Μια φορά και ένα καιρό σε ένα μέρος μακρινό, καλούμενο ως «ο ομφαλός της γης», ζούσε μία μικρή δολοπλόκα σφίγγα.
Κάθε πρωί που ξύπναγε στροβίλιζαν στο μυαλό της, οι επόμενες σκανδαλιές που θα έκανε…
Πότε τσίμπαγε το γάιδαρο του κυρ Μπάμπη με αποτέλεσμα, ν αρχίζει να κλωτσάει και να γκαρίζει σαν τρελός, πότε τσίμπαγε τον καημένο τράγο, την ώρα που «κρέμονταν» στους γκρεμνούς του Μύρτου, πότε κυνηγούσε τους περαστικούς οδηγούς αναγκάζοντάς τους να πετάγονται από το αμάξι τους, ωσάν το χταπόδι από ΄τη θαλάμη του, πότε…
Τελειωμό δεν είχαν οι «ζαβολιές» της μικρής «άτακτης» σφίγγας, μέχρι που αποφάσισε να κάνει συμμαχία με τον «Άνθρωπο»!
Όχι τον οποιοδήποτε άνθρωπο, αλλά τον «άνθρωπο» που βρίσκεται ΠΑΝΤΑ τη κατάλληλη στιγμή, στο σωστό μέρος … «εκτελώντας» την ανίερη πράξη του με επιτυχία.
Τον «ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ άνθρωπο»! Το όνομα αυτού «ΕΜΠΡΗΣΤΗΣ»!
Ποτέ πριν έντομο και άνθρωπος δεν «συμμάχησαν», στην επιδίωξη ενός κοινού σκοπού, ενός κοινού στόχου!
Ο εμπρηστής λοιπόν είχε το «συνήθειο» να βάζει φωτιές ακόμα και εκεί που ΔΕΝ χρειάζονταν… Γιατί άλλο να βάζεις φωτιά για να κάψεις τα λιόκλαρα το Δεκέμβρη και άλλο να βάζεις φωτιά στις πλαγιές των βουνών ή στο δάσος με σύμμαχο πάντα τον αέρα ή να καις το σπίτι ή το αυτοκίνητο κάποιου… με το αζημίωτο πάντα.
Αυτός ο «κατάλληλος άνθρωπος» είχε κάποιες φορές και σύμμαχο το «ΝΟΜΟ», που εκ’ των προτέρων ή καμιά φορά εκ’ των υστέρων, τον δικαιολογούσε για τη πράξη του… με αποτέλεσμα αρκετές φορές στη θέση των «περήφανων» δέντρων, των αιωνόβιων πουρναριών, των μοσχομυριστών βοτάνων όπως ρίγανης και θυμαριού να «ξεφυτρώνουν» πανύψηλοι μεταλλικοί γίγαντες που περιέργως παρήγαγαν ρεύμα πιο ακριβό από το συνηθισμένο ή κάτι θεόρατα κτίρια –ξενοδοχεία καζίνο- θαρρώ πως τα λένε, όπου συνάνθρωποι του «κατάλληλου ανθρώπου», παίζουν με τη τύχη τους, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των απλών ανθρώπων…
Συμμάχησαν λοιπόν στην εκτέλεση ενός σχεδίου που όμοιό του δεν ξανάγινε!
Θα ‘κάναν τους ανθρώπους, να βήχουν σαν να τους «έκατσε» ψαροκόκαλο, να τσούζουν τα μάτια τους σαν να τους καθάριζαν κρεμμύδια και να κρατάνε κλειστή τη μύτη τους από τη μπόχα σαν να «έψηναν» τις παντούφλες τους στο φούρνο!
Το σχέδιο απλό και εύκολο!
Δεν είχαν παρά να επισκεφτούν τη περιοχή όπου, οι περισσότεροι άνθρωποι αποφεύγουν, γιατί δυστυχώς, υπάρχουν και κάποιοι που σαν τους «χρυσοθήρες» ψάχνουν και ψάχνουν ανάμεσα στα άχρηστα, στα πεταμένα, στα απόβλητα, στη ΧΩΜΑΤΕΡΗ.!
Σ’ αυτό λοιπόν το μέρος, τη ΧΩΜΑΤΕΡΗ υπάρχει ο φύλακάς, ο άνθρωπος που φροντίζει για την ευταξία σ ’αυτό το «άναρχο» περιβάλλον.
Τη κατάλληλη στιγμή λοιπόν, η σφίγγα δεν είχε παρά να κάνει πράξη αυτό που ήξερε. Να τσιμπήσει το φύλακα, να τον πονέσει να τον κάνει να τρέξει να γλυτώσει ζητώντας βοήθεια, ώστε ο εμπρηστής με ελεύθερο πλέον το πεδίο να δράσει ανενόχλητος, πάντα με σύμμαχο τον…αέρα!
Έτσι και έγινε!
Μια όμορφη μέρα του καλοκαιριού, όπου η αύρα της θάλασσας «χόρευε» με τους λουόμενους και ο ήλιος έβαλε στοίχημα με τον μαΐστρο να ξεντύσει όλους τους ανθρώπους, η σφίγγα και ο εμπρηστής εκτέλεσαν το σχέδιο κατά γράμμα!
Μαύρος καπνός σηκώθηκε κάθετα από τη χωματερή προς τον ουρανό σμίγοντας με το άσπρο σύννεφο πάνω ψηλά , προοιωνίζοντας γι’ αυτό που θα ακολουθούσε…
θύμιζε μανιτάρι…
Σφίγγα και εμπρηστής τα κατάφεραν!
Ιωαννάτος Σπύρος
Πρόκειται για μια φανταστική ιστορία που ουδεμία σχέση έχει με την παραγματικότητα .