Χριστουγεννιάτικες Σταλαγματιές και Αναμνήσεις του Γαβρίλη Παναγιωσούλη

278
Γαβρίλης Παναγιωσούλης

 

Γαβριηλ Παναγιωσουλης
Ζητήσαμε από τον κ. Γαβρίλη Παναγιωσούλη να γράψει αποκλειστικά για τους Αναγνώστες του Kefaloniapress κάποιες Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις του από τα ταξίδια του ανα τον κόσμο σαν ναυτικός και «παράνομος» μετανάστης…  Τον ευχαριστούμε θερμά για την προθυμία του να απαντήσει και να μοιραστεί μαζί σας πολύτιμες αναμνήσεις… 

Χριστουγεννιάτικες Σταλαγματιές

Οι Χριστουγεννιάτικες εμπειρίες ανά την υφήλιο μοιάζουν σαν σταλαγματιές, πλουτίζουν την μνήμη μας με πολύχρωμες εικόνες απ’ τα περασμένα, φτωχικές αλλά γεμάτες αγάπη, θρησκευτική πίστη και θαλπωρή, αλτρουιστικές, ανθρώπινες, βίαιες και καταπιεστικές, μοναχικές εν πλω, ή ξεφάντωμα σε διάφορα λιμάνια παρέα με ποτό και γυναίκες.

 Όλες αυτές οι σταλαγματιές μεταμορφώνονται σ’ ένα πολύχρωμο ουράνιο τόξο κάθε μια με διαφορετικό χρώμα και αίσθημα, με περιτυλίγουν αιωρούμενες συνεορτάζοντας μαζί μου την Χριστουγεννιάτικη αυτή ημέρα. Χριστουγεννιάτικες σταλαγματιές στο χωριό, δεκαετία 1940  Ένα χαρτόνι, ζωγραφισμένη μια φάτνη, στημένη σ’ ένα ξύλο, παιδικές φωνές να ψάλλουν τα κάλαντα, το Χριστός γεννάτε σήμερον, με την ελπίδα ένα φιλοδώρημα, μια μπουκιά ψωμί, το χάραμα να τρέχουν στην εκκλησία να κάνουν χρυσό δόντι, μετά η λαχτάρα να γευτούν το Χριστουγεννιάτικο φτωχικό φαγητό εάν υπήρχε, ο παπάς ο άξονας της ύπαρξης του χωριού, αυτός που κρατούσε το ‘δεφτέρι’ λες και ήταν μπακάλης των βαπτίσεων, γάμων, θανάτων, αυτός που μας έλεγε για την γέννηση του θεανθρώπου.

 Απ’ έξω απ’ την εκκλησία κόχλαζαν τα πάθη, οι σκοτωμοί, η πείνα, η δυστυχία, η κοινωνία μας μικρή , ο κόσμος μας, τόσο κλειστός όσο χώραγε το μάτι σου. Και όμως ήταν Χριστούγεννα!

Χριστουγεννιάτικες Σταλαγματιές Αθήνα 1949

 Πρώτη φορά στην Αθήνα σε υπόγειο στην Καλλιθέα το κρύο τσουχτερό, αποβραδίς είχαμε προμηθευτεί μια κονσέρβα Αργεντινής Corned beef θα τρώγαμε κρέας. Του τηγανιού η λαδιά γέμισε την ατμόσφαιρα, μπήκε στα πνευμόνια μας, μας γέμισε ελπίδα αισιοδοξία, στην επαρχία ο εμφύλιος συνεχιζόταν, κι όμως ήταν Χριστούγεννα.

Χριστουγεννιάτικες Σταλαγματιές, Χάβρη Γαλλία 1950

Περπατούσαν στο μόλο και κοίταζαν την Ελληνική σημαία το βαπόρι τύπου Λίμπερτι, έκανε κρύο, ο άνδρας φορούσε πανωφόρι σε ένα χρώμα λαδί καρό, είχε τυλιγμένο το λαιμό του με κασκόλ, στο κεφάλι φόραγε ένα μπερέ, η γυναίκα και το παιδάκι ακολουθούσαν, φαινόταν ότι κρύωναν, σα να έτρεμαν. Κοίταξαν την Ελληνική σημαία που κυμάτιζε στην πρύμη του βαποριού μας, φαινόταν σα να δίσταζαν, μετά άνοιξαν βήμα και ανέβηκαν τη σκάλα. Με το που μπήκαν ο άνδρας μας χαιρέτησε Ελληνικά, είμαι ράφτης είπε δουλειά δεν έχω, κάτι είπε στη γυναίκα και το κοριτσάκι στα Γαλλικά. Του είπαμε περάστε μέσα, «τότε ήμουν πιτσιρικάς 17 ετών,» κάθισαν στην τραπεζαρία τους σερβίρισα καφέ, το μεσημέρι, τους σερβίραμε φαγητό, φαινόταν ότι πεινούσαν, ο μάγειράς μας δεν δυστρόπησε, ήταν κοντός στο ανάστημα καλός άνθρωπος Κορίνθιος, ονομαζόταν Αντρέας Καψάλης, φορούσε ένα καπέλο άσπρο ψηλό που έγερνε σε κάθε κίνηση του κεφαλιού του λες και φύσαγε αιγαιοπελαγίτικος μπάτης. Οι επισκέπτες μας κάθισαν μέχρι που βράδιασε, ξανά έφαγαν, έφυγαν, χάθηκαν στου λιμανιού τη σκοτεινιά. Και όμως ήταν Χριστούγεννα.

Χριστουγεννιάτικες σταλαγματιές Νέα Υόρκη 1951-52

Ήρθε η φιλόπτωχος, κάποιας ενορίας της Νέας Υόρκης, μερικές συμπαθητικές κυρίες, μαζί τους κι ένας ιερέας, μας μοίρασαν δωράκια γλυκά απ’ την πατρίδα, ξημέρωνε Χριστούγεννα.

Η σκηνή στα κρατητήρια του νησιού Έλλις. Είμασταν πολλά Ελληνόπουλα ναυτικοί που είχαν παραβιάσει την άδειά τους… Ήρθε και η ώρα συσσιτίου αυτοί μας φέρθηκαν πιο ανθρώπινα μας τάισαν γέμιση γαλοπούλας με cranberry sauce μετά ήρθαν οι δεσμοφύλακες βαρώντας τη μαγκούρα τους για κλείσιμο, σιωπητήριο. Εκεί ήρθαν τα όνειρα, τα πολλά τα κάγκελα είχαν φράξει την θέα απ το παράθυρο, αλλά εκεί στην κάτω δεξιά γωνιά, είχε μια τρύπα. Κολλούσα το μάτι μου σε αυτή και κοίταζα.

Από τόση δα μικρή τρυπούλα χωρούσαν τόσα πολλά πράγματα!

Απίστευτο. Φαινόταν σα να είχε ανοίξει ο ουρανός. Τεράστια στενόμακρα κτίρια είχαν κατεβεί και είχαν βάλει τις ρίζες τους πάνω στη γη σαν πλοκάμια θηρίου. Είχαν φυτρώσει στο απέναντι νησί Μανχάταν προσπαθούσαν ασφυκτικά να το πνίξουν. Φωτισμένα παράθυρα, άλλα κιτρινωπά χλωμά, άλλα στενόμακρα, άλλα κυκλικά, πολύχρωμα, μερικά σε ευθείες γραμμές, άλλα σε τεθλασμένες, όλα μαζί έδιναν την εντύπωση πλεξίματος δαντέλας. Για βελόνες οι τεράστιοι μυτεροί ουρανοξύστες. Έβλεπα το φωτάκι της σημαδούρας να αναβοσβήνει, αυτής που βοηθούσε την πορεία των βαποριών τη νύχτα. Αγκυροβολημένη στον ποταμό χορεύοντας με την λικνιστική κίνηση των κυμάτων με το καμπανάκι της να ακούγεται ως το παράθυρό μου ντιν, νταν, στη σιγαλιά της νύχτα έσκουζε και η μπουρού κοίταξα πιο ψηλά στον ουρανό τα αστέρια της νύχτας με το φως τους μου έστελναν την ελπίδα, ίσως να ήταν και το άστρο της Βηθλεέμ, κοιτάζοντας αυτά, ένοιωσα μια γαλήνη σκέφθηκα ότι ήταν Χριστούγεννα, εκεί αποκοιμήθηκα.

Με ξύπνησε θόρυβος από κλειδιά αυτά που κουδούνιζαν στα χέρια του δεσμοφύλακα, τρομαγμένος έτρεξα στο κρεβάτι μου, κρύφτηκα κάτω απ’ τα σκεπάσματα, η θέα από την τρύπα ήδη είχε αρχίσει να χλομιάζει.

 Και όμως ήταν Χριστούγεννα

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις