Ουτοπικές επιθυμίες Νέα Υόρκη
Μου είχε γίνει συνήθεια να ξυπνώ πέντε λεπτά πριν λαλήσει το ξυπνητήρι, 3:00 χαράματα, πατούσα το κουμπί πάλι και το απενεργοποιούσα. Έριχνα νερό στα μάτια μου έτσι για να φύγουν οι τσίμπλες, ντυνόμουν κι έβγαινα στον δρόμο.
Γράφει ο Γαβρίλης Παναγιωσούλης
Έβανα εμπρός το αυτοκίνητο ξεκινούσα οδηγώντας στους έρημους δρόμους της Νέας Υόρκης, κρατώντας το τιμόνι, σφιχτά με τα δυο μου χέρια, μέχρι να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν. Στη διαδρομή κοίταζα τ’ άστρα, το φεγγάρι αν υπήρχαν, αν όχι κοίταζα τη μαύρη μούχλα που ήταν ντυμένοι οι δρόμοι, τότε άρχιζαν τα όνειρα, αυτά μου έδιναν ένα θάρρος να συνεχίζω να υπάρχω, ένα πείσμα να νικήσω τη ζωή, την ξενιτιά, τις περιστάσεις, μέχρι να έρθει η λευτεριά, μέχρι να ξαναβρώ τον εαυτό μου, έτσι νόμιζα. Γυρίζοντας μια μέρα στο μέρος μου, θα εύρισκα αυτά που άφησα, αυτά που ήξερα. Μια ουτοπία που τόξερα ότι ήταν ουτοπία, έλα όμως που χωρίς αυτή την πίστη, η ζωή θα ήταν ωμή, άθρησκη, απαίσια. Μου φαινόταν βουνό η πράξη της προσαρμογής. Τέρμα τα όνειρα, έφθασα στον προορισμό μου, εκεί που έπρεπε για το μεροκάματο.
Μια αρμαθιά κλειδιά ήταν στις τσέπες μου. 4 η ώρα πρωινή, παρκάριζα στην άκρη του δρόμου και περίμενα να έρθει από την αντίθετη πλευρά κι ένα άλλο αυτοκίνητο ενός μεξικανού, εργάτη του εστιατορίου. Απότομα σταματούσαν οι σκέψεις.
Περίμενα και φοβόμουν τη νυχτερινή μοναξιά, Δεν κυκλοφορούσε κανένας πριν φέξει, έτσι όταν έβλεπα τα φώτα του άλλου αυτοκινήτου που ερχόταν από την αντίθετη πλευρά έπαιρνα θάρρος, σκεφτόμουν, ‘έλα πάλι τυχερός ήμουν,’ άλλη μια μέρα που φάνηκε συνεπής και ήρθε στη δουλειά του. Πάντα είχα ένα μικρό αγκάθι αμφιβολίας αν τα φώτα του αντιθέτου ερχόμενου αυτοκινήτου δεν ήταν αυτά που περίμενα εγώ. Μαζί ανοίγαμε την πόρτα της αυλής αυτής που χρησιμοποιούσαμε για γκαράζ… κλειδώναμε πίσω μας την πόρτα και βάναμε μπρος το μαγείρεμα για Breakfast…. άλλη μια μέρα ξημέρωσε ένας καινούργιος ήλιος ανέτειλε στον ορίζοντα, αλλά ήταν ένας ήλιος της νύχτας, που για άλλη μια φορά ήταν γεμάτος ουτοπικές, ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης