετ αποδειχθεί εξίσου πυκνοκατοικημένη με τη γειτονιά της μεγαλούπολής τους, θα στραφούν αλλού. Η Αίγυπτος λ.χ. δεν θα παραμείνει επ’ άπειρον ημιαποκλεισμένη από τα τουριστικά προγράμματα.

Μοιάζει αδύνατο τώρα πια να μπορέσει η Ελλάδα να διατηρήσει άθικτα ορισμένα από τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Τα ρεκόρ δεν καταρρίπτονται δίχως κόστος. Είναι φθοροποιά. Και συνειδήσεις φθείρουν και τα λεγόμενα υλικά αγαθά. Η μαζική χρήση μιας πολυδιαφημισμένης αμμουδιάς ή η μαζικότατη επίσκεψη σε ένα από τα νησιά μας που βρίσκονται κάθε χρόνο στον κατάλογο των «δέκα ή είκοσι ωραιότερων του κόσμου» (λες και υπάρχει αντικειμενικός μετρητής εξαίρετης νησιωτικότητας) δεν θ’ αφήσει άθικτο τον χαρακτήρα τους. Θα τα επιβαρύνει. Θα τα αλλοιώσει. Δεν θ’ αφήσει πάνω τους σχεδόν τίποτε το δελεαστικό.

Η Ελαφόνησος ή το Ελαφονήσι, το Ναυάγιο, οι Καβουρότρυπες ή ο Μύρτος, δεν θα σώζουν για πάντα ακέραιη την ομορφιά τους ή έστω με ιάσιμα τραύματα. Και το νησιωτικό δίδυμο που οι επισκέπτες-καταναλωτές του μετριούνται με τα εκατομμύρια, η Μύκονος και η Σαντορίνη, μάλλον μπήκαν ήδη σε δρόμο χωρίς επιστροφή.

Αδυνατούν να απορροφήσουν το τεράστιο φορτίο, πέντε ή έξι μήνες τον χρόνο τώρα πια. Αυτό σημαίνει πως ό,τι κι αν ήταν η «μυκονικότητα» ή η «σαντορινικότητα», όση αλήθεια κι αν υπήρχε μέσα στη μόδα, υποχωρεί ήδη στην περιοχή του θρύλου και της νοσταλγίας.

Η ζημιά επεκτείνεται και στα υπόλοιπα νησιά, που υποδέχονται ολοένα και περισσότερους επισκέπτες, χωρίς να το αντέχουν. Εσύ που πήγαινες κάθε χρόνο στη Νάξο, για παράδειγμα, όχι μόνο για τ’ αρνιά και τα τυριά της αλλά και για τις αμμοθίνες της, κυρίως γι’ αυτές, αφού διέσωζαν κάτι από ’70 και ’80, τις βλέπεις να λιγοστεύουν καλοκαίρι με καλοκαίρι, γιατί τα μαγαζιά και τα ξενοδοχεία είναι επεκτατικά, όπως και οι επιχειρησούλες με ενοικιαζόμενες ξαπλώστρες και ομπρέλες. Θα πάρεις υπό μάλης την απογοήτευσή σου και θα μετακινηθείς στα –όποια– Κουφονήσια; Γρήγορα θα διαπιστώσεις ότι το έχουν ήδη πράξει κάμποσοι άλλοι. Κι από νησάκια του ελεύθερου κάμπινγκ για νέους που δεν τους ένοιαζαν οι πολυτέλειες, και δεν το θεωρούσαν απαραίτητο να βλέπουν και στις διακοπές τους τηλεόραση, απέκτησαν ήδη τα συγκροτήματά τους μισό μέτρο από τη θάλασσα. Και με όλα τα κομφόρ. Και κυρίως με γουάι-φάι. Διότι πλέον, άνευ συνδέσεως νιώθουμε εκτοπισμένοι σε νέου τύπου Μακρονήσια.

Ελιτισμός; Να κρατήσουμε τον «λαό» (τον ελληνικό, τον γερμανικό, τον γαλλικό κ.τ.λ.) μακριά από τα κατεξοχήν σύμβολα του καθ’ ημάς τουρισμού, για να τα απολαμβάνουν αποκλειστικά οι προνομιούχοι του πλανήτη, οι φίρμες της σόου-μπιζ και οι πολιτικοί με τους σκαφάτους φίλους; Φοβάμαι πως δεν είναι ελιτίστικη η αίσθηση πως η Ελλάδα, ζαλισμένη από την εμμονή των ρεκόρ, αλλά και από το σχετικά εύκολο χρήμα, με το οποίο ψευτολύνει τα προβλήματα που προκαλεί η ισχνή παρουσία της σε τομείς μη καλυπτόμενους από την επιγραφή «παροχή υπηρεσιών», μένει έξω από την αγωνιώδη συζήτηση περί ορίων και όρων που έχει ξεκινήσει προ πολλού σε άλλες χώρες. Εκεί όπου είδαν επίσης την τουριστικογενή ευδαιμονία να αθροίζεται τελικά με τις υπόλοιπες κακοδαιμονίες τους. Ακόμα και το σοβαρότατο πρόβλημα των τελευταίων χρόνων, η υπερδιόγκωση των ενοικίων λόγω του συστήματος βραχυχρόνιας (και συχνά αεριτζίδικης) μίσθωσης και ο εξ αυτής κίνδυνος να μείνουν αρκετά νησιά δίχως δημόσιους υπαλλήλους-λειτουργούς (δασκάλους, γιατρούς, αστυνομικούς, λιμενικούς), με ευχέλαια επιχειρούμε να το αντιμετωπίσουμε και με ξόρκια: «Πού είναι το κράτος;», «έλα μωρέ, κάτι θα βρούμε» κ.τ.λ.

Σε άλλους τόπους λοιπόν αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι το δώρο των τουριστών είναι περίπου σαν το δώρο των Δαναών. Και αποφάσισαν να θέσουν όρους και όρια. Εντάξει, τα Νησιά του Πάσχα, όπου μειώθηκε ο αριθμός των ημερών τουριστικής διαμονής από 90 σε 30, για να μην καταστραφούν και πάλι, όπως στο παρελθόν, από την περιβαλλοντοκτόνο υπερβολή και κατάχρηση, παραείναι μακριά για να τα διδάξουν κάτι. Και το Μάτσου Πίτσου επίσης, όπου θεσπίστηκαν όρια στον αριθμό των επισκεπτών, και η Ταϊλάνδη, όπου σε δημοφιλέστατες παραλίες μπήκε η πινακίδα «κλειστόν», μήπως ανασυσταθεί η κοραλλένια ομορφιά τους. Το Αγιον Ορος όμως είναι κοντά μας, ανάμεσά μας. Κι εκεί, όσο ξέρω, ισχύουν όρια στον αριθμό των επισκεπτών. Δεν λέω να μπουν απαγορευτικά, αλλά να σκεφτούμε ότι τα ρεκόρ απειλούν με εξάντληση τον τόπο. Επειδή, απλούστατα, το σύμπαν ενδέχεται να διαστέλλεται, ο μικροχώρος μας όμως όχι. Κι ο χρόνος δεν παγώνει και δεν ξαναγυρνάει, ώστε να διαγράψουμε αναδρομικά τα λάθη μας.

 

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις