Αναδημοσιεύουμε απο το www.imerisia.gr , ενδιαφέρουσα συνέντευξη του συμπατριώτη μας καθηγητή Πανεπιστημίου Νικόλα Φαραντούρη , για την ενεργειακή κρίση και την αντιμετώπισή της.
Ν. Φαραντούρης: Η ενεργειακή κρίση θα συνεχιστεί – Δεν αντιμετωπίζεται με επιδόματα, αλλά με μείωση φόρων
“Η τρέχουσα κρίση, όπως και όλες οι προηγούμενες ενεργειακές κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας έχουν ως γενεσιουργό αιτία τούς υδρογονάνθρακες, πετρέλαιο παλιότερα, φυσικό αέριο σήμερα, και την εξάρτηση απ’ αυτούς» υπογραμμίζει ο Νικόλαος Φαραντούρης, Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Ενέργειας & Ανταγωνισμού.
Σε συνέντευξή του στην «Η» για την ενεργειακή κρίση που μαστίζει τις παγκόσμιες αγορές εκτιμά, οτι η τρέχουσα ενεργειακή κρίση θα συνεχιστεί τους επόμενους μήνες απειλώντας σοβαρά την οικονομία και τα νοικοκυριά.
Εξάλλου αναφέρει πως η μείωση του ενεργειακού κόστους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με πρόσκαιρα επιδόματα, αλλά με μείωση των έμμεσων φόρων (του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα θέρμανσης, στο φυσικό αέριο κλπ.).
Καθώς η παγκόσμια κοινότητα έβγαινε αυτό το καλοκαίρι από τον σκληρό πυρήνα της πανδημικής κρίσης βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα νέο τεράστιο πρόβλημα, που ακούει στο όνομα ενεργειακή κρίση. Οι τελευταίες εκτιμήσεις αναφέρουν πως το πρόβλημα αυτό θα είναι μαζί μας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι περιμέναμε. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση για το βάθος και τις διαστάσεις της ενεργειακής κρίσης; Ήταν κάτι που μπορούσαμε να προβλέψουμε και πως μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε, δεδομένων και των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί;
Το υψηλό ενεργειακό κόστος δεν αυξάνει μόνον τις τελικές τιμές, «ακρωτηριάζει» και υγιείς παραγωγικές μονάδες, οι οποίες είτε κλείνουν είτε περιορίζουν την παραγωγή τους γεννώντας ελλείψεις σε άλλους κλάδους, π.χ. στην γεωργία, στην οικοδομή, κ.ο.κ., όπου ακολούθως η περιορισμένη προσφορά οδηγεί σε νέο γύρο ανατιμήσεων.
Το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό, με αναφορά τόσο στις παγκόσμιες ανακατατάξεις (αυξημένη ζήτηση, μειωμένες ροές φυσικού αερίου, έλλειψη αποθηκευτικών χώρων, γεωπολιτικοί διαγκωνισμοί κλπ.), όσο όμως και σε εσωτερικά προβλήματα και στρεβλώσεις. Η ενεργειακή κρίση δείχνει παγκόσμια και συγκυριακή, φέρνει ωστόσο στην επιφάνεια κι εσωτερικές παθογένειες στη χώρα μας.
Πως αλλιώς δικαιολογείται ότι στην Ελλάδα η άνοδος των τιμών ξεπερνά κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο;
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το β΄ τρίμηνο του 2019, η Ελλάδα έχει την ακριβότερη χονδρεμπορική αγορά στην Ευρώπη με μέση τιμή 65,5 ευρώ/MWh, η οποία μάλιστα είναι πολύ πάνω από το μέσο όρο των ευρωπαϊκών αγορών (43,3 ευρώ/MWh).
Είναι χαρακτηριστικό ότι την προηγούμενη Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021, μια ημέρα χαμηλού φορτίου, όπως είναι κατά κανόνα η Κυριακή, αλλά και με αρκετά υψηλή θερμοκρασία για την εποχή (και άρα ακόμα χαμηλότερο φορτίο κατανάλωσης), η μέση τιμή επόμενης ημέρας της Ελλάδας ανήλθε στα 186,72 ευρώ/MWh, υψηλότερη κατά 50 ευρώ (!) περίπου από όλες τις γειτονικές χώρες ενώ την ίδια στιγμή η μέση τιμή της Γερμανίας διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδό της εδώ και πολύ καιρό (35 ευρώ/MWh).
Χρειάζεται αυστηρή εποπτεία της αγοράς και ρυθμιστική εγρήγορση, ρυθμιστικές τομές και πρωτοβουλίες που «οδηγούν» την καταναλωτική συμπεριφορά. Για τα άμεσα εξάλλου σήμερα, οι κυβερνητικές προτάσεις είναι καλοδεχούμενες για τις περιορισμένες εκείνες κοινωνικές ομάδες που αφορούν, αλλά δεν αρκούν.
Η μείωση του ενεργειακού κόστους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με πρόσκαιρα επιδόματα κάθε τρεις και λίγο. Άμεσο μέτρο θα ήταν η μείωση των έμμεσων φόρων (του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα θέρμανσης, στο φυσικό αέριο κλπ.), όπως πρότεινε τόσο ο Πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της 85ης ΔΕΘ στις 18 Σεπτεμβρίου, όσο εν συνεχεία και η Πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ Φώφη Γεννηματά στην τελευταία της ομιλία στη Βουλή στις 7 Οκτωβρίου, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις προτάσεις της προς τα Κράτη Μέλη στις 13 Οκτωβρίου 2021. Ας υιοθετηθεί έστω τώρα.
Υπάρχουν αναλυτές που υποστηρίζουν πως η λεγόμενη «πράσινη μετάβαση» και οι όροι με τους οποίους γίνεται στην Ευρώπη φέρει μερίδιο ευθύνης για την ενεργειακή κρίση. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη; Στην άλλη πλευρά, πολλοί αναλυτές επαναλαμβάνουν πως δεν συνδέεται η πράσινη μετάβαση με την τρέχουσα κρίση. Είναι αλήθεια πως η κρίση μπορεί να καθυστερήσει την πράσινη μετάβαση στην Ευρώπη;
Η τρέχουσα κρίση, όπως και όλες οι προηγούμενες ενεργειακές κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας έχουν ως γενεσιουργό αιτία τούς υδρογονάνθρακες, πετρέλαιο παλιότερα, φυσικό αέριο σήμερα, και την εξάρτηση απ’ αυτούς.
Η σοβούσα σήμερα ενεργειακή κρίση έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η πολιτική απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα είναι επιβεβλημένη. Πρέπει να γίνει με γενναία βήματα, αλλά όχι έωλα. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στη χώρα μας. Δεν θεωρώ ότι πρέπει να οδηγηθούμε σε αναδίπλωση, χρειάζεται ωστόσο καλύτερος σχεδιασμός για το μεταβατικό στάδιο με έμφαση στο μετασχηματισμό των υφιστάμενων υποδομών και δημιουργία νέων υποδομών για ΑΠΕ, αποθήκευση ενέργειας, υδροηλεκτρικά και υδρογόνο.
Παράγοντες της αγοράς έχουν με δημόσιες τοποθετήσεις τους αναφέρει πως η πράσινη μετάβαση θα κοστίσει πολύ και πως υπάρχει ο κίνδυνος αυτό το κόστος να το επωμιστούν τελικά τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις. Πως βλέπετε τις αντιδράσεις της Ευρώπης απέναντι σε αυτό τον κίνδυνο;
Εξαρτάται, κατά τη γνώμη μου, απ’ την προσέγγιση που θα υιοθετηθεί. Δύο βασικά διαφορετικές προσεγγίσεις συγκρούονται: Η πρώτη, δίνει έμφαση αποκλειστικά σε μεγάλα έργα υποδομής και κυκλικής οικονομίας και συρρίκνωση (ακόμη και εκ του αποτελέσματος) των μικρομεσαίων επιχειρήσεων χάριν της ανταγωνιστικότητας.
Η εναλλακτική θεώρηση εστιάζεται στη ρύθμιση της αγοράς και τον συνολικό οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας δια της ευρείας συμμετοχής στην παραγωγή ενέργειας μέσω ενεργειακών κοινοτήτων και άλλων συμμετοχικών μορφών παραγωγής ενέργειας. Η δεύτερη αυτή προσέγγιση κερδίζει σήμερα έδαφος στην Ευρώπη και ταιριάζει στη χώρα μας και είναι αυτή που μπορεί να εγγυηθεί κοινωνική και περιφερειακή συνοχή, κοινωνική δικαιοσύνη και βιωσιμότητα χωρίς τη μετακύλιση του όποιου κόστους της πράσινης μετάβασης στους καταναλωτές, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να παρουσιάσει έναν νέο κλιματικό νόμο, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα για την πράσινη μετάβαση σε πολλούς τομείς. Που πρέπει να ρίξει το βάρος αυτός ο κλιματικός νόμος κατά την δική σας άποψη;
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό από θεσμούς και φορείς επιφορτισμένους με την θέσπιση και εφαρμογή δημόσιων πολιτικών, ότι οποιαδήποτε θεσμική
μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει ερήμην της κοινωνίας, ούτε εν τέλει να επιτύχει χωρίς την ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας.
Τα βήματα προς την πράσινη μετάβαση πρέπει να κινηθούν γύρω από τους εξής άξονες:
- την προσβασιμότητα, δηλαδή διασφάλιση σχετικά φτηνής ενέργειας σε καταναλωτές και επιχειρήσεις·
- την κοινωνική αποδοχή και συμμετοχή, δηλαδή συμμετοχή άνευ κοινωνικών αποκλεισμών και διάχυση των οικονομικών οφελών στο σύνολο της κοινωνίας
- στην αναπτυξιακή λογική, ενίσχυση δηλαδή των εγχώριων κρίκων στην αλυσίδα παραγωγής αξίας, τεχνολογίας και απασχόλησης.
Το μοντέλο αυτό, όπως είπα προηγουμένως, δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά σε έργα μεγάλης κλίμακας ή σε μεγάλες επενδύσεις παραγωγής ενέργειας. Αντιθέτως, το μοντέλο αυτό εδράζεται σε μια ισορροπία ανάμεσα στις αναγκαίες μεγάλες επενδύσεις και στην αυτοπαραγωγή-αυτοκατανάλωση, δηλαδή την παραγωγή, αποθήκευση και κατανάλωση ενέργειας από τα ίδια τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, την αποκέντρωση της παραγωγής, την τοπικότητα και την ανάπτυξη ενεργειακών κοινοτήτων (π.χ. το 1/2 των αδειών ΑΠΕ να κατανέμεται δεσμευτικά και διακριτά σε ενεργειακές κοινότητες, όπως ισχύει στην Γερμανία) με τη συνεργασία δήμων και άλλων φορέων.
Η κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο την απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής της χώρας έως το 2028, ενδεχομένως έως και το 2025. Εκτιμάτε πως αυτός ο στόχος είναι εφικτός;
Σύμφωνα με τις αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης που δημοσιεύθηκαν τον Νοέμβριο 2019 με το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), στο τέλος του 2023 θα αποσυρθεί η ολότητα (εκτός μιας) των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και θα κλείσουν τα ορυχεία λιγνίτη στις περιοχές Δυτικής Μακεδονίας και Πελοποννήσου.
Στις μονάδες που θα κλείσουν περιλαμβάνονται και οι σχετικά πρόσφατες μονάδες Μελίτη 1 (330 ΜW) και Άγιος Δημήτριος 5 (366 MW), των οποίων η διακοπή με τεχνικο-οικονομικά κριτήρια θεωρείται πρόωρη. Οι ενεργειακές εξελίξεις σήμερα δείχνουν ότι ο σχεδιασμός δεν ήταν ενδεχομένως ο προσήκων.
Προ δύο ετών, στην Επιτροπή Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών υπό τον ακαδημαϊκό Λουκά Χριστοφόρου, είχαμε επεξεργαστεί προτάσεις προς την Πολιτεία στην προσπάθειά η Ακαδημία να συμβάλει σε έναν εποικοδομητικό και επιστημονικά τεκμηριωμένο διάλογο σχετικά με τις εφικτές και ενδεικνυόμενες δράσεις και τις πιθανές επιπτώσεις τους στην μετρά-λιγνίτη εποχή.
Ουσιαστικά η Επιτροπή της Ακαδημίας έθεσε υπόψη των πολιτικών και επιχειρηματικών παραγόντων της χώρας (και της αρμόδιας κυβερνητικής επιτροπής πού έχει επιληφθεί του θέματος) ορισμένες προτάσεις που θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν στην διατήρηση της απασχόλησης. Μια προσεκτικότερη μελέτη και υιοθέτηση των προτάσεων αυτών, ενδεχομένως οδηγούσε σε πιο κατάλληλα βήματα στην διαδικασία απολιγνιτοποίησης, χωρίς κραδασμούς για την κοινωνία και την οικονομία.
Οι ΑΠΕ είναι σήμερα μάλλον η πιο φτηνή πηγή ενέργειας, ωστόσο υπάρχουν ακόμη τα προβλήματα αποθήκευσης και στοχαστικότητας, ειδικά για τα αιολικά αλλά και για τα φωτοβολταικά. Είμαστε κοντά στο σημείο της ωριμότητας που θα επέτρεπε την τροφοδοσία και την επάρκεια του συστήματος κατά κύριο λόγο από ΑΠΕ;
Οι τεχνολογικές εξελίξεις τρέχουν και μας φέρνουν πιο κοντά στον στόχο αυτό. Θα πρότεινα να βάλουμε στην εξίσωση και τις νέες τεχνολογίας αποθήκευσης ενέργειας και το υδρογόνο, η παραγωγή του οποίου κερδίζει ολοένα έδαφος διεθνώς. Αξίζει να συζητήσουμε σοβαρά για τα δίκτυα και τις υποδομές αποθήκευσης και μεταφοράς του και στη χώρα μας.
Θεωρείται πως η πυρηνική ενέργεια μπορεί να έχει ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση; Ήδη η Βρετανία σχεδιάζει νέο πυρηνικό ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό, ενώ σε χώρες όπως η Ρωσία υπάρχουν σχέδια ακόμα και για πλωτούς σταθμούς.
Υπάρχει διχογνωμία διεθνώς ανάλογα με τις προτεραιότητες και τις γεωπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές σταθμίσεις κάθε χώρας. Εστιάζοντας στη δική μας, η συζήτηση για την πυρηνική ενέργεια δεν είναι ώριμη. Καταρχάς, και πέρα από ζητήματα ασφάλειας, τοξικών αποβλήτων κλπ., η πυρηνική ενέργεια δεν είναι φθηνή, όπως μπορεί να θεωρούν κάποιοι, ούτε η απόσβεση ενός πυρηνικού εργοστασίου είναι τέτοια που να μπορεί να υπερκεράσει άλλα ζητήματα γύρω απ’ τη χρήση της.
Μπορεί να μην ενέχεται για εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αλλά αφενός απαιτεί τεράστιας έντασης κεφαλαίου επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων, αφετέρου δεν υπάρχει ούτε κοινωνική αποδοχή ούτε συναίνεση για τη χρήση της σήμερα.