Ο Ινδικός Ωκεανός είχε βαλθεί να μας βουλιάξει, ήταν η εποχή των μουσώνων. Επί 20 μέρες ταξιδεύαμε σε μια αγριεμένη θάλασσα. Ο ουρανός και η θάλασσα είχαν ενωθεί σε ένα σταχτί-μαύρο χρώμα, άσπριζε από τους αφρούς που έκαναν τα κύματα όταν λυσσασμένα χτυπούσαν το βαπόρι το κατάστρωμα χανόταν κάτω από την αφρώδη αυτή λύσσα τους.
Από μπροστά μας από δίπλα μας από πίσω μας ο αέρας σφύριζε στα ξάρτια σα δαιμονισμένος, το βαπόρι πάλευε αγκομαχούσε, ανέβαινε σε υδάτινο βουνό και κατέβαινε σε χαράδρες, η προπέλα ξενέρωνε γύριζε σαν τρελή στο αέρα, κάνοντας το βαπόρι να τρέμει ολόκληρο. Εκεί πέρα στον ορίζοντα τα σύννεφα φαινόταν απειλητικά, σκέπαζαν τον ήλιο, μερικά από αυτά έμοιαζαν ανθρώπινο πρόσωπο σαν τον Αίολο που φυσούσε, μετά φάνηκε η Τρίαινα και μια άλλη μορφή σαν τον Ποσειδώνα.
Γράφει ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης (ναυτικός απο τη Πύλαρο)
Η κιβωτός μας χόρευε σαν καρυδότσουφλο, ο καθένας μας βουβά σιωπηλά προσευχόταν στο δικό του θεό να μας βοηθήσει να φτάσουμε στη στεριά, να αφήσουμε τον κόκορα να πετάξει να τρέξει να μας δώσει την είδηση ότι υπάρχει ελπίδα, να βρούμε στεριά, να πατήσουμε χώμα ευλογημένο κάτι τι το στερεό, να κάνουμε τα τάματα στους θεούς μας, να δούμε γυναίκες, που στην φαντασία μας φάνταζαν σαν θεϊκές υπάρξεις, γεμάτες στοργή, ρομαντικές τρυφερές. Να νιώσουμε κι εμείς ότι είμαστε παιδιά της μητέρας γης.
Ο κάθε ένας μας έπλαθε μια ιδανική μορφή δικής του γυναίκας, κάτι να λατρεύει, να πιστεύει, να αγαπά, σαν ένα αγγελικό εξωγήινο λουλούδι να τους καταλαβαίνει, κάτι απαλό μεθυστικό, να προσεύχεται στο όνομά της. Κι όταν στα λιμάνια τις βλέπαμε να περνούν δίπλα μας, εκστατικοί, άφωνοι, ντροπαλοί, άτολμοι, καθόμαστε και τις κοιτάζαμε ώρες ολόκληρες σα να ήταν από άλλον πλανήτη.
Ο πρώτος μηχανικός ένας Αργεντινός ανέβαινε τις σκάλες της γέφυρας κρατούσε ένα χαρτί με σημειώσεις και φώναζε ότι του τελειώνουν τα καύσιμα, θα μέναμε ακυβέρνητοι, ίσως να βουλιάζαμε.
Ο καπετάνιος μας ο καπετάν Παναγιώτης ένας καλός άνθρωπος ηλικιωμένος, υπολογίζω ότι θα πρέπει να ήταν συνταξιούχος (ήταν της ακτοπλοΐας, μιλούσε μόνο Ελληνικά) καταγόμενος από τη Σάμο, έστειλε μέσω του βραζιλιάνου ασυρματιστή με τα μορς τα μαντάτα στο γραφείο της Νέας Υόρκης. Απάντησαν πρέπει να φθάσετε σε μια απάνεμη στεριά να φουντάρετε και να περιμένετε.
Αλλάξαμε πορεία, στο βάθος φάνηκαν βουνά, ήταν το νησί Σοκότρα, στην Αραβική θάλασσα, βάλαμε πλώρη προς τα εκεί, τα βουνά έκοψαν τον αέρα, νιώσαμε ένα πιο μεγάλο τράνταγμα, το βαπόρι έπαψε πλέον να πλέει, είχαμε σφηνωθεί σε ύφαλο. Μείναμε ακίνητοι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον.
Ο λοστρόμος, από τη Σύμη έτρεξε έφερε το σκαντάγιο να μετρήσει το βάθος της θάλασσας. Ρίξαμε την σωσίβια λέμβο στην θάλασσα δεμένη επάνω η άγκυρα (αγκουρέτο) της πρύμης να την φουντάρουμε μακριά και να βιράρουμε προς τα πίσω, κόπηκε ο κάβος χάσαμε την άγκυρα.
