Μια φορά κι έναν καιρό χαμένοι στην ομίχλη ταξιδεύαμε για Νέα Υόρκη, με ένα μικρό πλοίο ένα αργοκίνητο φορτηγάκι 5000 τόνων. Κάθε 5 λεπτά από την γέφυρα τραβούσαν τον λεβιέ της ατμο-σφυρίχτρας και ακουγόταν η βοή σαν ένας ρόγχος ετοιμοθάνατου, τα υγρά τρέχανε από κάτω της λες και ήταν σάλια μιας γριάς κυρίας.
Ο σκάπουλος της βάρδιας ήταν πάνω στο καπούνι της πλώρης και αφουγκραζόταν μήπως ακούσει άλλου βαποριού την σφυρίχτρα, ή μήπως ακούσει τον αντίλαλο της δικής μας σφυρίχτρας σημείο ότι βρήκε στερεή επιφάνεια και γύρισε προς εμάς. Μπροστά μας έπλεαν δυο επιβατηγά το Ιταλικό Ανδρέα Ντόρια και το Σουηδικό Στοκχόλμη.
Γράφει ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Ο Μαρκόνης μας έφερε τα νέα που είχε συλλάβει με τα σήματα μορς ότι συγκρούστηκαν ένεκα της ομίχλης, το Ανδρέα Ντόρια είχε πάρει κλίση και βούλιαζε.
Ήταν Ιούλιος του 1956.
Εμείς πλέαμε από πίσω σφυρίζοντας κάθε 5-10 λεπτά, προχωρώντας αργά, αργά φορτωμένοι ζάχαρη προερχόμενοι από Κούβα, προορισμός μας Νέα Υόρκη, χωρίς ραντάρ παρά μόνο τα μάτια μας και τ’ αυτιά μας.
Η ομίχλη σαν ένα νεκρικό σεντόνι σιωπής μας είχε σκεπάσει όλους μας, κανένας δεν μιλούσε μόνο προσευχόμαστε να φυσήξει αέρας ναι διώξει την ομίχλη. Μάθαμε τα συμβάντα από τον Μαρκόνη, παγώσαμε βλέπαμε ην θάλασσα, την ομίχλη σα νεκροκρέβατό μας.
Τότε ήμουν νέος, άπειρος, γεμάτος όνειρα, ζούσα βρεγμένος με την αρμύρα της θάλασσας, αποβλέποντας κάποτε να γίνω στεριανός.
Και τότε όπως και σήμερα χάνομαι στην ομίχλη, τότε ήμουν παιδάκι το άγνωστο γεμάτο όνειρα με έλκυε, σήμερα το άγνωστο με πνίγει… Πως αλλάζουν οι καιροί!
Πηγή φωτο: https://lh4.googleusercontent.com