Είναι εκείνες οι στιγμές που η ανθρωπότητα έχει χάσει την ελπίδα της, πνίγεται μέσα στην τόση καταπίεση, δε μιλάει, δε ζει, δεν ονειρεύεται, δεν μπορεί να δημιουργήσει. Πεθαίνει κι από λίγο κάθε μέρα, σε μια προσπάθεια να μην ενοχλήσει, να περπατάει αθόρυβα, να μη βγάλει άχνα, να μην έχει καν άποψη. Να μη διαφέρει στο ελάχιστο.

Κι εκεί, κάποιος γενναίος, κάποιος τρελός, θα γεννήσει μια ιδέα, θα ανάψει μια φωτιά για να ζεστάνει τη φωνή και το μυαλό του διπλανού του και του πιο δίπλα, μέχρι που θα γίνει μια φωτεινή δεσμίδα ανθρώπων, έτοιμοι να φωτίσουν τους πιο σκοτεινούς καιρούς. Δε θα μιλήσω για πολιτική, δε βρίσκω καν αξία στις λέξεις «αριστερά» ή «δεξιά», «κέντρο» ή «άκρα». Θα σου πω για τις ιδέες. Για όλα εκείνα που κάποτε κάποιος πίστεψε πως θα αλλάξουν τον κόσμο και τελικά, κοίτα να δεις, τον άλλαξαν.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου

Γιατί όταν φοβάσαι, όταν τρέμεις για τη ζωή σου και τη ζωή των δικών σου ανθρώπων, κάθεσαι ανήμπορος και υποταγμένος σε ό,τι αποφασίσουν να σου πουν πως είναι πραγματικό. Μα εσύ το ξέρεις, βαθιά μέσα σου το νιώθεις, πως ένας κόσμος που οι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι ελεύθεροι, που δεν μπορούν να τραγουδούν ή να διαβάζουν,να ερωτεύονται όποιον θέλουν, να γράφουν και να διαδίδουν τις ιδέες τους, δεν αξίζει να υπάρχει. Ακόμα και η φύση η ίδια, αυτή η άγρια πάνσοφη βασίλισσα, άφησε τα παιδιά της να χαράξουν το δικό τους δρόμο.

Κι έκαναν λάθη, Θεέ μου τόσα πολλά λάθη, μα εξελίχθηκαν, προχώρησαν, πήγαν το σύμπαν ένα βήμα παρακάτω. Αυτό κάνουν και οι μεγάλες ιδέες. Ξυπνούν συνειδήσεις και σκοτώνουν το φόβο, δημιουργώντας μια αστείρευτη έξαψη καινούριου και διαφορετικού. Και τι πειράζει αλήθεια αν δεν έχουμε όλη την ίδια άποψη; Γιατί να πρέπει να περιοριστεί, ή ακόμα και να πεθάνει αυτός που η ιδέα του διαφέρει από την όποια πάγια αντίληψη;

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα συγκινούμαι. Συγκινούμαι γιατί βλέπω στους δρόμους παιδιά και ηλικιωμένους, φοιτητές που τα μάτια τους πετάνε φωτιές, βλέπω την αλλαγή. Συνειδητοποιώ πως ο λόγος που εγώ σήμερα μπορώ να επιλέξω το ραδιόφωνο που θέλω να ακούσω, που μπορώ να συζητήσω στο Πολυτεχνείο όπου και σπουδάζω, που μπορώ να φέρω στο σπίτι μου τους δικούς μου ανθρώπους για να μιλήσουμε για Θεούς και Δαίμονες μια ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, είναι γιατί τότε, κάποιοι άνθρωποι αποφάσισαν πως θέλουν να είναι ελεύθεροι.

Και το κατάφεραν. Κι εγώ αυτό το θαυμάζω και φοβάμαι μήπως δεν γίνω ποτέ αρκετά άξια για να το καταφέρω για τον εαυτό μου, τον άνθρωπο που αγαπώ ή τα δικά μου τα παιδιά. Φοβάμαι πως θα πάψουν τα τραγούδια και η ποίηση και οι άνθρωποι που βγαίνουν με μια σημαία στο χέρι για να φωνάξουν και «ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Φοβάμαι πως όταν το δικό μου το παιδί θα έχει μια τέτοια ανάγκη, εγώ θα του πω να κάτσει σπίτι, να δει τηλεόραση καλύτερα, να σωπάσει και να μη μιλάει.

Μα αν δε μιλήσω εγώ, δε μιλήσεις εσύ, δεν κάνουμε έρωτα, δεν χορέψουμε, δεν διαβάσουμε, αν μείνουμε για πάντα αγκαλιά με το φόβο μας, πώς θα σταματήσει η ζωή μας να μας περιορίζει; Γι’ αυτό σου λέω, μίλα για τις ιδέες. Κάνε σήμερα μια ευχή για το πώς θέλεις να ζεις και μετά πες την στο διπλανό σου. Θα υπάρξει κάποιος που θα σου πει «Πάμε. Εμείς θα αλλάξουμε τον κόσμο». Και κοίτα να δεις, που θα το κάνουμε.

 
Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις