Στου Γηροκομείου την αυλή κάθεται ολομόναχο θλιμμένο γεροντάκι.. (ποίημα)

1450

Δημοσιεύουμε ένα ποίημα που λάβαμε απο Αναγνώστρια, αφιερωμένο στους μοναχικούς ανθρώπους των Γηροκομείων που αισθάνονται την εγκατάλειψη των παιδιών τους.

Στου γηροκοµείου την αυλή
πάνω σ’ ένα παγκάκι
κάθεται ολοµόναχο
θλιµµένο γεροντάκι.

Σκέφτεται όσα έκανε
όλα αυτά τα χρόνια
και βλέπει πως κατάντησε
σ’ αυτή την καταφρόνια.

Ευτυχισµένοι ζούσανε
αυτοί κι η φαµελιά τους
κι η όµορφη γυναίκα του
τα δύο τα παιδιά τους.

Γι’ αυτό και τα µορφώσανε
απ’ το υστέρηµά τους
καµάρωναν που γίνονταν
σπουδαία τα παιδιά τους.

Κουράγιο βρε γυναίκα µου
ώσπου να µεγαλώσουν
είναι παιδιά πολύ καλά
θα µας το ανταποδώσουν.

Τα δυο παιδιά σπουδάσανε
και στην Αµερική
κάνανε οικογένεια
και µείνανε εκεί.

Από την στεναχώρια τους
πριν κλείσει ένας χρόνος
πεθαίνει η γυναίκα του
και µένει ο γέρος µόνος.

Ζήτησε απ’ τ’ αγόρι του
να πάει ο καηµένος
θυµάται τι τ’ απάντησε
κι είναι φαρµακωµένος.

Πατέρα πολλά µας έκανες
και σ’ ευχαριστούµε
µα είναι δύσκολα εδώ
µε γέροντες να ζούµε.

Ο γέρος τους απάντησε
«νάχετε την ευχή µου
κι εγώ θα έβρω µια γωνιά
στο άλλο το παιδί µου».

Μα όταν το ανέφερε
στην κόρη του µια µέρα
εκείνη του απάντησε
«δεν γίνεται πατέρα».

Σπίτι µεγάλο έχουµε
η κόρη καµαρώνει
µα όσα µέτρα µείνανε
το κάναµε σαλόνι.

Πόσο ο γέρος λαχταρά
να ‘ναι µε τα παιδιά του
νάχει τα έγγονάκια του
πάνω στα γόνατά του.

Αυτή η σκέψη η γλυκειά
το γέρο αποκοιµίζει
του ιδρύµατος η ερηµιά
όµως τον τριγυρίζει.

Ο γέρος εκοιµήθηκε
µε πρόσωπο θλιµµένο
την άλλη µέρα το πρωί
τον βρήκαν πεθαµένο….

π. Θωμάς Ανδρέου

Γέρο σε ’ τούτη τη ζωή,
Το μόνο έγκλημά σου,
Που εγέρασες κι εγίνηκες,
Βάρος για τα παιδιά σου.

Γέρασες και στο σπίτι του,
Κανένας δε σε θέλει,
Γιατί εξαναγίνηκες,
Απ’ την αρχή κοπέλι.

Άδικα παν οι κόποι σου,
Τσάμπα τα όνειρά σου,
Η στέρηση ποθ πέρασες,
Να θρέψεις τα παιδιά σου .

Σαν ήσουν νέος έτρεχες,
Να μη ληφθεί κανένα,
Κι εδά δε βρίσκετ’ έρμε μου,
Να σ’ ανετάξει ένα .

Στο δρόμο σε πετάξανε,
τα ίδια τα παιδιά σου,
Σαν το σκουπίδι γέρο μου,
Ξάνει την καταντιά σου .

Μα θα γυρίσει ο τροχός,
Θα ’ρθει και η σειρά τους,
Στο δρόμο να τους βγάλουνε,
Κι εκείνους τα παιδιά τους .

Επέτρεψέ μου να τους πω,
Μόνο μια ιστορία,
Βγαλμένη μέσ’ απ’ τη ζωή,
Κι ας μου κρατάν κακία.

Παλιά, ο γέρος άνθρωπος,
Έπρεπε να πεθαίνει,
Το σοϊ του και τα παιδιά,
Άδικα μη βαραίνει.

Τα ίδια τα κοπέλια τους,
Λοιπόν τους οδηγούσαν,
Σε μια απόκριμνη κορφή,
Απ’ όπου τους πετούσαν.

Έτσι ένας γιος τον άρρωστο,
Και γέρο του πατέρα,
Θέλησε να ξεφορτωθεί,
Οριστικά μια μέρα.

Σ’ ένα γκρεμό τον οδηγεί,
Κι όταν στην άκρη φτάνει,
Βάλθηκε μια ερώτηση,
Του γέρου να του κάνει .

” Πατέρα, πες μου, Απο που θές “,
Του λέει, “να σεπετάξω ;
Ξέρεις πως είναι το έθιμο,
Κι εγώ δε θα τ’ αλλάξω ”

Με ηρεμία του απαντάει
ο γέρος ” Γιε μου ξά σου,
από `που σε πετάξουνε
και ’σένα τα παιδιά σου ”

Είν’ αμαρτία απ’ το θεό,
Τους γέρους να πετάτε,
Ότι κι αν είναι, ειναι γονείς,
Μόνο να τσ’ αγαπάτε.

Παράδειγμα να γίνετε,
Οι ίδιοι στα παιδιά σας,
Αν θέλετε να `ναι καλά,
Ει τα γεράματά σας…

Στίχοι: Άννα Γιακουμάκη

Οποιος έχει ψυχή και συναίσθημα θα τον αγγίξει!

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις