«… Επειδή ο μόνος τρόπος για να αντέξουμε και να ξεπεράσουμε μία κρίση είναι να συσπειρωθούμε, να ακουμπήσουμε στους οικείους μας, να στηριχτούμε, να τους στηρίξουμε και να αντέξουμε μαζί, ίσως εντέλει η πανδημία να είναι μια ευκαιρία να εκτιμήσουμε ξανά τη σημασία της δέσμευσης και της αφοσίωσης. Δηλαδή, της άνευ όρων αγάπης. Κι ο θάνατος που βρίσκεται διαρκώς μπροστά στα μάτια μας, ίσως μας βοηθήσει να αναγνωρίσουμε το ενδεχόμενο της απώλειας και τη σημασία της ύπαρξης των σημαντικών για μας ανθρώπων στη ζωή μας».
Μετράμε ήδη δέκα μήνες σε απόσταση, χωρίς φυσική επαφή, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για μία συνθήκη η οποία θα συνεχιστεί αρκετό καιρό μετά την έναρξη του εμβολιασμού.
Η δυστοπία της πανδημίας για την οποία συζητούσαμε την άνοιξη (που στην Ελλάδα μάς βρήκε πάνω στην πρώτη ανάσα μετά τη δεκαετή κρίση) έχει εγκατασταθεί στη ζωή μας με όλα όσα αυτό σημαίνει. Η μοναξιά -και η εξάντληση του ανοσοποιητικού που επιφέρει-, η αποσύνδεση από τον κοινωνικό ιστό, ο θυμός και ο φόβος για τον αόρατο εχθρό, ο θάνατος των συνανθρώπων μας που ανακοινώνεται στην ημερήσια έκθεση του ΕΟΔΥ, αποτελούν μέρος της νέας καθημερινότητας.
Από το εορταστικό τραπέζι των Χριστουγέννων θα λείψουν εφέτος αγαπημένοι συγγενείς και φίλοι, καθώς το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των συναθροίσεων ορίζεται στα εννέα άτομα, που προέρχονται από δύο οικογένειες, ενώ παραμένει σε ισχύ η απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 5 το πρωί της επομένης.
Τα Χριστούγεννα στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα θα εγγραφούν στην ιστορία ως τα Χριστούγεννα της πανδημίας. Ως τα Χριστούγεννα χωρίς αγκαλιά.
Η κ. Ντάβου χαρτογραφεί τις αλλαγές, σημειώνει ότι «τα δύσκολα συναισθήματα είναι η φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση σε μια σοβαρή κρίση -εάν δεν τα νιώθαμε θα ήταν ανησυχητικό, γιατί θα σήμαινε απουσία επαφής με την πραγματικότητα» και μεταφέρει το αισιόδοξο μήνυμα ότι «… η ιστορία μας δείχνει και θέλω να ελπίζω ότι, ναι, είμαστε αρκετά ανθεκτικοί για να τα καταφέρουμε, αλλά θα χρειαστούμε μεγάλη υπομονή και προσπάθεια».
Ο κοινός νους λέει ότι όσο περισσότερο διαρκεί μία κατάσταση γενικευμένης απειλής, τόσο μεγαλύτερες είναι οι κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις. Άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet (Σεπτέμβριος 2020) αναφέρει ότι οι συνέπειες μία περιόδου απομόνωσης μόλις δέκα ημερών, ενδέχεται να έρθουν στην επιφάνεια -με την εμφάνιση συμπτωμάτων διαταραχής- ακόμη και σε βάθος χρόνου τριών ετών.
Να πω καταρχάς, ότι μολονότι στον καθημερινό λόγο τα χρησιμοποιούμε ως συνώνυμα, η καραντίνα και η απομόνωση είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η καραντίνα αφορά τον περιορισμό της κίνησης ανθρώπων που έχουν πιθανώς εκτεθεί σε μια μεταδοτική ασθένεια ώστε να μην τη μεταδώσουν σε άλλους, έως ότου βεβαιωθούν ότι οι ίδιοι δεν νοσούν. Η απομόνωση, ωστόσο, αναφέρεται στο διαχωρισμό των ανθρώπων που έχουν ήδη διαγνωστεί με τη μεταδοτική νόσο, έως ότου η υγεία τους αποκατασταθεί. Στην επικοινωνία με το κοινό, οι φορείς της πολιτείας και της δημόσιας υγείας εξισώνουν αυτές τις δύο συνθήκες, ίσως επειδή και οι δυο, υπό τη στενή τους έννοια έχουν σαφές χρονικό όριο. Στην πρώτη περίπτωση, εάν το άτομο δεν νοσήσει μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, η καραντίνα λήγει. Στη δεύτερη περίπτωση -και εξαιρώντας το απευκταίο ενδεχόμενο του θανάτου- η απομόνωση τελειώνει όταν η υγεία του ανθρώπου αποκατασταθεί. Και στις δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος έχει κάτι σαφές να περιμένει μέσα σε ένα δεδομένο χρόνο, άρα μπορεί να υπομένει και να ελπίζει.
Αυτό που απουσιάζει στην ιδιότυπη συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε σχεδόν όλο τον τελευταίο χρόνο είναι το «έως ότου». Ενώ οι περισσότεροι από εμάς δεν νοσούμε ούτε έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι εκτεθήκαμε στον ιό της Covid-19, βρισκόμαστε σε μια «προληπτική» καραντίνα η οποία δεν έχει κανένα ορατό χρονικό όριο. Δεν ξέρουμε μέχρι πότε χρειάζεται να κάνουμε υπομονή. Η ψευδαίσθηση ότι απελευθερωθήκαμε όταν τελείωσε η εαρινή προληπτική καραντίνα κατέρρευσε. Έκτοτε, οι συνεχείς διακυμάνσεις των περιοριστικών μέτρων -που για ευνόητους λόγους προσπαθούν να προλάβουν την κατάρρευση του συστήματος υγείας και της αγοράς- μας φέρνουν διαρκώς σε μια «υπό αίρεση» κατάσταση, χωρίς χρονικό όριο ή με χρονικό εύρος που διαρκώς μεταβάλλεται.
Ούτε να επιστρέψουμε στην «κανονικότητα» μπορούμε- ό,τι κι αν σημαίνει η λέξη αυτή- αλλά ούτε και να ανακαλύψουμε και να εφαρμόσουμε μια νέα ρουτίνα στην καθημερινή ζωή, για να αντέξουμε έως ότου επέλθει η πολυπόθητη ανοσία, καταφέρνουμε, γιατί τα σημεία αναφοράς μας μεταβάλλονται διαρκώς.
Ένα απλό παράδειγμα είναι το άνοιγμα και το κλείσιμο των σχολείων. Πριν καλά-καλά προλάβουν οι μικροί μαθητές να συνηθίσουν τις νέες συνθήκες της μάσκας, της σχολαστικής καθαριότητας και της διαπροσωπικής απόστασης από τους συμμαθητές τους, επέστρεψαν και απομονώθηκαν στα σπίτια τους και χρειάστηκε να εξοικειωθούν σε ελάχιστο χρόνο με την ακινησία μπροστά σε μία οθόνη, με μεθόδους διδασκαλίας και ωράρια τελείως διαφορετικά από αυτά που έως τότε ήξεραν. Αυτές, οι κάθε τόσο καινούριες και διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, χωρίς ορατό χρονικό όριο, δημιουργούν μεγάλη αγωνία και αναστάτωση.
Οι έρευνες σε προηγούμενες πανδημίες κατέδειξαν ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να τηρούν οι φορείς της πολιτείας το χρονικό όριο της καραντίνας που ανακοινώνουν και όχι να το παρατείνουν. Για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε καραντίνα, οι παρατάσεις, ακόμη και όταν είναι μικρές, επιδεινώνουν τη σύγχυση και την αποθάρρυνση.
Τώρα, ως προς την δημοσίευση στο Lancet, στην οποία αναφερθήκατε. Είναι μία συνεξέταση των αποτελεσμάτων ερευνών που έγιναν στο παρελθόν, σε πανδημίες από άλλους ιούς (SARS, Ebola, H1N1 κ.ά.), σε δέκα χώρες, η οποία πράγματι δείχνει ότι όσο αυξάνεται ο χρόνος της καραντίνας ή και της απομόνωσης, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες εμφάνισης μετατραυματικού άγχους, σύγχυσης, θυμού, ανίας, εξουθένωσης, κατάχρησης ουσιών και άλλων συμπτωμάτων κατάθλιψης. Η εμφάνιση των συμπτωμάτων αυτών σε βάθος χρόνου τριών ετών αφορούσε κυρίως υγειονομικό προσωπικό που χρειάστηκε να μπει σε καραντίνα.
Αλλά αυτό που μένει σε βάθος χρόνου σε αρκετούς ανθρώπους, όπως έδειξε μία από τις έρευνες που εξετάστηκαν σε αυτή τη δημοσίευση, είναι μακροπρόθεσμες αλλαγές στην καθημερινή ρουτίνα, όπως το ψυχαναγκαστικό πλύσιμο των χεριών, η αποφυγή του συνωστισμού και μια καθυστέρηση αρκετών μηνών, έως ότου οι άνθρωποι επανέλθουν στις παλιές καθημερινές τους συνήθειες.
Σχεδόν όλες οι έρευνες που συνεξετάστηκαν, όμως, έδειξαν αυτό που οι περισσότεροι ήδη ξέρουμε, γιατί το βιώνουμε οι ίδιοι: συναισθήματα δύσκολα να τα αντέξει και να τα διαχειριστεί ο άνθρωπος για μεγάλα χρονικά διαστήματα, όπως είναι ο θυμός, ο φόβος, η ματαίωση, η αίσθηση ανημποριάς, η μοναξιά, η ευερεθιστότητα, η θλίψη και η ανησυχία.
Τα ίδια συναισθήματα ανέδειξε και η έρευνα που έγινε το Σεπτέμβριο από την ΔιαΝΕΟσις σε μεγάλο δείγμα του ελληνικού πληθυσμού. Και τα συναισθήματα αυτά δεν γεννιούνται μόνον ως απευθείας επακόλουθο της πανδημίας και του φόβου να νοσήσει κάποιος, αλλά και από τις επιδράσεις της κοινωνικής απομόνωσης, δηλαδή της αντικειμενικής απουσίας αλληλεπιδράσεων με άλλους ανθρώπους και της απουσίας κοινωνικής και φυσικής επαφής.
Οι Έλληνες είμαστε λαός ανθεκτικός. Έχουμε μια μακριά ιστορία από κρίσεις και ανακάμψεις και ένα αρκετά ισχυρό ακόμη οικογενειακό δίκτυο, που λειτουργεί ως υποστηρικτικό πλαίσιο. Αλλά…
-Η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία, ικανότητες καθοριστικές στην ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης, είναι μια αχτίδα φωτός (ακόμη κι όταν τα αποθέματα μας είναι πια ισχνά); Όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει εν καιρώ πολέμου;
Η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία απέναντι στις πιέσεις της ζωής είναι συστατικά μιας ψυχικής ιδιότητας, της ανθεκτικότητας, που περιλαμβάνει επίσης την ικανότητα αντοχής στο στρες, τη δυνατότητα επούλωσης συναισθηματικών τραυμάτων, ανάκτησης της χαμένης ζωτικότητας και αξιοποίησης ενός οδυνηρού βιώματος, ώστε αυτό να οδηγήσει σε ένα νέο σχέδιο ύπαρξης και βίου, δηλαδή σε καινούρια νοήματα και τρόπους ζωής. Χρειάζεται, δηλαδή, να ανακαλύψουμε καινούριες συνήθειες και δραστηριότητες που έχουν σημασία για μας, καινούριες προτεραιότητες στη ζωή μας. Αλλά αυτό δεν είναι εύκολο σε διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Η ανθεκτικότητα επηρεάζεται από το είδος του τραυματικού συμβάντος (συγχωρούμε ευκολότερα τη φύση, αλλά όχι ό,τι προκαλείται από τον άνθρωπο), από την ιστορία του ατόμου ή της κοινότητας πριν από το συμβάν, από τον αν υπάρχει, δηλαδή, εμπειρία από προηγούμενές δύσκολες συνθήκες που ξεπεράστηκαν. Επηρεάζεται από τα αν είχαμε υποστήριξη σε προβλήματα του παρελθόντος, πόσο συλλογικά και ενεργητικά τα αντιμετωπίσαμε και εάν καταφέραμε να κατανοήσουμε τι και γιατί συνέβη και με ποιο τρόπο αυτό που συνέβη μετέβαλε τη ζωή μας και μας άλλαξε σε επίπεδο προσωπικό.
Οι Έλληνες είμαστε λαός ανθεκτικός. Έχουμε μια μακριά ιστορία από κρίσεις και ανακάμψεις και ένα αρκετά ισχυρό ακόμη οικογενειακό δίκτυο, που λειτουργεί ως υποστηρικτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο νιώθουμε αρκετά ασφαλείς και μπορούμε να διεργαστούμε τα όσα συμβαίνουν, κι ας νιώθουμε μεγάλη δυσπιστία και ανασφάλεια όσον αφορά τους θεσμούς. Αλλά, η αντοχή των ανθρώπων έχει και αυτή τα όρια της. Ένας σημαντικός παράγοντας που σχετίζεται με την ψυχολογική πίεση είναι η διάρκεια της καραντίνας, που όταν ξεπερνά το δεκαήμερο αυξάνει τις πιθανότητες μετατραυματικού στρες.
Επιπλέον, μολονότι έχουμε υπάρξει ανθεκτικοί στο παρελθόν, στο παρόν οι έρευνες στην Ελλάδα καταγράφουν ότι οι πολίτες νιώθουν μια γενικευμένη αίσθηση κινδύνου, μεγάλη οικονομική ανασφάλεια, πτώση της παραγωγικότητας, απουσία χαράς και την αίσθηση ότι η ζωή τους έχει αλλάξει σημαντικά.
Αυτή είναι και η πραγματικότητα, αφού ενώ δουλεύουμε το ίδιο ή και περισσότερο από πριν, συναντάμε λιγότερο τους φίλους μας, δεν συμμετέχουμε σε κοινωνικές εκδηλώσεις, δεν ταξιδεύουμε και έχουμε στερηθεί τους χώρους κοινωνικής συνάφειας (τα εστιατόρια και τα καφενεία), που ήταν παραδοσιακά ο σταθερός τόπος συναναστροφής μας.
Έχουμε χάσει δηλαδή μεγάλο μέρος των διαχρονικών σημείων αναφοράς της ζωής που ζούσαμε πριν ξεσπάσει η πανδημία. Άλλαξε ο τρόπος που συναναστρεφόμαστε φίλους και συνεργάτες, άλλαξε ο φυσικός χώρος της εκπαίδευσης και της εργασίας και αυξήθηκε κατακόρυφα η μοναξιά. Κι ακόμη και εάν συναντήσουμε ένα-δύο πολύ οικείους μας ανθρώπους, δεν μπορούμε να τους αγκαλιάσουμε ή να τους φιλήσουμε.
Υπάρχει μια μόνιμη και αμήχανη προσπάθεια τήρησης των μέτρων. Κοντοστεκόμαστε, κάνουμε χειραψία; δεν κάνουμε; Τραβάμε λίγο τη μάσκα, την ξαναβάζουμε στη θέση της. Πού πρέπει να σταθούμε ή να καθίσουμε; Άλλαξε ακόμη και η χροιά της φωνής, η προσωδία, ο τονισμός μέσα από τη μάσκα.
Χάθηκαν αγαπημένα στέκια, δραστηριότητες και άνθρωποι που τόνωναν την αίσθηση της προσωπικής μας αξίας και επάρκειας, και που ήταν σταθερές πτυχές της ταυτότητάς μας. Όλα αυτά είναι εξαιρετικά αποσταθεροποιητικά.
Οι έρευνες που έγιναν σε προηγούμενες πανδημίες έδειξαν ότι η καραντίνα εξακολουθεί να είναι πηγή αναστάτωσης, για πολλούς μήνες μετά την άρση της.
Οπότε, για να απαντήσω ευθέως στην αρχική σας ερώτηση, η ιστορία μας δείχνει και θέλω να ελπίζω ότι, ναι, είμαστε αρκετά ανθεκτικοί για να τα καταφέρουμε, αλλά θα χρειαστούμε μεγάλη υπομονή και προσπάθεια.
-Αυτά είναι τα Χριστούγεννα χωρίς αγκαλιά. Υπάρχει αντίδοτο, κάποιες απλές οδηγίες σε αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που η επιστημονική κοινότητα μπορεί να προτείνει προκειμένου να περάσουμε τη στενωπό;
Όλα τα δύσκολα συναισθήματα που ανέφερα πιο πάνω είναι η φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση σε μια σοβαρή κρίση. Εάν δεν τα νιώθαμε θα ήταν ανησυχητικό, γιατί θα σήμαινε απουσία επαφής με την πραγματικότητα. Χρειάζεται όμως να τα αναγνωρίσουμε και να τα αποδεχτούμε, ώστε να μην μετατραπούν σε «διαταραχή», κι ύστερα να ανακαλύψουμε τρόπους να τα καταλαγιάσουμε και να τα εξισορροπήσουμε με ό,τι μικρές χαρές μπορεί ο κάθε ένας από μας να βρει στο καθημερινό του περιβάλλον.
Υπάρχουν μικρές χαρές και πρέπει να τις ανακαλύψουμε γύρω μας, γιατί μόνον αυτές θα μας βοηθήσουν να αντέξουμε. Τα παράπονα και οι γκρίνιες μπορεί να λειτούργησαν ως εκτόνωση τον πρώτο καιρό της κρίσης, αλλά το να συνεχίσει κανείς να αναμασά δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο που γεννά ακόμη περισσότερα δυσάρεστα συναισθήματα.
Η πανδημία μας υποχρεώνει να επαναπροσδιορίσουμε τις σχέσεις μας: από το πλήθος σε μια-δυο σημαντικές, από την επιφάνεια στο βάθος και από την καταναγκαστική διασκέδαση στην ουσία.
Τι θέλω να πω με αυτό; Άκουσα τις προάλλες για ένα διαδικτυακό πάρτι γενεθλίων, που οργάνωσε η μητέρα ενός μικρού παιδιού του δημοτικού. Ολόκληρη η τάξη του θα ήταν παρούσα σε μια διαδικτυακή πλατφόρμα, με καπελάκια και σφυρίχτρες, και την ώρα που το παιδάκι θα έσβηνε τα κεράκια, οι συμμαθητές του θα τραγουδούσαν τα χρόνια πολλά και θα χτυπούσαν παλαμάκια.
Δεν ξέρω αν είναι η πανδημία που άλλαξε τον «ορισμό» της αγάπης ή αν απλώς ανέδειξε αλλαγές που έχουν ήδη επισυμβεί στη μετανεωτερική εποχή
Και αναρωτήθηκα γιατί ήταν τόσο απαραίτητο ένα τέτοιο μεγάλο πάρτι εξ αποστάσεως, όπου το παιδί βλέπει τους συμμαθητές του, αλλά δεν μπορεί να τους αγγίξει, δεν μπορεί να παίξει, να κινηθεί, να εκτονωθεί; Όπου ο άλλος γίνεται ακόμη περισσότερο απών από όσο ήδη είναι; Δεν θα ήταν μεγαλύτερη η ικανοποίηση και πιο πραγματική η χαρά γι’ αυτό το παιδάκι που γιόρταζε, εάν έσβηνε τα κεράκια του και έπαιζε με τη μάσκα του, με ένα-δυο φίλους του σε φυσικό χώρο, στην πυλωτή, στο δρόμο, στο μπαλκόνι, σε ό,τι τέλος πάντων διαθέτει η οικογένεια;
Νομίζω επίσης, ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε ή έστω να αναστείλουμε επ’ αόριστον την ιδέα περί «επιστροφής στην κανονικότητα» και να κοιτάξουμε τι μπορούμε να κάνουμε εδώ και τώρα, με ό,τι εργαλεία και ό,τι πόρους έχει ο καθένας μας.
Να κοιτάξουμε κατά πρόσωπο τις αλλαγές που επέρχονται, κοινωνικές και οικονομικές, να προετοιμαστούμε γι’ αυτές και να αντισταθούμε όσο μπορούμε σε όσες γίνονται αυτομάτως, πριν προλάβουμε να τις συνειδητοποιήσουμε, όπως π.χ. στη διείσδυση μέσω της τεχνολογίας της εργασιακής μας ζωής στον προσωπικό και οικογενειακό μας χώρο 24 ώρες το 24ωρο, επί επτά μέρες την εβδομάδα. Να σκεφτούμε κριτικά, τα μέτρα που επιβάλλονται και τις προεκτάσεις τους και να προετοιμαστούμε για όσα δεν θέλουμε να παγιωθούν. Η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία είναι σημαντικές, αλλά έχουν ως παρενέργεια την άκριτη υποταγή.
-Ο ορισμός της αγάπης στα βιβλία της ιστορίας του μέλλοντος για την πρώτη πανδημία του 21ου αιώνα, θα επαναπροσδιοριστεί;
Δεν ξέρω αν είναι η πανδημία που άλλαξε τον «ορισμό» της αγάπης ή αν απλώς ανέδειξε αλλαγές που έχουν ήδη επισυμβεί στη μετανεωτερική εποχή. Αλλαγές στις σχέσεις των ανθρώπων που επέφερε ο καταναλωτισμός, η γρήγορη και άκοπη εναλλαγή αντικειμένων, φίλων, συντρόφων, η ψευδαίσθηση των πολλαπλών ατέρμονων επιλογών και η ευκολία που ήδη προσέφεραν τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα για αναρίθμητες εξ αποστάσεως συνευρέσεις και επιφανειακές «φιλίες», που όσο εύκολα συνάπτονται άλλο τόσο εύκολα καταργούνται. Όλα όσα δηλαδή, όχι μόνον δεν προϋποθέτουν τη δέσμευση που απαιτεί η αγάπη, αλλά αντίθετα διευκολύνουν μια άκοπη, επιπόλαια και ρηχή σύνδεση με τον άλλο.
Αλλά επειδή ο μόνος τρόπος για να αντέξουμε και να ξεπεράσουμε μία κρίση είναι να συσπειρωθούμε, να ακουμπήσουμε στους οικείους μας, να στηριχτούμε, να τους στηρίξουμε και να αντέξουμε μαζί, ίσως εντέλει η πανδημία να είναι μια ευκαιρία να εκτιμήσουμε ξανά τη σημασία της δέσμευσης και της αφοσίωσης. Δηλαδή, της άνευ όρων αγάπης. Κι ο θάνατος που βρίσκεται διαρκώς μπροστά στα μάτια μας, ίσως μας βοηθήσει να αναγνωρίσουμε το ενδεχόμενο της απώλειας και τη σημασία της ύπαρξης των σημαντικών για μας ανθρώπων στη ζωή μας.
-Οι ευχές σας για το 2021;
Να επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητες και αυτά που έχουν πραγματική συναισθηματική σημασία στη ζωή μας. Να αναγνωρίσουμε ότι ο τεχνολογικός πολιτισμός μπορεί να μας προσφέρει απέραντες επιλογές, αλλά η ζωή μας είναι πεπερασμένη. Και να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε αυτή τη γνώση προς όφελος της φύσης και της ανθρωπότητας.