Στον απόηχο των χθεσινών ευρωπαϊκών θεσμικών εξελίξεων για την Κλιματική Αλλαγή καταθέτω μερικές σκέψεις για το μοντέλο που ταιριάζει σε μία σύγχρονη κοινωνία με βιώσιμη ανάπτυξη, κοινωνικά δίκαιη και οικονομικά βιώσιμη χωρίς αποκλεισμούς.
Υποστηρίζω ότι η δεύτερη αυτή προσέγγιση ταιριάζει στη χώρα μας και είναι αυτή που μπορεί να εγγυηθεί κοινωνική και περιφερειακή συνοχή, κοινωνική δικαιοσύνη και βιωσιμότητα. Το σχέδιο αυτό βασίζεται στους εξής άξονες: πρώτον, στην προσβασιμότητα, δηλαδή διασφάλιση σχετικά φτηνής ενέργειας σε καταναλωτές και επιχειρήσεις· δεύτερον, στην κοινωνική αποδοχή και συμμετοχή, δηλαδή συμμετοχή άνευ κοινωνικών αποκλεισμών και διάχυση των οικονομικών οφελών στο σύνολο της κοινωνίας· και τρίτον, στην αναπτυξιακή λογική, ενίσχυση δηλαδή των εγχώριων κρίκων στην αλυσίδα παραγωγής αξίας, τεχνολογίας και απασχόλησης. Το μοντέλο αυτό δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά σε έργα μεγάλης κλίμακας ή σε μεγάλες επενδύσεις παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας.
Αντιθέτως, το μοντέλο αυτό εδράζεται σε μια ισορροπία ανάμεσα στις αναγκαίες μεγάλες επενδύσεις και στην αυτοπαραγωγή-αυτοκατανάλωση, την παραγωγή δηλαδή και κατανάλωση ενέργειας από τα ίδια τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, την αποκέντρωση της παραγωγής, την τοπικότητα και την ανάπτυξη ενεργειακών κοινοτήτων (π.χ. το 1/2 των αδειών ΑΠΕ να κατανέμεται δεσμευτικά και διακριτά σε ενεργειακές κοινότητες) με τη συνεργασία δήμων και άλλων φορέων.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό από θεσμούς και φορείς επιφορτισμένους με την θέσπιση και εφαρμογή δημόσιων πολιτικών, ότι οποιαδήποτε θεσμική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει ερήμην της κοινωνίας, ούτε εν τέλει να επιτύχει χωρίς την ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας. Ο ρόλος της παιδείας/εκπαίδευσης είναι κρίσιμος, όχι μόνο στην ανάδειξη των επιστημονικών δεδομένων που συνηγορούν υπέρ της θέσπισης γενναίων μεταρρυθμίσεων, αλλά και στην αλλαγή κουλτούρας και προτύπου ζωής της κοινωνίας.
Ποιές λοιπόν πρωτοβουλίες (δεν) λαμβάνει σήμερα η πολιτεία σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης;
Είναι αναποτελεσματική και αποσπασματική η προσέγγιση, κατά την οποία η κινητοποίηση και κοινωνική ευαισθητοποίηση επαφίεται στον κάθε εκπαιδευτικό ή εκπαιδευτικό ίδρυμα (δημόσιο ή ιδιωτικό) ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους του.
Η εναλλακτική προσέγγιση επιδιώκει την ευαισθητοποίηση και την οριζόντια ένθεση της Πράσινης Μετάβασης και Προστασίας του Περιβάλλοντος σε όλες της βαθμίδες της εκπαίδευσης διαρθρωμένη σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δράσεων, από το δημοτικό μέχρι την τριτοβάθμια εκπαίδευση:
α) Την ενίσχυση μαθημάτων σχετικά με το φυσικό περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα, την υπερθέρμανση του πλανήτη και την κυκλική οικονομία στο πρόγραμμα της εγκυκλίου παιδείας σε όλα τα σχολεία της χώρας βάσει σχετικών εισηγήσεων,
β) Την ενίσχυση (οικονομική και θεσμική) Πανεπιστημιακών Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών για Περιβάλλον και Ενέργεια, Νέες Ενεργειακές Τεχνολογίες (Υδρογόνο κλπ.), Κλιματική Αλλαγή, Κυκλική Οικονομία, Βιοποικιλότητα, Βιώσιμη Ανάπτυξη. Την ενίσχυση δράσεων στο πλαίσιο των Προπτυχιακών και Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων των ΑΕΙ στην ανάδειξη των περιβαλλοντικών προβλημάτων και στην καλλιέργεια νέων δεξιοτήτων και διεπιστημονικότητας στις επαγγελματικές ευκαιρίες που ανοίγονται (στο δίπτυχο πράσινη μετάβαση-απασχόληση).
γ) Την διεπιστημονική προσέγγιση θεσμών και κανόνων δικαίου με την χρήση συμπεριφορικών μεθόδων (behavioral sciences, behavioral law & economics) τόσο από τον νομοθέτη κατά τη θέσπιση δημόσιων πολιτικών όσο και από τη διοίκηση κατά την υλοποίηση των στόχων της Πράσινης Μετάβασης.
Καιρός να παροξύνουμε τα αμβλυμμένα αντανακλαστικά μας και να τολμήσουμε.
*Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet και Διευθυντής Μεταπτυχιακών στην Ενέργεια: Στρατηγική, Δίκαιο & Οικονομία στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς