Δεν είναι η πρώτη φορά που η 57μ θαλαμηγός SAGITTA , έρχεται στην Κεφαλονιά. ΠρόκεIται για θαλαμηγό ιδιοκτησίας των αδελφών Χανδρή . Πρόκειται για τη γνωστή εφοπλιστική οικογένεια με ιδιοκτησία και ξενοδοχεία και μεγάλα ακίνητα.
Το σκάφος ναυπηγήθηκε το 2001 και απο τότε παραμένει στην οικογένεια Χανδρή. Φιλοξενεί έως 12 άτομα που φροντίζουν 7 άτομα προσωπικό. Πρόκειται για μια απο τις πλέον πολυτελής θαλαμηγούς στην Ελλάδα.
Η φωτογραφία είναι του Φανούρη Φραγκιά
Και μία ..διαβολική σύμπτωση. Τη θαλαμηγό την είχαμε εντοπίσει στην Κεφαλονιά για πρώτη φορά ακριβώς στα σήμερα (7/8) το 2016!! (Διαβάστε εδω)
Λίγα λόγια για την οικογένεια Χανδρή (πηγη https://www.mononews.gr/
Πρόδρομος της οικογένειας ήταν ο Ιωάννης Χανδρής, με καταγωγή από την Χίο, ο οποίος ανέπτυξε σπουδαία εφοπλιστική δράση τα χρόνια του μεσοπολέμου. Παράλληλα είχε και μια σημαντική παρουσία στην Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών στην οποία εκλεγόταν στο διοικητικό της συμβούλιο. Ο Ιωάννης Χανδρής νυμφεύθηκε την Ευγενία Γεωργαντή και απέκτησαν δύο αγόρια.
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η ναυτική εταιρεία Χανδρή, απώλεσε επτά πλοία, τα οποία βυθίστηκαν από τους Γερμανικούς βομβαρδισμούς. Ο Ιωάννης Χανδρής γεννήθηκε το 1890 και πέθανε το 1942 σε ηλικία 52 ετών. Το τιμόνι της οικογενειακής ναυτιλιακής εταιρείας ανέλαβαν τα παιδιά του. Ο Αντώνης και ο Δημήτρης, που χαϊδευτικά τον φώναζαν, Μίμη.
Τον Μάρτιο του 1947, η οικογένεια παρέλαβε το “Nathaniel Macon” ναυπηγημένο το 1943, το οποίο μετονομάστηκε σε “Ευγενία Χανδρή”. Επιπλέον, η οικογένεια μπόρεσε να αποκτήσει ένα από τα επτά δεξαμενόπλοια Τ2, χωρητικότητας περίπου 16.500 τόννων τα οποία είχαν διατεθεί από τους Αμερικανούς για πώληση στους Έλληνες.
Ο Αντώνης Χανδρής, γεννήθηκε το 1924 και πέθανε το 1984, ενώ ο Δημήτρης γεννήθηκε το 1921 και πέθανε το 1980. Τα αδέρφια εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο. Την ώρα που η οικογένεια παραλάμβανε το πρώτο της Liberty και το πρώτο δεξαμενόπλοιο, ο Δημήτρης είχε ήδη πάρει την πρωτοβουλία να αποκτήσει την Charlton Steam Shipping Co. με έδρα το Newcastle.
Διαχειρίζονταν πλέον ένα μέσο για το πρώτο εγχείρημα δραστηριοποίησης στην επιβατηγό ναυτιλία στοχεύοντας στις ανάγκες των μεταπολεμικών προσφύγων. Αρχικά η εταιρεία προσέφερε υπηρεσίες για τον Διεθνή Οργανισμό Προσφύγων, επαναφέροντας εκτοπισμένους Ευρωπαίους στην Αυστραλία και στην Αμερική. Ακολούθησαν ναυλώσεις στην Βρετανική κυβέρνηση για αποστολές στρατευμάτων.
Υπενθυμίζεται ότι στην δεκαετία του ’20, ο πατέρας τους είχε λειτουργήσει μία επιβατηγό γραμμή ανάμεσα στον Πειραιά και την Κόρινθο και αργότερα μια σύνδεση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία.
Μέχρι το 1960, τα δύο αδέλφια και η μητέρα τους είχαν χτίσει έναν εντυπωσιακό στόλο αποτελούμενο από 30 δεξαμενόπλοια και φορτηγά αλλά είχαν μεγάλες φιλοδοξίες για την επιχείρηση των επιβατηγών. Την ίδια χρονιά, ο Δημήτρης ξεκίνησε την Chandris Cruises, μία εκ των πρωτοπόρων στην σύγχρονη ιστορία της βιομηχανίας κρουαζιερών στην Μεσόγειο. Ο Αντώνης είχε πεισθεί για τις δυνατότητες των υπερατλαντικών γραμμών καθώς η μετανάστευση από την Ευρώπη βρισκόταν σε έξαρση την μεταπολεμική περίοδο και ίδρυσε την Chandris Lines, στοχεύοντας κυρίως στην μεταφορά εποίκων από την Ευρώπη που αναζητούσαν μια νέα ζωή στην Αυστραλία.
