Κοίταζε την ήρεμη θάλασσα που λαμπύριζε μπροστά του και καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που τον ανάγκασαν να μπει σε περιπέτειες. Κατά βάθος δεν ήθελε να κάνει τίποτα απ αυτά που σκεφτόταν τις τελευταίες ημέρες. Οι συνθήκες τον ανάγκαζαν.

Τόσα χρόνια, μα θα ‘ταν και σαράντα, έβλεπε τον τόπο του να αλλάζει. Ενοικιαζόμενα δωμάτια είχαν κυκλώσει το σπιτάκι του και τη ζωή του. Μοιραζόταν τον ήλιο, την αλμύρα της θάλασσας και την άμμο της Παλιολαγκάδας, όχι μόνο με τους ντόπιους, αλλά και με τουρίστες που κάθε χρόνο αυξάνονταν και πληθύνονταν. Κάποια στιγμή, το όνομα Παλιολαγκάδα εξαφανίστηκε από το χάρτη και έγινε Σαν Τζοβάνι.

Βλέπεις ο καντινιέρης που τον έλεγαν Γιάννη , αφού βάφτισε τον εαυτό του επιχειρηματία, ένιωσε Ιταλός, (εξ ου και το Τζοβάνι) και με οδηγό τη μιλανέζικη φινέτσα του, ξεβλάχεψε τη χωριάτικη παραλία Παλιολαγκάδα, ξεκινώντας από το όνομά της.

Στη συνέχεια, με οδηγό τον ευρωπαϊκό του αέρα, γέμισε όλη την άμμο με ξαπλώστρες και ομπρέλες μέχρι το κύμα, εγκατέστησε ηχεία που παίζανε μέρα νύχτα δυνατή μουσική, και πουλούσε καφέδες και σάντουιτς σε τιμές χλιδάτου παρισινού εστιατορίου. Οι φυτεμένοι σε γλάστρες κοκοφοίνικες, που με επιμέλεια είχαν θαφτεί μέσα στην άμμο, έφεραν μια εξωτική αύρα και προκαλούσαν σύγχυση στους χαζούς που νόμιζαν πως βρίσκονται σε ελληνικό νησί!

Σ ’αυτή τη μετάλλαξη ανθρώπων και τοπίου, βοηθούσαν τα μικροσκοπικά μαγιό, η μυρωδιά της καρύδας από τα αντηλιακά (που είχε αντικαταστήσει τη μυρωδιά από το θυμάρι, που κάποτε φύτρωνε άφθονο στην περιοχή), οι διαφημίσεις σε πολλά τοπικά σαιτ και κάποια υπέρογκα χρέη στο Δημόσιο, καθώς τους χειμερινούς μήνες ξέχναγε να πληρώνει τα επιμίσθια γι αυτή την «αναπτυξιακή» του δραστηριότητα.

Και ο Σπυράγγελος, κατάπιε ( με αρκετή δυσκολία είναι αλήθεια ) τη νέα αισθητική της γειτονιάς του. Αυτή με τα πολλά τσιμέντα και το νέο όνομα, την καντίνα με τα νυχτερινά πάρτι και την εκκωφαντική μουσική. Έβαλε στο σπιτάκι του καινούρια κουφώματα με διπλά τζάμια για ηχομόνωση, απέφευγε να κάθεται στην αυλή τους καλοκαιρινούς μήνες και ατένιζε το μέλλον με αισιοδοξία.

Έχουμε γίνει σπουδαίος τουριστικός προορισμός και εγώ είμαι προνομιούχος, σκεφτόταν, με τη θάλασσα δυο βήματα από την πόρτα μου! Στις συζητήσεις με γνωστούς, συμφωνούσε ακόμα και με ακραίες θέσεις, που συμπυκνώνονται στη ρήση: Έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα! Να πηγαίνουμε μπροστά, να τα αξιοποιούμε όλα για το καλό του τόπου και αυτών που θεωρούν το πορτοφόλι τους ζήτημα υψίστης εθνικής σημασίας! «Να δουλέψει ο κόσμος ρε Σπυράγγελε, να `χουμε δουλειές! Όλους μας συμφέρουν οι παρανομίες! Άλλους περισσότερο, άλλους λιγότερο… Τι ψάχνεις νά βρεις» του έλεγε ο γείτονας, που είχε ήδη 35 ενοικιαζόμενα δωμάτια, με τη βοήθεια του Θεού και ενός « γνωστού» στην κατάλληλη θέση!

Το καινούργιο όμως χτύπημα στην καρδιά, ήλθε απότομα. Νοέμβρης ήταν, τότε που έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση οχήματα βαρέως τύπου στο στενό δρομάκι έξω από το σπίτι του.

Σάββατο πρωί. Τη θυμάται την αποφράδα μέρα, που άρχισε η μεθοδευμένη καταστροφή του λόφου της Τσερέπας. Δεν κουνιόταν φύλλο σε ακτίνα χιλιομέτρου, Είχε επιβληθεί βλέπεις καραντίνα λόγω κορονοιού. Τυχαία η χρονική σύμπτωση; Δε νομίζω! Μέσα σε μια εβδομάδα το άλσος με τα πελώρια πεύκα είχε θυσιαστεί και στη θέση του είχε μείνει κρανίου τόπος, όπου σταυρώνονταν καθημερινά τα μάτια και η καρδιά του Σπυράγγελου.

Σάββατο πρωί λοιπόν, πήρε τηλέφωνο την αστυνομία να ενημερώσει για το έγκλημα που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια του, μα εκείνοι του απάντησαν πως δεν ήταν υπεύθυνοι για τέτοιου τύπου εγκλήματα. Ίσως το Δασαρχείο να μπορούσε να λύσει τις απορίες του για δικαιώματα και άδειες, που τις αράδιαζε παραληρώντας στο τηλέφωνο. «Από Δευτέρα απευθυνθείτε στην αρμόδια υπηρεσία».

Βγήκε έξαλλος στο δρόμο και έστησε καρτέρι στο πρώτο φορτηγό που θα πέρναγε, φορτωμένο με τα απομεινάρια των πεύκων της Τσερέπας. Ο Αντώνης, γνωστός του οδηγός που τον είδε από μακριά, του κορνάρισε χαμογελαστός και τον ενημέρωσε για το νέο έργο που ήταν στα σκαριά και θα αναμόρφωνε την περιοχή με μπανγκαλόους, κήπους σε επίπεδα, πισίνες… «Ανεβασμένα πράματα. Ένα στολίδι!»

Όλο το Σαββατοκύριακο πέρναγαν τα φορτηγά γεμάτα πέτρες και κομμάτια δέντρων, θλιβερά φορτία μιας αλόγιστης καταστροφής. Και ο Σπυράγγελος συνειδητοποίησε την ανημπόρια του μικρού , που βλέπει να καταστρέφεται ο τόπος του και αυτός δεν έχει άλλη επιλογή από το να κοιτάζει ή να κλείνει τα μάτια για προστατέψει τα μέσα του. Και θύμωνε για την απληστία των εχόντων, που κατέστρεφε τη δική του σφαίρα, τη δική του ζωή!

Τη Δευτέρα κατάλαβε πως με τις υπηρεσίες Δασαρχείο, Πολεοδομία, Περιφέρεια ήταν αδύνατον – λόγω καραντίνας- να προχωρήσει. Του έκλειναν ραντεβού για τις επόμενες εβδομάδες, ενώ οι μπουλντόζες ξερίζωναν και έσκαβαν και τα φορτηγά κουβαλούσαν τα συντρίμμια της Τσερέπας σε χωματερές. Πήρε το τηλέφωνο και καλούσε σε πανστρατιά αντίστασης όλους τους γνωστούς του! Μα τι λέει τρελάθηκε; Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια! ήταν η κεντρική ιδέα όλων, μα ΟΛΩΝ των απαντήσεων που πήρε.

Δεν είχε χρόνο για απογοητεύσεις και φιλοσοφικούς σχολιασμούς. Θα αντιστεκόταν όπως μπορούσε! Αφού δεν μπορούσε με θεμιτά, θα χρησιμοποιούσε αθέμιτα μέσα.

Εξέγερση! Εξέγερση!

