ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΩΡΓΙΑ ΔΡΑΚΑΚΗ
Τα insta stories του Αυγούστου είναι γεμάτα γλέντι, new age διονυσιασμό και τσίκνα με τα πανηγύρια ανά την Ελλάδα να έχουν την τιμητική τους και να αποτελούν τον απόλυτο, άχαστο προορισμό. Πώς συνέβη όμως αυτό;
Ο σκηνοθέτης Κώστας Κουτσολέλος γράφει στο χιουμοριστικό του προφίλ στο Facebook κάποια στιγμή το εξής: «Αρχίσανε βλέπω και τα ικαριώτικα γλέντια που χοροπηδάνε οι μοντέρνοι πάνω κάτω και νομίζουν ότι διονυσιάζονται». Γέλασα. Τα τελευταία χρόνια, η στροφή στην παράδοση, από εκεί που ήταν μια επιλογή εντός συγκεκριμένου πολιτιστικού πλαισίου, έχει γίνει μέινστριμ. Το πανηγύρι (και ιδίως κάποια συγκεκριμένα) είναι στην εποχή μας ό,τι ήταν κάποτε το Villa Mercedes και το Plus Soda -hot προορισμός, πεδίο συνάντησης ανθρώπων και σωμάτων, και όλα αυτά χωρίς το ξόδεμα μισής περιουσίας. Εάν οι urban νέοι των 90s ενημερώνονταν από μία χρονοκάψουλα ότι οι νέοι των mid 20s θα έπιναν τσίπουρο και θα λάτρευαν κλαρίνο και βιολί, μπορεί και να μην το πίστευαν. Και σίγουρα, δεν θα πίστευαν ότι ο Δήμος Αθηναίων θα διοργάνωνε το απόλυτο αστικό πανηγύρι στον Λυκαβηττό.
Τι έχει κάνει όμως τον θεσμό των πανηγυριών να είναι τόσο hot τα τελευταία τουλάχιστον πέντε χρόνια, αν όχι και περισσότερο; H επικοινωνιολόγος και Διδάκτωρ στο Πάντειον Πανεπιστήμιο, Λήδα Τσενέ, σχολιάζει σχετικά:
«Τα πανηγύρια πάντοτε κατείχαν μια ιδιαίτερη θέση στην παράδοση της Ελλάδας και αποτελούν μέρος της ταυτότητας, του brand μας ως προορισμού. Σίγουρα όλοι μας έχουμε βρεθεί σε κάποιο από αυτά, είτε γιατί κάποιος μας τράβηξε ως εκεί, είτε γιατί αποτελεί μέρος και απαραίτητη προϋπόθεση για να βιώσει κανείς την πολιτιστική/κοινωνική εμπειρία της επίσκεψης σε έναν τόπο -όπως για παράδειγμα στην Ικαρία-, είτε γιατί απλά τυχαίνει να είναι η σημαντικότερη έξοδος που μπορεί να κάνει ένας 16χρονος έφηβος στις οικογενειακές διακοπές του, είτε γιατί από FOMO (fear of missing out) πρέπει να πάμε και εμείς και να ποστάρουμε ότι “αισθανόμαστε χαρούμενοι στην τοποθεσία πανηγύρι στη Λόζα στην Αμοργό”.
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο και σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις ότι η γενιά Z σνομπάρει τις παραδόσεις, βλέπουμε όλο και περισσότερους εκπροσώπους της να συμμετέχουν φυσικά και ψηφιακά σε αυτά τα μεγάλα γλέντια του Αυγούστου, όπου σμίγουν οι γενιές, οι ντόπιοι και οι επισκέπτες. Το ενδιαφέρον για αυτή τη μορφή παραδοσιακής διασκέδασης και συνεύρεσης, ήταν το έναυσμα για τη δημιουργία ειδικής εφαρμογής, η οποία καταγράφει όλα τα πανηγύρια που συμβαίνουν στη δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά και το θέμα που παρουσίασε η καλλιτεχνική ομάδα που εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 60η Bienalle της Βενετίας. Και τα δύο, με διαφορετικό ίσως τρόπο, αντανακλούν το υβριδικό αποτύπωμα των ελληνικών πανηγυριών στις ζωές όλων μας».
Από τον 7ο αιώνα π.Χ., ο αρχαίος λυρικός ποιητής Αρχίλοχος από την Πάρο χρησιμοποιεί τη λέξη «πανήγυρις»: «Δήμητρος ἁγνῆς καὶ Κόρης τὴν πανήγυριν σέβων». Αυτό το έθιμο των αρχαίων Ελλήνων να μαζεύονται για να γιορτάσουν τους θεούς τους συνεχίστηκε και όταν οι θεοί έγιναν ένας θεός. Το πανηγύρι στο σύμπαν της χριστιανοσύνης αποτελούσε ένα δυνατό κύτταρο της κοινότητας.
Οι άνθρωποι, ομόψυχα και ομαδικά, ορμούσαν στο γλέντι και στο χορό, ξεχνώντας για λίγο τις διαφορές τους ή τα προβλήματα, για να απολαύσουν το συναίσθημα του «ανήκειν» και να τιμήσουν τον τόπο τους, τρώγοντας ντόπια εδέσματα και χορεύοντας με την παραδοσιακή μουσική. Τα πανηγύρια χωρίζονταν, παλιά, σε τρία σκέλη: πρώτο το θρησκευτικό, με λειτουργία στην εκκλησία και λιτάνευση της εικόνας, δεύτερο το ψυχαγωγικό, με όργανα, μουσική και χορό και τρίτο το οικονομικό, καθώς στήνονταν υπαίθρια παζάρια. Ο καθηγητής Λαογραφίας του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Μανόλης Βαρβούνης επισημαίνει ότι το πανηγύρι αποτελούσε και μία ευκαιρία για τα δύο φύλα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ώστε να γίνουν συνοικέσια που τις περισσότερες φορές οδηγούσαν σε γάμους.
Φυσικά, μέχρι σήμερα, στα πανηγύρια οι άνθρωποι, και ιδίως οι νεότεροι, φλερτάρουν και ερωτεύονται. Η διαδικασία του χορού, που πολλές φορές προσομοιάζει στην ίδια την ερωτική πράξη, βοηθά πολύ τα σώματα και τις ψυχές να πλησιάσουν. Ο ιδρώτας, η έξαψη, τα χέρια ανακατεμένα προς τα πάνω, η μουσική που ενώνει και το ποτό που ζαλίζει. Για την Μυρτώ Στέλιου, graphic designer ετών 32, με έδρα της την Κυψέλη, τα πανηγύρια αποτελούσαν πάντα ένα σημαντικό γεγονός στην ζωή της, κι ας μη χόρευε. Κατάγεται από ένα χωριό της Ηπείρου και μιλά στο travel.gr σχετικά: «Το πρώτο πανηγύρι που θυμάμαι να χορεύω πάρα πολύ και να νιώθω έντονα το αίσθημα ότι γουστάρω ήταν στα 23 μου χρόνια περίπου σε ένα πανηγύρι στην Αθήνα, όπου έπαιζε ο Πετρολούκας Χαλκιάς. Είχα γλεντήσει πάρα πολύ κι από τότε το ζητάω συνέχεια αυτό το πράγμα. Το να πηγαίνω σε πανηγύρια με φέρνει σε επαφή και επικοινωνία με τις ηπειρώτικες ρίζες μου και αυτό μού αρέσει. Είναι ένα πολύ συγκεκριμένο, ανεκτίμητο συναίσθημα. Οκ, είναι η αλήθεια ότι έρχονται οι «φασαίοι» πολλές φορές, έτσι, για να πουν ότι πήγαν σε πανηγύρι και δεν ξέρουν καν και να χορεύουν. Δεν ισχύει αυτό όμως για όλους τους νέους ανθρώπους που επιλέγουμε να διασκεδάσουμε έτσι. Οι περισσότερες κι οι περισσότεροι προερχόμαστε από κάποιο χωριό, έχουμε περάσει εκεί καλοκαίρια και γιορτές, είναι ο τρόπος μας να συνδεθούμε με στιγμές ξεγνοιασιάς, με την ίδια την παιδική μας ηλικία».
Και η ηθοποιός Μιχαέλα Δάβιου, μόνιμη κάτοικος Αθήνας, με καταγωγή από την Τήνο, ετών 28, λέει ότι αγάπησε τα πανηγύρια από μια καλοκαιρινή βραδιά μετά την τελευταία επί Covid καραντίνα. Όπως σημειώνει: «Ξαφνικά, μεγάλοι, νέοι, άγνωστοι, γνωστοί, γίναμε μια παρέα μεταξύ μας, αρχίσαμε να χορεύουμε. Μέχρι και πριν λίγο καιρό, φορούσαμε όλοι μάσκες, άρα αυτή η στιγμή είχε μεγάλη σημασία. Θυμάμαι συγκινήθηκα. Ήταν σχεδόν βακχικό να αγγίζει και να ιδρώνεις με άλλα κορμιά που δεν τα ξέρεις και να χορεύεις σα να μην υπάρχει αύριο. Αυτή την ένωση με τους άλλους ανθρώπους προσωπικά δεν τη βρίσκω σε κανένα μπαρ ή κλαμπ. Επίσης, λατρεύω την παραδοσιακή μουσική, τα νησιώτικα, τα σουβλάκια, τις πατάτες, την μοσχοβολιά της τσίκνας!».
