Ενεργειακό κόστος «εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών»
Νικόλαος Φαραντούρης*
Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση είναι πολυπαραγοντική, με αναφορά τόσο στις παγκόσμιες ανακατατάξεις, όσο όμως και σε εσωτερικά προβλήματα και στρεβλώσεις. Δείχνει παγκόσμια και συγκυριακή, φέρνει ωστόσο στην επιφάνεια κι εσωτερικές παθογένειες στη χάραξη της ενεργειακής πολιτικής της χώρας μας. Η άποψή μου είναι ότι το ενεργειακό κόστος απειλεί σοβαρά την οικονομία και την κοινωνική συνοχή και στα καθ’ ημάς θα αποτελέσει «σημείον αντιλεγόμενον, εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών» (Λουκ. Β΄25-38) στο δρόμο προς τις κάλπες. Ας δούμε τα πράγματα πως έχουν.
Οι ειδικές συνθήκες που έχει προκαλέσει η πανδημία ξεκούρδισαν την παγκόσμια παραγωγή, αποδιοργάνωσαν την εφοδιαστική αλυσίδα και δημιούργησαν ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης. Ειδικότερα, στην Ευρώπη, ήρθαν να προστεθούν οι παρενέργειες από την αλλαγή του ενεργειακού μίγματος αλλά και τους περιορισμούς στις εισαγωγές από την Ρωσία.
Ο κρύος χειμώνα του 2021 περιόρισε τον όγκο των ρωσικών εξαγωγών αερίου στην Ευρώπη λόγω της μεγάλης ρωσικής εγχώριας ζήτησης και της ανάγκης επαναπλήρωσης των ιδίων αποθεμάτων της Ρωσίας στο πλαίσιο της προετοιμασίας της για τον τρέχοντα χειμώνα. Έτσι, οι ευρωπαϊκοί χώροι αποθήκευσης αποστραγγίστηκαν και φέρουν πολύ χαμηλά αποθέματα για την επικείμενη χειμερινή περίοδο.
Ακόμη κι αν εξαγγέλθηκε αύξηση των ρωσικών εξαγωγών, δεν φαίνεται να μπορεί να παραδοθεί άμεσα όλη η απαιτούμενη ποσότητα αερίου για την αποσόβηση της ενεργειακής κρίσης. Αθροιστικά όλα τα παραπάνω έχουν διαταράξει την ενεργειακή τροφοδοσία της ΕΕ και έχουν εκτινάξει τις τιμές των ορυκτών καυσίμων. «Η Μεγάλη Έλλειψη» (The Great Paucity) περιγράφει νομίζω χωρίς υπερβολή την σοβούσα κατάσταση. Η μειωμένη προσφορά ενέργειας εξελίσσεται σε διεθνή κρίση ενεργειακού εφοδιασμού με ντόμινο επιπτώσεων: Σήμερα ήδη αρκετές ευρωπαϊκές βιομηχανίες πλήττονται από την αύξηση του ενεργειακού κόστους και σε ορισμένες περιπτώσεις αναστέλλουν την παραγωγή τους και εταιρείες λιανικής εμπορίας ενέργειας αδυνατούν να αντισταθμίσουν τα κόστη.
Εν όψει χειμερινής περιόδου οι προκλήσεις γίνονται ακόμη μεγαλύτερες. Η ζήτηση βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα πενταετίας, αλλά η προσφορά είναι ισχνή. Οι ποσότητες από τους αγωγούς αερίου δεν επαρκούν, ενώ οι εισαγωγές υγροποιουμένου αερίου (LNG) είναι περιορισμένες, καθώς τα φορτία οδεύουν προς Κίνα και Νότια Αμερική, όπου πληρώνουν παραπάνω (premium) για να εξασφαλίζουν τις ποσότητες που χρειάζονται. Εν μέσω τέτοιας ζήτησης οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν εξαπλασιασθεί και κινούνται σε επίπεδα που έστω συγκυριακά ευνοούν τη στροφή της ηλεκτροπαραγωγής σε μονάδες λιγνίτη, άνθρακα και πετρελαίου. Ωστόσο κι αυτή η επιλογή γεννά επιπλέον κόστος, οδηγώντας σε διαρκή άνοδο τα δικαιώματα εκπομπών ρύπων διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Τα κόστη αυτά ενσωματώνονται στις τιμές της ενέργειας και επιδεινώνουν την κατάσταση, τόσο στη χονδρεμπορική, όσο και στη λιανική αγορά.
Βέβαια στην Ελλάδα η άνοδος των τιμών ξεπερνά κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το υψηλό ενεργειακό κόστος δεν αυξάνει μόνον τις τελικές τιμές, «ακρωτηριάζει» και υγιείς παραγωγικές μονάδες, οι οποίες είτε κλείνουν είτε περιορίζουν την παραγωγή τους γεννώντας ελλείψεις σε άλλους κλάδους, π.χ. στην γεωργία, στην οικοδομή, κ.ο.κ., όπου ακολούθως η περιορισμένη προσφορά οδηγεί σε νέο γύρο ανατιμήσεων. Μία κρίση στασιμοπληθωρισμού που εν τέλει καθίσταται αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Η ενεργειακή κρίση αναμφίβολα δείχνει ότι η πολιτική απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα είναι επιβεβλημένη. Πρέπει να γίνει με γενναία βήματα, αλλ’ όχι έωλα. Κι η μείωση του ενεργειακού κόστους που επείγει δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε με πρόσκαιρες επιδοτήσεις ή επιδόματα, ούτε ερήμην της κοινωνίας, ούτε με την αποκαθήλωση επιχειρήσεων κρίσιμης σημασίας για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Πρέπει να γίνει με μελετημένες παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες που «οδηγούν» την καταναλωτική συμπεριφορά και το επιχειρείν. Με την ενίσχυση των υποδομών ΑΠΕ, των υδροηλεκτρικών και του υδρογόνου. Με αυστηρή εποπτεία της αγοράς και ρυθμιστική εγρήγορση. Και με έξυπνες δημοσιονομικές πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα, η άμεση και με συγκεκριμένο ενδεχομένως ορίζοντα μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα θα μείωνε δραστικά το ενεργειακό κόστος, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι τα έσοδα που θα λείψουν πρόσκαιρα από τον κρατικό προϋπολογισμό θα επανακτηθούν μεσοπρόθεσμα μέσα από την αύξηση της κατανάλωσης.
Εξάλλου, σημαντικά αυξημένα αναμένεται να είναι το 2022 τα έσοδα από τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης σε ετήσια βάση, σύμφωνα με όσα προβλέπει το προσχέδιο του Προϋπολογισμού, κυρίως λόγω ΕΦΚ με τις εισπράξεις από τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης να προϋπολογίζονται στα 7,049 δισ. ευρώ, έναντι 6,471 δισ. ευρώ εφέτος, και 6,3 δισ. ευρώ το 2020. Η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα σε συγκεκριμένα ποσοστά κι εντός του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού πλαισίου είναι μια πρόταση, την οποία ξεχώρισαν οι παραγωγικοί φορείς στην ομιλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρα στην 85η ΔΕΘ. Και μόλις προχθές η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε αντίστοιχη πρόταση προς τα Κράτη Μέλη. Η υιοθέτησή της θα ελάφρυνε σημαντικά τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και θα μείωνε αποτελεσματικά τα κόστη παραγωγής και διακίνησης προϊόντων. Μήπως να ξανασκεφτεί τουλάχιστον αυτό η Κυβέρνηση καθώς πυκνώνουν τα σύννεφα;
⃰⃰⃰ Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Ενέργειας & Διευθυντής Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Ενέργεια στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, τ. Πρόεδρος της Νομικής Επιτροπής EUROGAS στις Βρυξέλλες.