Μια παρτίδα στη Σκακιέρα του Φιλότιμου
Πόσο χλώριο ρίχνουν στο Νέο Νερό τους ο Αξιωματικός και το Ίππος αν
πρόκειται να προστατεύσουν τον βασιλιά τους; Πιθανώς όσο κρασί στο
νερό τους. Ειδικά αν πρόκειται ο Βασιλιάς να είναι το δικαίωμα όλων
στο δωρεάν δημόσιο αγαθό.
Γράφει η Μαρία Μαγουλά
εικαστικός & συγγραφέας
Στη ζωή δεν κερδίζεις ποτέ όσα αξίζεις μα όσα εσύ θα διεκδικήσεις.
Άραγε στη σκακιέρα των καθημερινών σου επιλογών έχεις να εμπορευτείς
τελικά σαν άτομο τα αυτονόητα δικαιώματά σου;
Σε μια κλειστή Κοινωνία παρατηρείς ότι οι άνθρωποι εμπορεύονται τις
σχέσεις τους με τους γύρω τους, σαν ένα μικρό παζάρι συμφεροντολογίας.
Θέλουν να τα΄χουν και με όλους καλά, ακόμη και αν αντιπαθούν τους
μισούς απ΄αυτούς που θα καλημερίσουν, θα αγκαλιάσουν,
θα χαμογελάσουν μπας και ποτέ βρεθούν στην ανάγκη τους.
Ο ίδιος καταστηματάρχης, στο οινομαγειρείο του τρως χειμώνα ή
καλοκαίρι, εκείνος που σε προσέγγισε την πρώτη φορά με τη γνωστή
οικεία ερώτηση: «Ποιανού Είσαι Εσύ;» για να δει από που κρατά η
σκούφια σου, και να δείξει φιλικός αρκετά με συμφέρον του να τον
προτιμάς, είναι ο ίδιος που σήμερα θα σου πει ψέματα ότι πρέπει πρώτα
να του καθαρίσουν τις σωλήνες και θα δούμε πότε ίσως θα τρέξει το
ντόπιο πόσιμο νερό στη δική του βρύση, για να σου φέρει ένα ποτήρι να
πιεις μαζί με την παραγγελία σου.
Έχεις επιλεγμένα τρία τέτοια εστιατόρια να τρως και ξαφνικά πρέπει να
αλλάξεις στρατηγικό πλάνο. Με ψέματα δεν κάνεις συναλλαγές μα ούτε και
με τις κολακείες που θα τα ντύσουν οι γύρω σου. Είναι γνωστό ότι ο
άνθρωπος εξαγοράζεται ή με το χρήμα ή με την κολακεία.
Ρωτάς τους άλλους δυο απ΄τους τρεις αν τρέχει στη βρύση τους το ντόπιο
πόσιμο νερό του εργοστασίου. Στέκονται σκεπτικοί για λίγο, λες και
πρέπει να κάνουν κίνηση στο σκάκι ενώ απειλείται ο βασιλιάς τους, και
δίνουν συνήθως μια δικαιολογία κάπως αποτρεπτική στο να στο φέρουν:
ότι είναι δήθεν ζεστό απ΄τη βρύση. Επιμένεις στην Κίνησή σου και
αντεπιτίθεσαι:
«Μια χαρά είναι ζεστό το νερό, ξεδιψά και καλύτερα! και έχω περπατήσει
πολύ απ΄τη Λειβαθώ να φτάσω Αργοστόλι. Φέρε μια μικρή κανάτα».
Μετά ακριβώς παραγγέλνεις. Αφού φας, παραγγέλνεις και ένα εμφιαλωμένο
μικρό νερό για το δρόμο επιστροφής σου, επειδή είσαι και οδοιπόρος,
ζητάς και τον λογαριασμό και βλέπεις τον μαγαζάτορα λίγο σαστισμένο
και σκεπτικό. Σε λίγο έχεις πάνω στο τραπέζι σου δυο ειδών νερά. Ένα
ντόπιο σε κανάτα που ήπιες στο τραπέζι και ένα εμφιαλωμένο κλειστό που
θα πάρεις μαζί.
Ο μαγαζάτορας που έχει καταλάβει ότι είσαι ντόπιος, εφόσον του ζήτησες
νερό απ΄τη νερομάνα, σου φέρνει τον λογαριασμό. Σου΄χει κεράσει το
εμφιαλωμένο.
Τον ευχαριστείς για το υπέροχο σπιτικό φαγητό του όπως πάντα, και
φεύγοντας αφήνεις ένα γενναίο φιλοδώρημα, λες και πλήρωσες για καλό
Κρασί εκειά την Κανατούλα με το νέο πόσιμο νερό. Είναι η ανεβασμένη
τιμή του κοινού σας Φιλότιμου που έκανε την ψυχή του βασιλιά να
σκιρτήσει. Ρουά Ματ. Οι δυο στους τρεις κεράσανε και το εμφιαλωμένο
λοιπόν.
Απλά χρειάζεται να παίξεις σκάκι. Αν θες να εξαφανίσεις τη
συμφεροντολογία των γύρω σου ίσως και να πρέπει να επιχειρήσεις να
ενεργοποιήσεις το φιλότιμό τους. Η άλλη κίνηση είναι να μην
ξαναπατήσεις στο τετράγωνό τους.