Εν τω μεταξύ τα καύσιμα τελείωσαν, δεν υπήρχε ούτε ρανίδα μαζούτ. Η σωσίβια λέμβος βούλιαξε, αυτή που έκανε κουμάντο ο ανθυποπλοίαρχος ένας καϊκίσος από την Αίγινα, οι ναύτες πέσανε στη θάλασσα, ένας Ισπανός από τα νησιά κανάρια φώναζε δεν ξέρω μπάνιο βοήθεια, κολυμπώντας ανέβηκαν στο βαπόρι με την ανεμόσκαλα.
Τραβήξαμε την βουλιαγμένη λέμβο δίπλα στο βαπόρι, έμενε εκεί σκεπασμένη με τα νερά χωρίς να πηγαίνει στον βυθό εφόσον είχε τόσα στεγανά. Την δέσαμε και περιμέναμε να ξημερώσει. Καυγάς άρχισε, μαχαίρια τραβήχτηκαν, η σπαραχτική φωνή του λοστρόμου πρόλαβε το γραμματικό να φυλαχθεί, πρόσεχε καπεταν Γιάννη έχει μαχαίρι, έκλεισαν τον ανθυποπλοίαρχο στο δωμάτιό του.
Ο πρώτος μηχανικός, ο Αργεντινός φώναζε ότι δεν φταίει αυτός, νύχτα πια πυκνό το σκοτάδι, κόπηκε το ηλεκτρικό ρεύμα αφού οι ηλεκτρογεννήτριες ήταν ατμοκίνητες, μια νεκρική ατμόσφαιρα πλανιόταν στον αέρα, τα τρόφιμα είχαν εξαντληθεί, κι εμείς γυρίζαμε σαν ξόανα στην κουβέρτα, μερικοί είχαν ξαπλώσει στις μπουκαπόρτες των αμπαριών, άλλοι σκυμμένοι στην κουπαστή ρίχνανε καθετές για ψάρεμα. Μας διπλάρωσαν μερικά μονόξυλα με ντόπιους, μας είπαν με νοήματα ότι κάτσαμε σε ξέρα, με την ερχόμενη παλίρροια θα πλέαμε πάλι, όπως κι έγινε. Μετά από τρεις μέρες έφθασε ναυαγοσώστης μας έφερε αλεύρι και κάτι κονσέρβες τίποτα άλλο.
Ζητήσαμε να μας πάει με βάρκα δική του στην στεριά στην Σοκότρα μήπως βρίσκαμε κάνα ζωντανό ν’ αγοράσουμε. Πράγματι πήγα εγώ μαζί με τον υποπλοίαρχο, πέσαμε στην θάλασσα για να βγούμε έξω, ήρθε ένας φύλαρχος με αραβική στολή, και πολλά παιδάκι τα πρόσωπά τους γεμάτα σύννεφα από μύγες.
Τους είπαμε έχουμε ξεμείνει από τρόφιμα ζητάμε κανένα κατσίκι ή οτιδήποτε άλλο ζωντανό. -Ναι έχουμε στα βουνά- μας είπε. -Θα πάμε το βράδυ να φέρουμε ελάτε αύριο να τα πάρετε. Η συνεννόηση γινόταν μέσω του διερμηνέα από την βάρκα που μιλούσε τη γλώσσα τους.
Πριν ακόμη ξημερώσει την επόμενη μέρα έκοψε ο αέρας, το ναυαγοσωστικό μας λέει δεν πρέπει να χάνουμε καιρό, μας έδεσε από την καδένα της άγκυρας και μας ρυμουλκούσε προς το λιμάνι του Άντεν, ξάφνου καταλάβαμε ότι το βαπόρι είχε πάρει κλίσει προς αριστερή πρυμνιά πλευρά, ειδοποιήσαμε το ναυαγοσωστικό, σταματήσαμε απέναντι από τις ακτές της Σομαλίας, ήρθε μια βάρκα με βατραχανθρώπους βούτηξαν στο νερά κι ανακάλυψαν ότι όταν κολλήσαμε σε ύφαλο μας είχαν φύγει καρφιά αυτά που ένωναν τις λαμαρίνες, βούλωσαν τις τρύπες με ξύλινες σφήνες και συνεχίσαμε προς το λιμάνι. Φτάνοντας στο Άντεν ανοίξαμε το πρυμνιό αμπάρι το νερό φαινόταν οι σεντίνες είχαν φρακάρει, τα υπάρια δεν δούλευαν… Εργάτες μετακίνησαν το φορτίο έφραξα τις τρύπες και συνεχίσαμε το ταξίδι για Ρότερνταμ μέσω Σουέζ…
Ακολουθήστε το
kefaloniapress.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
You know it is a well told story when you get to the end and you want more. It played out in my mind like a movie. Sorry you had to experience this horror, but I am sure surviving it made you stronger.