Πολλά έχουν γραφεί τις τελευταίες μέρες για τις εξελίξεις στο προσφυγικό, όπου ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων απροσδιόριστης προέλευσης έχει χρησιμοποιηθεί ως μέτρο πίεσης από το τουρκικό καθεστώς για την επίτευξη των διπλωματικών του στόχων έναντι της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βρεθήκαμε στην ανάγκη υπεράσπισης των συνόρων μας, στα πλαίσια της διεθνούς νομιμότητας της ηθικής τάξης και της ανθρωπιστικής ευαισθησίας, που πάντα μας χαρακτηρίζει ως λαό. Ωστόσο οι προσεγγίσεις, πολιτικές και δημοσιογραφικές ποικίλουν, όχι στην αντίληψη των αιτίων και των υπαιτίων της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί, αλλά στην αξιολόγηση της κυβερνητικής πολιτικής και των αποτελεσμάτων της, καθώς και στο θέμα της δικαιοδοσίας για εφαρμογή βίας από την πλευρά μας, στο πλαίσιο των ανθρωπιστικών παραμέτρων που έχει η κατάσταση στα σύνορα. Οι φύλακες των συνόρων μας δεν προσπαθούν να απωθήσουν στρατό, ούτε αγέλες πεινασμένων λύκων. Προσπαθούν να απωθήσουν παγιδευμένους αμάχους, μετανάστες ή πρόσφυγες.
Οι κυβερνητικοί χειρισμοί χαρακτηρίσθηκαν από πολλούς ως μονόδρομος ενώ ποικιλοτρόπως σχολιάσθηκε η ευρωπαϊκή στάση στο ζήτημα της στήριξης των θέσεών μας και χαρακτηρίσθηκε μάλλον ως υπεκφυγή.
Είναι βέβαιο ότι ο ρόλος της Ελλάδας είναι δύσκολος, γιατί γεωγραφικά βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή του προβλήματος. Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας σίγουρα έχουν κάθε διάθεση να αποφύγουν πρόσθετα βάρη, επιλέγοντας και προτείνοντας μια αρκετά ανώδυνη γι αυτούς οικονομική παροχή και όχι την ανάληψη ευθύνης για φιλοξενία ανθρώπων. Η παρουσία ωστόσο των τριών ευρωπαϊκών θεσμών στον Έβρο, στο πλευρό του Έλληνα Πρωθυπουργού στις 3/3/2020, υπογραμμίζει – τουλάχιστον ρηματικά και σημειολογικά – την ευρωπαϊκή ενότητα και νομιμοποιεί την ελληνική αντίδραση ως έγκυρη και συλλογική. Ο χειρισμός μιας κατάστασης από έναν εμπλεκόμενο θα μπορούσε να συκοφαντηθεί, να υπονομευτεί στο διεθνές πεδίο, να αλλοιωθεί στο πλαίσιο μιας αναμενόμενης προπαγάνδας. Η αποδοχή και η υποστήριξη σε μεγάλο βαθμό εξουδετερώνει τον κίνδυνο αυτό. Και ας μην είχαν οι δηλώσεις των εταίρων μας ακριβώς το περιεχόμενο που θα θέλαμε.
Ένα θέμα που σημειώνεται στην αρνητική κριτική για την δική μας στάση, όσον αφορά τις ανθρωπιστικές παραμέτρους των αποφάσεών μας, είναι η νομική διαδικασία στην διαχείριση των περιπτώσεων των ανθρώπων που με κάποιο τρόπο καταφέρνουν να περάσουν τα σύνορα. Συλλαμβάνονται για παράνομη είσοδο στη χώρα και αντιμετωπίζουν βαριές ποινές φυλάκισης και υψηλά πρόστιμα. Ο νόμος βέβαια υπάρχει και πρέπει να εφαρμόζεται και η αντικειμενικότητα αλλά και η ευαισθησία της Ελληνικής Δικαιοσύνης στα πλαίσια του νόμου είναι σαφώς αναμφισβήτητη. Όμως, όταν έχεις να κάνεις με ανθρώπους ταλαιπωρημένους και πιθανώς κατεστραμμένους οικονομικά, πώς μπορείς να τους υποβάλεις σε πρόστιμο 1.500 (ή και 10.000 € καθώς αναφέρεται στον τύπο), επιπλέον στην ποινή φυλάκισής τους, που μπορεί να φτάνει μέχρι τα 4 χρόνια;
Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο αναφέρεται ότι οι αρχιερείς των Εβραίων συνεδρίασαν και πήραν απόφαση τα τριάκοντα αργύρια, που επέστρεψε ο Ιούδας μετά την προδοσία του Χριστού, να μη τα βάλουν στο κορβανά, στο ταμείο του ναού, επειδή αποτελούσαν ήδη αντίτιμο αίματος από προδοσία, αλλά να αγοράσουν με αυτά τον αγρό του κεραμέως για την ταφή των ξένων. Αυτή είναι και η πρόταση στην οποία θέλω να καταλήξω με αυτό το μικρό άρθρο μου και όποιος μπορεί ας την μεταφέρει στον νομοθέτη:
Να μην βάλουμε τα χρήματα από τα πρόστιμα των προσφύγων στο δημόσιο ταμείο μας. Να τα βάλουμε σε ειδικό λογαριασμό και κάποτε θα αποφασίσουμε τι θα τα κάνουμε. Όταν όλα θα έχουν εξομαλυνθεί.
Διονύσης Γ. Γαρμπής, 5 Μαρτίου 2020