Στην πιάτσα των ταξί.
Περιμένοντας αγώι έκανα παρέα με τον περιπτερούχο…
Είχε ένα κιόσκι και πουλούσε σουβενίρ σε τουρίστες και ναυτικούς, ο ίδιος είχε πάθει μόλυνση στο κάτω χείλος και είχε πρηστεί, ήταν πάντα μεθυσμένος.
Ο άνθρωπος με το μπλε σακάκι ξεχώριζε από τους άλλους, ήταν παρφουμαρισμένος, οδηγούσε ένα όπελ Καπιτάν, είχε ένα πρόσωπο κιτρινωπό σαν αυτό που δεν βγάζει ποτέ του γένια. Ερχόταν κάθε εβδομάδα στο περίπτερο να εισπράξει τη δόση του, ήταν τοκογλύφος, δάνειζε χρήματα.
Ένα βραδάκι φάνηκε ο περιπτερούχος χαρούμενος, είχε μια μπουκάλα ρούμι και κέρναγε τους γνωστούς περαστικούς. Με φώναξε κι εμένα, χωρίς να ρωτήσει μου έδωσε ένα πιοτό aguardiente σκέτο, μια πρέζα αλάτι και μια φέτα λεμόνι πράσινο.
Γιατί να ήταν τόσο χαρούμενος τι είχε συμβεί; Ο Μπέτο που ήταν βετεράνος πρώην γραμματέας της αστυνομίας και τώρα ταξιτζής μου το είπε σαν μυστικό.
Βρήκαν το πτώμα του τοκογλύφου να πλέει στο ποτάμι.
Τότε δεν υπήρχε πλήξη μόνο αγώνας, σήμερα δεν υπάρχει αγώνας, μόνο πλήξη. Τι σου είναι ο άνθρωπος τρέχεις, τρέχεις, αγωνιάς για μια γωνιά γης κι όταν την αποκτήσεις πλήττεις, δεν ξέρεις τι σου λείπει, τι μπορεί να κάνεις
Ο άνθρωπος ένα ατελές Ον!
Γαβριήλ Παναγιωσούλης