«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου». Τελεία. Παρακάτω έχει ατέλεια κι ο κάτοχος δηλώνει ανασφαλής, αβόλευτος μες στο ίδιο του το σώμα. Γιατί ο καθρέφτης δεν κάνει τα μαγικά του σε αυτό το παραμύθι. Εδώ τα μαγικά τα κάνει μόνο ο πλαστικός χειρουργός. Με το αζημίωτο φυσικά, αλλά οι δράκοι στη ζωή εξολοθρεύονται μετρητοίς.
Καλό και το φώτοσοπ, αλλά όσο παραλλάσσει τη διαδικτυακή εικόνα, τόσο κάνει την πραγματική να μοιάζει χειρότερη. Ανασφάλεια κι επεξεργασία ζουν σε ένα φαύλο κύκλο. Και πέφτει στο τραπέζι η ιδέα της παρέμβασης. Με νυστέρι, με επίθεμα, με υαλουρονικό ή με ό,τι άλλο έχει εφεύρει η επιστήμη του καλλωπισμού. Ανάγκη, πλεονεξία, υπερβολή, ευχαρίστηση, φόβος, κριτική πέφτουν κι αυτά μαζί στο τραπέζι. Γιατί οι δεύτερες σκέψεις –όχι οι δικές μας, του κόσμου– παραμονεύουν σε κάθε τέτοια απόφαση.
«Έχεις νιάτα. Έχεις φυσική ομορφιά. Έχεις μεγαλώσει. Πρέπει να συμφιλιωθείς με την ηλικία σου. Αυτός είσαι και σ’ όποιον αρέσεις». Κι αν δεν αρέσεις σε σένα; Κι αν το ‘χασες κάπου με την αυτοπεποίθηση; Γιατί να συμφιλιωθείς με αυτό που μπορείς να αλλάξεις; Γιατί να ζεις σε κάτι λιγότερο από αυτό που θα θαύμαζες αν είχες, αν ήσουν; Γιατί να δικαιούσαι να τελειοποιείς το μυαλό με πτυχία, συνεδρίες, αναλύσεις και να αφήνεις το σώμα στο τόσο όσο;
Κι έρχεται η ερώτηση ταμπού: «Έχεις πειράξει ποτέ κάτι πάνω σου;». Κι ο «πειραγμένος» κοιτάζει ένοχος ψάχνοντας να βρει τι πρόδωσε το μεγάλο του μυστικό. Ουλή; Παραμόρφωση; Ριζική, προφανής αλλαγή; Και τι έγινε; Αν δεν έλαχαν σε εμάς τα τέλεια γονίδια, αν ένα ατύχημα χάλασε αυτό που κάποτε είχαμε ωραίο πάνω μας; Από πότε η εικόνα μας είναι παιχνίδι «βρες τις διαφορές»;
Άσε την ταυτότητα, την οικογενειακή κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο στην άκρη. Δεν υπάρχουν προαπαιτούμενα κριτήρια. Δεν έχει σημασία αν θες να προλάβεις τις ρυτίδες ή να τις εξαφανίσεις, αν θες να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις, αν θες να κρύψεις ή να τονίσεις. Σημασία έχει αν θες. Εκεί τελειώνουν ή θα έπρεπε να τελειώνουν όλες οι συζητήσεις περί αυτού.
Γιατί βάφεις και κόβεις τα μαλλιά σου; Γιατί βάφεις και κόβεις τα νύχια σου; Γιατί αδυνατίζεις; Γιατί βάφεις το πρόσωπό σου; Γιατί καταπολεμάς την ακμή; Γιατί ενυδατώνεις τα δέρμα σου; Γιατί ξυρίζεσαι; Γιατί μαυρίζεις; Γιατί φτιάχνεις τα δόντια σου; Άφησέ τα όλα στο έλεος της τύχης τους, αν είσαι κατά της παρέμβασης σε αυτό που κληρονόμησες. Αλλά μην μπλέκεις το φυσικό με το φυσιολογικό. Το ένα είναι αντικειμενικό, ενώ το άλλο όχι.
Μην ψάχνεις τα μέτρα και τα σταθμά στην ομορφιά και την ασχήμια. Όλα τους ζυγίζονται με ένα αόριστο κι υποκειμενικό «πολύ» ή «λίγο». Κι όλα τους ζυγίζονται στα μάτια. Εκείνου που βλέπει τους άλλους και τον ίδιο. Εκείνου που κάνει τη σύγκριση και νιώθει αδικημένος. Δε θέλει να είναι άλλος, θέλει να είναι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Και ζητά τη συνδρομή εκείνου που ξέρει πώς να το πετύχει.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Όχι, η πριγκίπισσα δε φίλησε το βάτραχο για να γίνει παλικάρι, ο Μίδας δε χρύσωσε ό,τι άγγιξε, η νεράιδα δε στόλισε τη Σταχτοπούτα για να πάει στο χορό. Ένας ειδικός έκοψε κι έραψε. Ναι, τόσο απλό είναι στον εικοστό πρώτο αιώνα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη