Γράφει
Στον Αγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας το γλέντι στο δημοτικό σχολείο του χωριού για τη «Γιορτή της Καραβίδας» νωρίς τα ξημερώματα ενός αυγουστιάτικου βραδιού έχει ανάψει για τα καλά. Κι ενώ η πλειοψηφία χορεύει στους ρυθμούς της ορχήστρας, νέοι και νέες φορώντας πορτοκαλί μπλουζάκια -τιμής ένεκεν του ομώνυμου αστακοειδούς που γιορτάζεται- σερβίρουν, κουβαλούν καφάσια μπύρες και καθαρίζουν τον χώρο. Μαθητές, φοιτητές και τριαντάρηδες είναι οι πρωταγωνιστές του τοπικού «πανηγυριού».
Κάποια στιγμή σε μια ανάπαυλα από το κουβάλημα και το σερβίρισμα, μια παρέα «σκρολάροντας» στο Instagram παρατηρεί πως δεκάδες φίλοι και γνωστοί τους βρίσκονταν την ίδια στιγμή σε άλλα πανηγύρια που πραγματοποιούνταν σε διάφορες γωνιές της Ελλάδος.
Είναι κοινή παραδοχή μεταξύ της «εγχώριας» Gen Z ότι το καλοκαίρι του 2024 είδαν τα περισσότερα story από πανηγύρια, ανταμώματα και υπαίθριες μουσικές γιορτές συγκριτικά με άλλες χρονιές. Πώς εξηγείται, όμως, αυτή η τάση; Πρόκειται για μια οικονομική λύση διασκέδασης; Ενα βήμα επανασύνδεσης με την ύπαιθρο; Ή μια διαδικασία επιθετικής «διάβρωσης» της παράδοσης, όπως υποστηρίζουν κάποιοι;
Οταν οι πλατείες των χωριών ζωντανεύουν
Κάπου στην Αιτωλοακαρνανία, σε ένα μικρό ορεινό χωριό ονόματι Ανω Χρυσοβίτσα, κοντά στον Θέρμο, η Νίκη Λ. -σε μια ανάπαυλα από τη θερινή προετοιμασία για τις Πανελλήνιες εξετάσεις- μαζί με δεκάδες συνομηλίκους της, έδινε τον τόνο στο ετήσιο αντάμωμα της μικρής κοινότητας.
Κάτω από τα πλατάνια του οικισμού, με τις γνωστές πλαστικές καρέκλες -σήμα κατατεθέν- γεμάτες από ντόπιους, συγγενείς και επισκέπτες όλων των ηλικιών, η πλατεία του χωριού που είναι όλο το χρόνο άδεια έσφυζε από ζωή.
Η Νίκη λέει στην «Κ» πως τα πανηγύρια και τα ανταμώματα αποτελούν τη στιγμή εκείνη όπου το χωριό «ξαναζωντανεύει». Αλλωστε, η προετοιμασία και η διοργάνωσή τους αποτελεί μια απολύτως «χειροποίητη» διαδικασία.
Μια διαδικασία που «δένει» την κοινότητα και που εκ των πραγμάτων πηγάζει από αγάπη και σεβασμό για τον τόπο και την παράδοση και όχι από καταναλωτική διάθεση. Μια εμπειρία που, όπως λέει, δεν μπορεί να ζήσει αλλού ως παιδί της πόλης. Μια μυσταγωγία όπου οι ίδιοι οι συμμετέχοντες παίρνουν το μικρόφωνο και τραγουδούν, όπου γιαγιάδες χορεύουν ζεϊμπέκικα, όπου νέοι και νέες ανταλλάσσουν βλέμματα και φλερτάρουν.
Αναζητώντας την απλότητα και τη λαϊκότητα
Ο Νίκος Φουτάκης, νέος επαγγελματίας μουσικός, πέρασε μεγάλο μέρος του φετινού καλοκαιριού παίζοντας ακορντεόν με την μπάντα του σε ανταμώματα, γιορτές και πανηγύρια. Επισημαίνει στην «Κ» ότι η παραδοσιακή θεματική τόσο στη μουσική όσο και στον χορό διατηρείται είτε αφορά τους πιο «παλιούς», είτε τους νεότερους συμμετέχοντες.
Θεωρεί επίσης σημαντικό ότι, στη μεγάλη εικόνα, υπάρχει βαθύς σεβασμός στον χώρο, στον σκοπό και την ιστορικότητα του πανηγυριού, αλλά και στον ρόλο του ίδιου του μουσικού. «Οι νέοι γνώριζαν γιατί βρίσκονταν εκεί πέρα, αντιλαμβάνονταν τι σημαίνει αυτό για την κοινότητα», παρατηρεί.
Ο Νίκος Φουτάκης εκτιμά ότι στη βόρεια Ελλάδα το παραδοσιακό κομμάτι είναι πιο αισθητό, ενώ επισημαίνει περιπτώσεις σε άλλα σημεία της χώρας όπου καταγράφονται φαινόμενα «εμπορευματοποίησης» και «μπουζουκοποίησης».
Ο ίδιος, πάντως, προχωρά σε μια ενδιαφέρουσα εμπειρική «γεωγραφική» διάκριση. Εκτιμά ότι στη βόρεια Ελλάδα το παραδοσιακό κομμάτι είναι πιο αισθητό, ενώ επισημαίνει περιπτώσεις σε άλλα σημεία της Ελλάδος όπου καταγράφονται φαινόμενα «εμπορευματοποίησης» και «μπουζουκοποίησης», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.
Σχολιάζει, μάλιστα, χαρακτηριστικά ένα βίντεο που έγινε βάιραλ και το οποίο απεικονίζει γνωστή χορεύτρια να λικνίζεται αισθησιακά στη διάρκεια ενός πανηγυριού. «Τέτοια περιστατικά δεν συμβαδίζουν με την απλότητα και τη λαϊκότητα του πανηγυριού», μας λέει.
Θεωρώ ότι υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον για το παραδοσιακό κομμάτι. Ακόμη και νέοι που δεν συνδέονται με τον τόπο, μαθαίνουν τους χορούς από το youtube ή από τα social media.
Στο ίδιο μήκος κύματος, εκτιμά ότι η «υφολογική απομάκρυνση από τα μουσικά χαρακτηριστικά της περιοχής» ενίοτε οφείλεται στους διοργανωτές που θεωρούν ότι μια πιο «εμπορική» και «μοντέρνα» προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει θέλγητρο για παιδιά, εφήβους και νέους. Αλλωστε, τα πανηγύρια και τα ανταμώματα συχνά επιτελούν και τον σκοπό οικονομικής ενίσχυσης κοινοτήτων και συλλόγων, παράμετρος που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Στην κριτική, πάντως, ότι κυρίως σε τουριστικούς περιορισμούς που συχνά το πανηγύρι φαντάζει κοσμική επιλογή εξόδου ή μια «καλή φάση», ο μουσικός παρατηρεί: «Θεωρώ ότι υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον για το παραδοσιακό κομμάτι. Ακόμη και νέοι που δεν συνδέονται με τον τόπο, μαθαίνουν τους χορούς από το youtube ή από τα social media».
