Ξυράφια οι λέξεις και πληγώνουν… Δύσκολη και σκοτεινή εποχή, δεν ξέρεις τι να πεις, τι να γράψεις και στο τέλος διατηρείς τις αμφιβολίες σου αν αυτό που έγραψες ή είπες είναι το σωστό. Πληγώνουν οι λέξεις αυτόν που τις εκφέρει και αυτόν που τις διαβάζει. Είναι χαρακτηριστικό της εποχής.
Δύσκολη και σκοτεινή εποχή. Και μπερδεμένη, ίσως το πιο συνετό και φρόνιμο είναι να σιωπήσεις.
‘Όμως θα φύγουν τα σκοτάδια αν σιωπήσεις; Πότε έφυγαν τα σκοτάδια όταν αφήσαμε το διάλογο και παραδώσαμε την θέση του σ’ οτιδήποτε άλλο;
Είναι μέρες που με βασανίζει ο στίχος του Ρίτσου από το καπνισμένο τσουκάλι
«“Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.”
Αυτό φανταζόταν ως παρακαταθήκη του ο μεγάλος αυτός ποιητής του λαού μας. Αυτό πίστεψε (ενδεχομένως δικαίως) ότι μας κληροδότησε.
Εμείς το ξεχάσαμε. Ένα βαρύ κατηγορώ απευθύνεται προς πάσα κατεύθυνση και μειώνει την ευθύνη των πραγματικά υπαιτίων. Συσσωρευμένη η οργή όλων μας, δεν έχει που να διοχετευτεί, διότι αυτοί που φταίνε βρίσκονται μακριά, πιο εύκολο να τα βάλουμε με τον διπλανό μας, με τον απέναντί μας.
Θα αναγράψω αυτό που πιστεύω αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο να δυσαρεστήσω και να παρεξηγηθώ, μα άμα δεν γνωρίσουμε την αλήθεια του άλλου, του κάθε διπλανού, του κάθε απέναντι πως θα πάμε παρακάτω;
Πάμε, λοιπόν:
Καμία επαγγελματική ομάδα δεν είναι αγγελικά πλασμένη και δεν «υπηρετούν» στις τάξεις της άγιοι.
Υπάρχουν ασύδοτοι και διεφθαρμένοι αστυνομικοί; Υπάρχουν. Όπως υπάρχουν και διαπλεκόμενοι πολιτικοί, επίορκοι δικαστές, ανήθικοι και διαπλεκόμενοι δικηγόροι, ψεύτες δημοσιογράφοι, χασάπηδες ιατροί, τεμπέληδες εκπαιδευτικοί, χρηματισθέντες δημόσιοι υπάλληλοι, παιδεραστές κληρικοί, έκφυλοι καλλιτέχνες, φοροφυγάδες έμποροι κλπ..
Το σφάλμα που κάνουμε όμως είναι ότι γενικεύουμε το αρνητικό παράδειγμα κάθε επαγγελματικού κλάδου και το αποδίδουμε στο σύνολο. Κάποιος στρατηγός του ΠΑΣΟΚ το ονόμασε αυτό κάποτε κοινωνικό αυτοματισμό και το έκανε πολιτική.
Το σφάλμα αυτό έγκειται σ’ ένα απλό χαρακτηριστικό της αντίληψης μας. Τ’ αντανακλαστικά μας και τα αισθητήρια όργανά μας δεν τα ενεργοποιεί η συμπεριφορά που ικανοποιεί τους κανόνες της λογικής, αλλά εκείνη που κινείται εκτός των καθιερωμένων.
Αν συναντήσουμε διακόσιους (200) ανθρώπους στο δρόμο και ένας σκοντάψει και πέσει, δεν θα θυμόμαστε τους εκατό ενενήντα εννέα (199) που βάδισαν σωστά, αλλά τον έναν που έπεσε.
Έτσι γίνεται και παραπάνω. Δεν είναι όλοι οι αστυνομικοί «Κορκονέας», ούτε όλοι οι δικηγόροι «Κού(φ)ιες τηλεπερσόνες», ούτε όλοι οι δικαστές «Ηλία» κλπ.. Ναι σίγουρα «πολλοί» θέλουν να τους «μοιάσουν», όμως δεν είναι η πλειονότητα.
Προσωπικά έχω πλείστα παραδείγματα αστυνομικών που κάνουν την δουλειά τους μ’ επαγγελματισμό, με σεβασμό στον πολίτη και κυρίως μ’ ευγένεια και σεβασμό στα δικαιώματά του. Σέβονται τον συνήγορό του, το δικαστήριο, τηρούν τις διαδικασίες, προτρέπουν ή περιμένουν την οικειοθελή συμμόρφωση του πολίτη καθισμένοι με πλήρη την εξάρτυση μες τον καύσωνα και σφυρίζοντας να φιλοτιμηθεί να πάρει το αυτοκίνητο από την μπάρα του αναπήρου. Ασκώ συχνά κριτική στην ΕΛ.ΑΣ., διότι πιστεύω ότι κανένα κακώς κείμενο δεν πρέπει να μένει ασχολίαστο, όμως δεν ισοπεδώνω τις διαφοροποιήσεις.
Όπως, όμως, όλοι οι διαδηλωτές δεν σπάνε ότι βρουν μπροστά τους, δεν πετάνε μολότοφ, αλλά διατρανώνουν τα αιτήματά τους με τις φωνές τους, έτσι δεν είναι και όλοι αστυνομικοί που αποκτηνώνονται και βαράνε με ασύλληπτο μίσος ένα πεσμένο άνθρωπο που μόλις έχουν συλλάβει.
Υπάρχουν και τα γνωστά στοιχεία που επιτελούν συγκεκριμένο ρόλο σε κάθε πορεία καταστρέφοντας περιουσίες και μεταχειριζόμενα κάθε δυνητική αξιόποινη πράξη, υπάρχουν και οι θερμοκέφαλοι αστυνομικοί που θέλουν να πνίξουν μια συγκέντρωση στο αίμα και στο δακρυγόνο. Μην ξεχνάμε ότι στο παρελθόν χρησιμοποιούσαν γκλομπ και δακρυγόνα στους ίδιους τους συναδέλφους τους.
Όμως το να ζητάς να μην υπάρχουν εγκληματίες, όσο και αν είναι το επιθυμητό, είναι ουτοπικό. Το να ζητάς να μην υπάρχουν εγκληματίες στην αστυνομία είναι άσκηση δημοκρατικού δικαιώματος και αναγκαιότητα.
Ο αστυνομικός είναι φορέας άσκησης της κρατικής εξουσίας και ειδικά (κάτι που ποτέ δεν βρήκα εύηχο και ευχάριστο) του φυσικού μονοπωλίου βίας. Έτσι δομείται το σύγχρονο κράτος δικαίου, δεν θα αναλυθεί εδώ. Όταν εκπροσωπεί το κράτος πρέπει να συμβολίζει όλα αυτά τα επιθυμητά που αναζητούνται από τους πολίτες. Είτε αρέσει, είτε όχι είναι άλλο πράγμα να παρανομεί ένας πολίτης και άλλο πράγμα να παρανομεί το κράτος. Το πρώτο πρέπει να πασχίσουμε να εξαλειφθεί, το τελευταίο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνεται ανεκτό. Όσοι επιλέγουν να εκπροσωπούν το κράτος (δικαστές, αστυνομικοί, δημόσιοι υπάλληλοι κλπ) το γνωρίζουν την ώρα που επιλέγουν αυτό το ρόλο και αποδέχονται τις ομολογουμένως μεγάλες θυσίες που πρέπει να γίνουν.
Η μη λειτουργία του κράτους δικαίου όμως βολεύει αυτόν που έχει την κοντόφθαλμη αντίληψη να θέλει να καταστήσει το κράτος μαγαζάκι του, την αστυνομία σωματοφύλακές του απέναντι στον ίδιο το λαό τον οποίο ορκίστηκε να υπηρετεί (σ.σ. η αστυνομία), την δικαιοσύνη δεξί χέρι της διαπλοκής που ευαγγελίζεται.
Συμφέρει ο κοινωνικός αυτοματισμός και το μίσος αναμεταξύ μας αυτούς που μεθοδευμένα και οργανωμένα το χρησιμοποιούν για να αποδυναμώνουν τις διεκδικήσεις του λαού μας, να αποπροσανατολίσουν για την άθλια κατάσταση στην υγεία, για την υποβάθμιση του βιοτικού μας επιπέδου, για τις διαρκώς αυξανόμενες απειλές της εθνικής μας κυριαρχίας.
Ευαγγελίζονται την βία σταθερά, οργανωμένα και μεθοδικά, δεν τους νοιάζει αν θα παρεκτραπούν τα πράγματα διότι δεν τους αγγίζει. Άλλοι σφάζονται, αυτοί όντως στέκουν μακριά και δεν νιώθουν να απειλούνται. Στήνουν σκηνικό εμφυλίου με χρήσιμους ανόητους, σ’ ένα κρεσέντο που συμμετέχει η πλειοψηφία της πολιτικής ελίτ. Ξαφνικά όλη η συζήτηση για την αναποτελεσματικότητα των μέτρων κατά του κορωνοϊου έπαυσε, η κριτική για τις απειροελάχιστες παρεμβάσεις στην υγεία έπαυσε.
Έχουν θέσει την ΕΛ.ΑΣ. ως το μαξιλάρι απορρόφησης των κραδασμών ανάμεσα στις ενέργειες τους και την περαιτέρω υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών και κεφαλαιοποιούν την όλο και εντεινόμενη εκτροπή της κατάστασης. Δίδουν εσκεμμένα εντολές που θέτουν σε κίνδυνο την σωματική ακεραιότητα αστυνομικών και πολιτών. Εντελώς αναλώσιμοι, ανεκπαίδευτοι, χαμηλά αμειβόμενοι. Ποιος έχει την αυταπάτη ότι μια τέτοια αστυνομία μπορεί να επιτελέσει τον ρόλο της σε μια δημοκρατική και ευνομούμενη πολιτεία. Πρόσφατα κάποιοι ζήτησαν να αυξηθούν οι μισθολογικές απολαβές στην ΕΛ.ΑΣ., το οποίο αίτημα δέχθηκε δριμεία κριτική απ’ κάποιους που κατά τ’ άλλα αγωνίζονται για καλύτερες συνθήκες εργασίας του λαού. Ένας αστυνομικός έκθετος και χαμηλοαμειβόμενος ποια εχέγγυα θα τηρήσει; Δεν λέω ότι αναγκαία θα παρανομήσει, αλλά με ποια αυταπάρνηση και επαγγελματισμό θα επιτελέσει το έργο του; Αναρωτιέμαι αν τελικά συμφέρει το κυρίαρχο αφήγημα η εξαθλίωση του και η θέση του σε κίνδυνο.
Εχθές κάποιος έδωσε εντολή σε αστυνομικούς της Ομάδας Δέλτα να κόψουν το κομμάτι εκείνο της πορείας που είχε τους οργανωμένους οπαδούς στη μέση και να σταθμεύσει ανάμεσα τους. Το αποτέλεσμα οι αστυνομικοί να βρεθούν περικυκλωμένοι από τους οργανωμένους οπαδούς. Αυτός που έδωσε αυτή την εντολή είτε είναι παντελώς ανεκπαίδευτος, είτε ήθελε πάση θυσία να δημιουργήσει ένα θύμα, καθώς κινείται πέραν κάθε λογικής να αυτοπαγιδεύεσαι εν μέσω μολότοφ και πυρκαγιών ανάμεσα σε χούλιγκαν.
Το ίδιο βράδυ άλλοι χούλιγκαν με στολή (που δεν έχουν καμία σχέση με την έννοια αστυνομικός) νομιμοποίησαν τους ανωτέρω.
Εμείς κατώτεροι των περιστάσεων δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τον πραγματικό υπαίτιο και καταγγέλλουμε αυτόν που βλέπουμε απέναντι παραβλέποντας ότι είναι ο συμμαθητής μας, ο φίλος μας, ο συγγενής μας, ο κοινωνικός συνεργάτης μας (μιλάω γενικά όχι μόνο για τα παραπάνω).
Επιτρέπουμε τα πισωγυρίσματα που ονειρεύονται και αυτή είναι μια ευθύνη που μας βαραίνει όλους, λησμονούμε γι’ άλλη μια φορά τον ποιητή που μας είπε «Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο. Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο, κι αυτόν τον ουρανό, δεν μπορούν να μας τα πάρουν»
Γεράσιμος Γαβριελάτος