Ο Αναστάσιος Φέκας, υποψήφιος Διδάκτορας Κοινωνιολογίας, εξηγεί στο travel.gr: «Αν έπρεπε κάποιος να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα “για ποιο λόγο τα τελευταία χρόνια τα πανηγύρια στην ελληνική επαρχία έχουν επανακτήσει την φήμη τους”, θα έπρεπε αρχικά να ξεκινήσει από το ίδιο το ερώτημα. Να απαντήσει δηλαδή αρχικά στο τι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία και πώς αυτό ξαναέκανε τα πανηγύρια να «είναι μέσα στην φάση» κυρίως της νεολαίας. Τα πανηγύρια αποτελούν εδώ και αιώνες έναν θεσμό στην ελληνική ορεινή αλλά και νησιωτική ύπαιθρο. Με τις ιδιορρυθμίες που μπορεί να τα χαρακτηρίζουν, ανάλογα και τον τόπο τέλεσής τους, από την ορεινή Ήπειρο έως τη νησιωτική Ικαρία, και από την ακριτική Θράκη έως και την Κρήτη, αποτελούν ένα σύνολο παγιωμένων σχέσεων, οι οποίες εκφράζονται κυρίως μέσω της μουσικής και του χορού.
Ίσως σε αυτό το στοιχείο, ότι δηλαδή πρόκειται για έναν κατεξοχήν παραδοσιακό θεσμό, έναν θεσμό επομένως ο οποίος κρατάει από τα προεπαναστατικά του 1821 ακόμα χρόνια, να βρίσκεται ο πρώτος από τους λόγους για τους ο οποίους ο κόσμος επιστρέφει σε αυτά. Αποτελούν άρα έναν ισχυρό αντίβαρο στις συνθήκες των ρευστών καιρών τις οποίες βιώνουμε παγκόσμια τα τελευταία χρόνια και ειδικά μέσω των συνεχόμενων κρίσεων στην ελληνική κοινωνία. Αρχής γενομένης της οικονομικής κρίσης του 2008 και με την πανδημία του covid ως το αποκορύφωμα αυτών, η ελληνική κοινωνία και ειδικότερα τα νεότερα τμήματα αυτής, να προσπαθούν να αγκιστρωθούν σε έναν θεσμό ο οποίος να συμβολίζει τρόπον τινά την μονιμότητα και την συνέχεια. Λέμε ειδικότερα τα νεότερα τμήματα αυτής, καθώς οι νέες γενιές δεν έχουν ζήσει ουσιαστικά καθόλου συνθήκες ασφάλειας και ηρεμίας στις ζωές τους.
Άρα, ίσως να εκφράζουν και μια επιστροφή στο παρελθόν, εφόσον το παρόν μας φαίνεται άσχημο, το μέλλον αβέβαιο και το πρόσφατο παρελθόν εξίσου τραυματικό. Νιώθουμε πως χρειαζόμαστε κάτι που να μας συνδέει με το πολύ μακρινό παρελθόν, το οποίο ίσως να είναι και εξιδανικευμένο, αλλά δεν μπορεί να μας βλάψει. Επίσης, ένας άλλος παράγοντας, ο οποίος να αιτιολογεί μια τέτοια επιστροφή στα πανηγύρια, είναι ότι ίσως η συμμετοχή σε αυτά να αποτελεί και ένα είδος συμβολικού κεφαλαίου και κοινωνικού κεφαλαίου του συμμετέχοντα σε αυτά, ο οποίος θα ανεβάσει εν συνεχεία την συμμετοχή του σε αυτά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να φαίνεται ότι συμμετέχει και ο ίδιος «στην φάση αυτή».
Ενδιαφέρον μάλιστα ενδεχομένως να αποτελεί το γεγονός πως η συμμετοχή σε πανηγυρικές δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα στις χαρακτηριστικά μαζικές και δυναμικές ικαριώτικες καλοκαιρινές εκδηλώσεις, είναι αρκετά συνήθης σε νέους οι οποίοι (αυτό)προσδιορίζονται με όρους όπως «εναλλακτικοί», «ελευθεριακοί» ή «αναρχοαυτόνομοι». Ενδιαφέρον από την άποψη πως άτομα τα οποία ιδεολογικά ανήκουν σε χώρους οι οποίοι αντιστρέφονται τις μεγάλες εθνικές, ελληνικές, τοπικές ταυτότητες οι οποίες ρητά ή άρρητα εκφράζονται στα πανηγύρια, παρόλα αυτά συμμετέχουν ακριβώς σε αυτές τις εκδηλώσεις. Η ίδια η νεολαία άλλωστε θα περίμενε κανείς, ειδικά στην περίοδο των μικροταυτοτήτων στην οποία ζούμε, να στρέφεται στην αντίθετη της παράδοσης κατεύθυνση.
Μια εξήγηση για το εν λόγω γεγονός ίσως να αποτελεί η ίδια η ιδιοσυγκρασία της ελληνικής κοινωνίας, να ρέπει μονίμως μεταξύ της κίνησης προς τα μπρος αφενός και της παράδοσης και της συντήρησης αφετέρου. Επιπλέον, ακόμα και για άτομα τα οποία προσδιορίζονται από έναν ελευθεριακό τρόπο ζωής, η συμμετοχή τους αυτή σε ένα παραδοσιακό τελετουργικό όπως είναι ένα ελληνικό πανηγύρι, να είναι ακριβώς ένα από τα στοιχεία αυτής της ελευθεριακής τους ταυτότητας».