Χρόνια δούλευε μέσα του η αγανάχτηση για τον καθημερινό βιασμό του τόπου του. Επανάσταση δεν μπορούσε να γίνει. Δεν υπήρχε κίνημα πίσω του! Δεν είχε συντρόφους να μοιραστεί σχέδια δράσης και μελλοντικούς οραματισμούς. Οι πράξεις του, όποιες και αν ήταν αυτές, θα είχαν ανατρεπτικό χαρακτήρα, γιατί πήγαινε κόντρα στο ρεύμα της «ανάπτυξης» δηλαδή της κονόμας, που τους είχε βαρέσει όλους κατακέφαλα … Αλλά ήταν ολοφάνερο πως αυτός ο αγώνας θα ήταν μοναχικός. Όλα μόνος. Όλα. Μόνος.

Το μυαλό του δούλευε σε πολλές κατευθύνσεις, για άμεση δράση. Η δολοφονία του υπεύθυνου επιχειρηματία δεν ήταν καλή λύση και αποκλείστηκε αμέσως. Δεν του επέτρεπε ούτε η συνείδηση ούτε η ιδεολογία του να γίνει φονιάς. Το δε υποψήφιο θύμα είχε μεγάλη οικογένεια, που σίγουρα θα συνέχιζε το έργο του! Άκυρο! Η νύχτα τον βρήκε να στήνει οδοφράγματα στο δρόμο που περνούσαν τα φορτηγά. Παλέτες, ξύλα, συρματοπλέγματα, οι κάδοι σκουπιδιών της γειτονιάς και ό ,τι άλλο μπορούσε να μαζέψει, αραδιάστηκαν σε αποστάσεις για να εμποδίσουν τη διέλευση των φορτηγών και να κερδίσει χρόνο. Ίσως να γινόταν και θέμα στον τοπικό τύπο και να έβρισκε συμπαραστάτες στη διάσωση της Τσερέπας! Είχε δει κάποτε μέλη οικολογικών οργανώσεων που δέθηκαν πάνω σε δέντρα για να τα σώσουν από τον αφανισμό. Ίσως..

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε, αλλά κανείς δεν πήρε ούτε μια φωτογραφία, ούτε έκανε ρεπορτάζ. Το μόνο που κατάφερε ήταν να δυσκολέψει τον Αντώνη και τους άλλους οδηγούς, που ρώταγαν ο ένας τον άλλο « τι διάολο συμβαίνει;» ενώ καθάριζαν το δρόμο από τα εμπόδια.

Μισή ωρίτσα τους πήρε να αποκαταστήσουν τη δική τους διέλευση και να εξανεμίσουν τις ελπίδες του Σπυράγγελου για ανατροπή… Όχι όμως όλες! Το ίδιο μεσημέρι είχε ήδη κανονίσει να του στείλει ο Ηλίας, γνωστός μπουρλοτιέρης και ψαράς, μασούρια δυναμίτη. Τον έπεισε πως ήθελε κι αυτός να γίνει Κανάρης, αφού με τη βάρκα και τις πετονιές δεν έβγαζε τίποτα. Και είχε κάτι ψαρούκλες τούτο τον καιρό… Να!

Νυχτερινή ήταν η απόπειρα να ανατινάξει τα φορτηγά. Τα έζωσε γύρω γύρω σαν καλός σαμποτέρ και άναψε το φυτίλι. Χαμογελούσε ικανοποιημένος γιατί δε δίστασε, δε φοβήθηκε, δεν υποτάχτηκε… Η ζημιά ήταν μικρή. Τα εκρηκτικά λίγα, η απόπειρα αποτυχημένη.

Ο Σπυράγγελος προσπάθησε. Αντιστάθηκε όσο μπορούσε και ανέβηκε στη δική μου –μόνο- εκτίμηση, αφού κανείς απ όσο ξέρω, δεν έμαθε τη δράση του. Ζει πια σε ένα χωριό στους πρόποδες του Ταΰγετου, ακολουθώντας τη συμβουλή που του είχε δώσει σε ανύποπτο παρελθοντικό χρόνο ένας γνωστός του. «Αν έχεις κακό γείτονα, ένα μόνο σου μένει… Πουλάς και φεύγεις».

Ειρήνη Τζαννάτου

Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική.

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Προσθέστε το δικό σας σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Captcha verification failed!
CAPTCHA user score failed. Please contact us!