Ένας πλασιέ βιβλίων, βαριεστημένος και απίστευτα κακόκεφος, βρίζοντας την μαύρη του την μοίρα για την άθλια ζωή του, μπαίνει σε μια πολυκατοικία για να πουλήσει την πραμάτεια του.
Στο ισόγειο χτυπά το πρώτο κουδούνι.
Ο άντρας που του άνοιξε του ζήτησε ευγενικά να φύγει.
Η γυναίκα του έπαχε από βαριά κατάθλιψη και βρισκόταν κουκουλωμένη στο κρεβάτι, περιμένοντας τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα να δράσουν.
Χτύπησε το κουδούνι της απέναντι πόρτας.
Άνοιξε μια γυναίκα και τον κάλεσε μέσα.
Στην κουζίνα καθόταν ένας άντρας μπροστά από ένα τασάκι γεμάτα αποτσίγαρα, που έπινε αλκοόλ και κάπνιζε.
Το αντρόγυνο φαινόταν σε σχετικά άθλια κατάσταση.
Η ένταση ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα.
Αμφότεροι φορούσαν μαύρα ρούχα.
Το παιδί τους 14 χρονών σκοτώθηκε πριν λίγους μήνες από έναν μεθυσμένο οδηγό ο οποίος το εγκατέλειψε στο δρόμο και έφυγε.
Από τότε η ζωή τους έχει χάσει κάθε νόημα.
Που διάθεση για βιβλία.
Ο πλασιέ ανεβαίνει στον πρώτο όροφο.
Χτυπά ένα κουδούνι.
Ανοίγει μια γυναίκα η οποία φαίνεται πως μόλις πρίν λίγο έκλαιγε.
Του εκμυστηρεύτηκε ότι έπιασε κάτι στο στήθος της, σκληρό και μεγάλο και σε λίγο θα πάει για εξετάσεις.
Φοβάται πάρα πολύ γιατί ξέρει ότι η ζωή της μπορεί να αλλάξει έως το βράδυ.
Χτυπά το κουδούνι της απέναντι πόρτας.
Του ανοίγει ένα κοριτσάκι που φορά μάσκα και δεν έχει μαλλιά.
Σε λίγο μαθαίνει από τους γονείς της ότι διαγνώστηκε με λευχαιμία, κάνει βασανιστικές και απάνθρωπες για το μικρό κορμάκι της χημειοθεραπείες και περιμένει ως μάνα εξ’ουρανού μια επιτυχημένη μεταμόσχευση μυελού των οστών.
Ανεβαίνει στον δεύτερο όροφο.
Η πρώτη πόρτα ανοίγει απο μιά γυναίκα με μώλωπες και μελανιές στο πρόσωπο.
Μαθαίνει με δυσκολία, λόγω έντονης ντροπής, ότι ο σύζυγός της φροντίζει καθημερινά να την χτυπά και να την εξευτελίζει.
Στην απέναντι πόρτα γνωρίζει ένα ζευγάρι μεσήλικων με δύο παιδιά.
Αμφότεροι άνεργοι και με μικρή προοπτική εύρεσης νέας εργασίας.Δεν έχουν να πληρώσουν νοίκι και τρέχοντες λογαριασμούς.
Η μία τους κόρη σπουδάζει στην επαρχία.Δεν μπορούν να την συντηρήσουν πλέον οικονομικά και θα της ζητήσουν να σταματήσει τις σπουδές και να γυρίσει πίσω.
Ανεβαίνει στο τρίτο όροφο.
Γνωρίζει ένα ζευγάρι όπου ο άντρας πάσχει από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
Μόλις ετοιμαζόντουσαν να πάνε στο νοσοκομείο για αιμοκάθαρση, όπως κάνουν κάθε τρείς μέρες εδώ και 15 συναπτά έτη.
Στην πόρτα απέναντι ζεί μια οικογένεια που το παιδί τους πάσχει από αυτισμό.
Η καθημερινότητά τους δύσκολη και ψυχοφθόρα.
Ειδικά σχολεία, ψυχολόγοι, καβγάδες, ένταση, 24ώρη επαγρύπνηση, υφέρπον ρατσισμός από τον περίγυρο.
Ανεβαίνει στον τέταρτο όροφο.
Γνωρίζει μιά ηλικιωμένη γυναίκα που ζεί μόνη.
Η σύνταξή της δεν επαρκεί ούτε για τα φάρμακα.
Τα παιδιά της την έχουν εγκαταλείψει και βιοπορίζεται μέσω της φιλανθρωπίας των γειτόνων.
Στο απέναντι διαμέρισμα ζεί μια οικογένεια με παιδί ΑΜΕΑ.
Ζωή ανυπόφορη. Τα νεύρα των γονιών τεντωμένα και το αναπηρικό καροτσάκι να χτυπά σε όλα τα έπιπλα του μικρού διαμερίσματος.
Ανεβαίνει και στον τελευταίο όροφο.
Στο πρώτο διαμέρισμα τον υποδέχεται ένας άντρας με εμφανή όμως σεξουαλικό προσανατολισμό.
Η κουβέντα γίνεται βαριά και δύσοσμη όταν ο πλασιέ μαθαίνει από τον ομοφυλόφιλο άντρα τις προσβολές, τις ταπεινώσεις και τις ρατσιστικές συμπεριφορές που δέχεται καθημερινά
Ασφυκτιά και υπομένει.Σκέφτεται ακόμα και την αυτοκτονία.
Στην τελευταία πόρτα γνωρίζει έναν άντρα που έκανε τυχαίες αιματολογικές εξετάσεις και αξονική τομογραφία και βρέθηκε ότι πάσχει από εκτεταμένο και σχεδόν ανεγχείρητο καρκίνο στο πάγκρεας.
Η θλίψη στα μάτια του απερίγραπτη.
Ξέρει ότι η κλεψύδρα γι’αυτόν σύντομα θα αδειάσει.
Ο πλασιέ ετοιμάζεται να φύγει από την πολυκατοικία όταν συνειδητοποιεί ότι υπάρχει και ρετιρέ.
Ένα όμορφο ζευγάρι 30άρηδων τον υποδέχεται.
Το σπίτι αποπνέει οικονομική ευμάρεια.
Στην πορεία της κουβέντας μαθαίνει ότι το ζευγάρι κατατρώγεται από το άγχος.
Άγχος για την αρτιότητα της εξωτερικής εμφάνισης, άγχος για το τελευταίο τατουάζ της γυναίκας που μάλλον το μετάνιωσε, άγχος για το αυτοκίνητο που είναι στο συνεργείο, άγχος για ένα σπυράκι στην μασχάλη του άντρα, άγχος γιατί το καλοκαίρι λόγω κορονοιού δεν ξέρουν που θα πάνε διακοπές, άγχος γιατί πρέπει να αλλάξουν τις τηλεοράσεις και να πάρουν smart, άγχος γιατί ο σκύλος τους δείχνει τελευταία βαριεστημένος, άγχος για μια ανεπαίσθητη τριχόπτωση που έχει παρατηρήσει ο άντρας, άγχος, άγχος και πάλι άγχος.
Ο πλασιέ φεύγει τρέχοντας και παίρνει το ασανσέρ.
Βγαινει στον καθαρό αέρα και γεμίζει τα σκασμένα πνευμόνια του με μιά γερή δόση.
Ο ήλιος τον ζεσταίνει.
Η μέρα είναι θαυμάσια.
Νιώθει γερός και υγιής.
Δεν πρόκειται να πάει σε άλλη πολυκατοικία.
Θα απολαύσει την χαρά της τωρινής του παντοδυναμίας.
Θα πάει για καφέ, θα πάει να χαλαρώσει και να απολαύσει την όμορφη μέρα.
Δεν έχει όρεξη να γκρινιάξει πάλι.
Γιατί άλλωστε?
Μαρκάτος Αναστάσιος