Παράδοση εναντίον «πανηγυρτζίδικων» εκδηλώσεων
O Χρήστος Μαλέσκος, νομικός 25 ετών, είναι στενά συνδεδεμένος με τον τόπο του, την Κρανιά Πρέβεζας, και με κάθε ευκαιρία ανατρέχει στην ιστορία και την παράδοση του χωριού του. Στην ευρύτερη περιοχή, όπως μας λέει, διοργανώνονται πανηγύρια και ανταμώματα τόσο τον Ιούλιο όσο και τον Αύγουστο. «Η μεγάλη εικόνα όσον αφορά τις νέες και τους νέους που έρχονται και συμμετέχουν στα πανηγύρια σχετίζεται με μια ανάγκη σύνδεσης με τον τόπο, τη θρησκεία, την παράδοση και τους ανθρώπους της περιοχής», λέει χαρακτηριστικά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πανηγύρι στο Νικολίτσι Πρέβεζας στο οποίο, όπως μας λέει, οι νέοι παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο στη διασκέδαση της «μυσταγωγίας» του δεκαπενταυγουστιάτικου γλεντιού αλλά και στη διοργάνωσή του, καθώς εμπλέκονται ενεργά στον εξωραϊστικό σύλλογο του οικισμού.
Ο Χρήστος τονίζει ότι τα πανηγύρια αποτελούν ευκαιρίες για συλλόγους, τοπικές ομάδες και χορευτικά τμήματα να ενισχυθούν οικονομικά, να «ζωντανέψουν», ειδικά σε μια περίοδο όπου τα μέρη γεμίζουν από ανθρώπους που τον χειμώνα ζουν στις πόλεις τους.
Εχουμε δει ανθρώπους να ρίχνουν γαρύφαλλα με εκσκαφέα, να χύνουν μπουκάλια με ουίσκι σε τραπέζια, να ανοίγουν κιβώτια σαμπάνιες.
Προχωρά παρόλα αυτά σε έναν ενδιαφέροντα διαχωρισμό μεταξύ των «παραδοσιακών» γλεντιών και των «πανηγυρτζίδικων», όπως χαρακτηριστικά λέει. Ποια η διαφορά; Στις μεν περιπτώσεις των «παραδοσιακών» γλεντιών στο επίκεντρο είναι οι άνθρωποι, τα μουσικά ακούσματα του τόπου, οι εκκλησίες που γιορτάζουν και η ανάγκη σύνδεσης με συγγενείς και φίλους. Στις «πανηγυρτζίδικες» εκδηλώσεις, όπως λέει ο Χρήστος, παρατηρούνται και φαινόμενα «εκφυλισμού». «Εχουμε δει ανθρώπους να ρίχνουν γαρύφαλλα με εκσκαφέα, να χύνουν μπουκάλια με ουίσκι σε τραπέζια, να ανοίγουν κιβώτια σαμπάνιες».
«Από τη μία είναι όμορφο να βλέπεις νέους ανθρώπους να διασκεδάζουν στην επαρχία, από την άλλη είναι λίγο παράταιρο στην Ηπειρο π.χ. να κάνει κάποιος “παραγγελιές” ικαριώτικων τραγουδιών, απλώς και μόνο για να μπει στη “φάση”. Αφήστε που ορισμένοι δεν ξέρουν τα βήματα», σχολιάζει χιουμοριστικά επισημαίνοντας, πάντως, μια ιδιαίτερη περίσταση στη Σαρακατσάνικη Στάνη στον Γυφτόκαμπο Ιωαννίνων, όπου κάθε χρόνο, χιλιάδες νέοι που κάνουν κάμπινγκ, διασκεδάζουν με απολύτως παραδοσιακό γλέντι το πρώτο σαββατοκύριακο του Αυγούστου.
«Προβληματισμοί για το Σιφνέικο πανηγύρι»
Ενώ τα φετινά πανηγύρια και οι εορτασμοί έφταναν στην κορύφωση τους σε όλη την Ελλάδα, μια ανάρτηση στο Facebook με τίτλο «Προβληματισμοί για το Σιφνέικο πανηγύρι» άνοιξε απρόσμενα μαζικά τη συζήτηση για την ανάγκη σεβασμού προς τις παραδοσιακές εκδηλώσεις τόσο στο συγκεκριμένο νησί των Κυκλάδων όσο και ευρύτερα.
Οι συνυπογράφοντες του κειμένου και ενεργοί διοργανωτές πολλών πανηγυριών και γλεντιών, μια από τις πιο «γνωστές νεανικές παρέες πανηγυράδων» στο νησί, Παντελής Αγιουτάντης, Γιάννης Κοντός, Θανος Κασιώτης, Γιάννης Ατσόνιος, μιλώντας στην «Κ» υποστηρίζουν ότι βασικός στόχος της παρέμβασής τους ήταν η απαίτηση του στοιχειώδους: «σεβασμό σε μια διαδικασία που απαιτεί πολύ προσπάθεια και χρόνο».
Εξηγούν ότι το στήσιμο ενός πανηγυριού στο νησί αποτελεί ευθύνη μιας οικογένειας ή μιας ομάδας που αναλαμβάνει τα έξοδα. «Αν δεν βρεθεί αυτή η ομάδα, αναλαμβάνουν οι υπεύθυνοι για τη συντήρηση της εκάστοτε εκκλησίας που γιορτάζεται». Συμπληρώνουν πως τα Σιφνέικα πανηγύρια έχουν «οικογενειακό χαρακτήρα» ως προς την οργάνωσή τους και πραγματοποιούνται κατά κύριο λόγο σε ξωκλήσια απομακρυσμένα, γεγονός που καθιστά την πραγματοποίηση των εορτασμών ακόμη πιο δύσκολη.
«Η συμμετοχή σε όλο αυτό απαιτεί έναν σεβασμό ως προς τη θρησκευτικότητα του χώρου και την λαογραφική παράδοση του νησιού», τονίζουν στο κείμενο που ανάρτησαν, ενώ εξηγούν στην «Κ» ότι οι προβληματικές συμπεριφορές δεν αφορούν μια «κάστα» ανθρώπων ή μια ορισμένη ηλικιακή ομάδα. «Το πρόβλημα δεν είναι ούτε οι νέοι “φασαίοι”, ούτε οι ξένοι. Είναι θέμα παιδείας και σεβασμού», προσθέτουν.
«Βλέπουμε κόσμο που κουβαλάει μαζί του τζιν και τσίπουρα, ζητούν μπύρες στα κελιά ή ρωτάνε αν υπάρχουν μενού βίγκαν», μας λένε, ενώ στέκονται ιδιαίτερα στην μεγάλη ποσότητα σκουπιδιών που καλούνται να μαζέψουν μετά τα γλέντια, παρά το γεγονός ότι υπάρχει μέριμνα από την πλευρά των διοργανωτών για κάδους σε πολλά σημεία. Θεωρούν ότι πιθανώς τέτοιες συμπεριφορές να οφείλονται στην αίσθηση ότι το γλέντι είναι «τζαμπέ» ή στο ότι το πανηγύρι πρόκειται απλώς για μια «μόδα» ενταγμένη στο πλαίσιο της γενικευμένης διακοπικής ανεμελιάς.
«Το Σιφνέικο πανηγύρι είναι ξεχωριστό, είναι αρχέγονο, είναι κάτι που δεν βρίσκεις αλλού ακόμα και σε άλλα νησιά», είναι το μήνυμα που στέλνουν, τονίζοντας την ίδια στιγμή με αισιοδοξία ότι «η διοργάνωση των πανηγυριών είναι σαν να έχει περάσει από γενιά σε γενιά» και ότι «οι νέοι είναι άξιοι συνεχιστές των γονιών και των συγγενών τους».
«Ολο αυτό έχει τεράστια σημασία για τη Σίφνο. Αν αυτά τα ξωκλήσια “σβήσουν”, θα “σβήσει” και η παράδοση», λένε χαρακτηριστικά. Το θετικό σημάδι για το μέλλον; Το γεγονός, όπως λένε, ότι υπάρχει μια «επιστροφή στην παράδοση» σε ηλικίες 18 με 30 ετών, κάτι που δεν παρατηρούνταν τόσο έντονα στις προηγούμενες γενιές.
Κεντρική φωτογραφία αρχείου: ΑΠΕ-ΜΠΕ / ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