“Γεράσιμε, ετούτη είναι η Μαριγούλα, διορίστηκε δασκάλα του χωριού. Πρέπει κάπου να ποστιαστεί… Τί να κάμουμε;”
Πού να ποστιαστεί η δασκάλα; Δώσε από δω δώσε από κει βρέθηκε η λύση. Στη μπαράκα του Γεράσιμου. Το πλάνο βγήκε. Ο γιος του ο Αλέξης (ο πατέρας μου) θα κόλλαγε με μερικές σανίδες στο “τραίνο” ένα μπαρακάκι για να κοιμάται εκείνος και η δασκάλα θα κοιμόταν στη μεγάλη μπαράκα με τις αδελφάδες του. Ο παππούς δεν σκέφτηκε “και τί με κόφτει εμένανε”, αφού τα παιδιά του είχαν ξεσκολίσει. Η δασκάλα έπρεπε κάπου να μείνει. Το σχέδιο εκτελέστηκε πάραυτα και η δασκάλα βρήκε στέγη. Κι έμεινε στο χωριό κάμποσα χρόνια. Στη φωτο, η δασκάλα εκείνη, η Μαριγούλα Περάτη, λίγα χρόνια μετά, με τον πατέρα μου, με τα σπιτάκια της αρωγής ήδη χτισμένα, νεροβγάνουνε από μια από τις βρύσες που τοποθετήθηκαν σε σημεία του χωριού. Γιατί ούτε σπίτια είχανε, ούτε νερό, οι στέρνες είχανε σπάσει με τον σεισμό.
Κι όμως, ο παππούλης ο Γεράσιμος, που ήτανε, όπως όλοι μας οι Κεφαλονίτες και λίγο ιδιότροπο σκουτί, φρόντισε να ποστιαστεί η δασκάλα στη μπαράκα του.
Τα σχολεία που χτίστηκαν στα χωριά τα επόμενα χρόνια, είχαν μια καμαρούλα για τον δάσκαλο. Και ιατρεία χτίστηκαν στη φτωχή Ελλάδα, με το καμαράκι τους κι αυτά. Και σε κάποια χωριά με Γυμνάσια, όπως στις Κεραμειές και την Αγία Θέκλη, κάποιοι ευεργέτες (Ρόκκος Βεργωτής, Λιβιεράτοι) φρόντισαν να χτιστούν πλάι στα σχολεία μικρά σπιτάκια για τους καθηγητές. Για να μείνουνε στα σχολεία και να μη φύγουν.
Εβδομήντα χρόνια μετά, το νησί μας (κι όχι μόνο), δεν έχει μπαράκες, έχει ωραία μεγάλα σπίτια. Πολλά σπίτια. Περισσότερα από τους ανθρώπους. Και νερό έχει, και πισίνες, και ηλεκτρικό. Κι όμως, οι δάσκαλοι, οι γιατροί, οι φοιτητές που έρχονται δεν βρίσκουν στέγη για να μείνουν. Ή, όταν βρουν, τους ζητούν για ενοίκιο “δυο αμπέλια άτρυγα” και να έχουν αδειάσει το σπίτι προτού καλά καλά τελειώσει η σχολική χρονιά. Γιατί τώρα, δεν έρχονται μονάχα οι δάσκαλοι, έρχονται και οι τουρίστες. Κι εκείνοι αφήνουν πιο πολλά λεφτά. Μεγάλωσαν τα σπίτια μας, μεγάλωσαν και οι τσέπες μας.
Οι άνθρωποι εκείνοι στις μπαράκες, δεν είχανε τίποτα, ούτε σπίτια, ούτε νερό, ούτε ηλεκτρικό, ούτε φράγκο στην τσέπη, είχανε μονάχα καρδιά. Εμείς;