Το πρώτο πλοίο, το “Bloemfontein Castle”, είχε αρχικά σχεδιαστεί για να μεταφέρει μετανάστες στην Νότια Αφρική για την Βρετανική Union-Castle Line. Μετά την απόκτηση του πλοίου, το ανακαίνισε για να εξυπηρετήσει την ταχύτατα αναπτυσσόμενη αγορά των Ελλήνων μεταναστών προς την Αυστραλία. Το πλοίο μετονομαζόμενο σε “Πατρίς”, πραγματοποίησε την πρώτη του αναχώρηση από τον Πειραιά στις 14 Δεκεμβρίου του 1959.
Στην διάρκεια των επόμενων 18 χρόνων, η Chandris Lines επικεντρώθηκε κυρίως στην αγορά Ευρώπης-Αυστραλίας, συμπεριλαμβάνοντας την αυξημένη ζήτηση στο Ηνωμένο Βασίλειο για πέρασμα στην Αυστραλία. Αγοράστηκαν πολλά διαφορετικά πλοία. Το σημαντικότερο που προστέθηκε στον στόλο ήταν το ‘SS Australis’.
To πρώην ‘SS America’ ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο επιβατηγό τακτικών γραμμών πλοίο Αμερικανικών συμφερόντων όταν αγοράστηκε από την Chandris το 1964. Το πλοίο έγινε το μεγαλύτερο επιβατηγό υπό Ελληνική σημαία. Η Chandris Lines προσέφερε μία ενιαία θέση με σχετικά ανεπίσημο περιβάλλον στα πλοία της αλλά με κλιματιζόμενες καμπίνες, ποικιλία οργανωμένης ψυχαγωγίας για εκείνη την εποχή και υψηλής ποιότητας φαγητό στις τραπεζαρίες. Πάντως ο ίδιος ο Χανδρής διαφοροποίησε τις υπηρεσίες του από τις πολυτελείς κρουαζιέρες που κόστιζαν ίσως την διπλάσια τιμή. Η εταιρία παρείχε καλές υπηρεσίες στα πλοία αλλά ο πρωταρχικός στόχος ήταν η ασφαλής και ευχάριστη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό τους.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, οι αδελφοί Χανδρή λειτουργούσαν τον μεγαλύτερο στόλο επιβατηγών κρουαζιέρας στον κόσμο με συνολικό αριθμό 13 πλοίων, ξεπερνώντας την P&O, την Cunard και την Union-Castle.
Το 1978, ο Χανδρής ανέστειλε την λειτουργία της Chandris Lines λόγω της αύξησης στα κόστη και της απόφαση της Αυστραλίας να τερματίσει το υποβοηθούμενο σύστημα περάσματος για τους Ευρωπαίους μετανάστες. Επιπλέον, η άφιξη της εποχής των αεροπορικών συγκοινωνιών είχε καταστήσει τις πτήσεις μεγάλων αποστάσεων ισχυρό ανταγωνιστή και η αγορά της μεταφοράς επιβατών δια θαλάσσης άρχισε να φθίνει.
Ο Αντώνης Χανδρής νυμφεύθηκε την Ράνια Νικολάου, αλλά δεν έκαναν παιδιά. Έτσι, μετά τον θάνατό του οι απόγονοι του Δημήτρη, Ευγενία, Μιχάλης και Ιωάννης, συνέχισαν την επιχείρηση των κρουαζιερών για πολλά χρόνια. Σχημάτισαν τον πολυτελή στόλο της Celebrity Cruises με τη συμμετοχή κατά 49% της Overseas Shipholding Group (OGS) που είχε έδρα την Αμερική, έως ότου η εταιρία αγοράστηκε από την Royal Caribbean International το 1997.
Η οικογένεια Χανδρή, όλα αυτά τα χρόνια, δεν είχε παραμελήσει την ναυτιλιακή της επιχείρηση μεταφορών φορτίων και την δεκαετία του ‘60 ήταν μία εκ των δέκα κορυφαίων εφοπλιστικών οικογενειών, με στόλο που αριθμούσε περί τα 30 πλοία. Η Chandris ήταν ανάμεσα στις πρώτες Ελληνικές εταιρείες που κατείχαν very large crude carriers (VLCCs), τα οποία είχαν παραγγείλει σε ναυπηγεία στην Δανία και στην Ιαπωνία. Το 1969, κατά την παράδοση του από τα ναυπηγεία της Οδησσού, το ‘Ευγενία Χανδρή’ χωρητικότητας 205.000 τόννων ήταν το μεγαλύτερο δεξαμενόπλοιο που διέθετε ποτέ Ελληνική εταιρία. Ωστόσο το συγκεκριμένο δεξαμενόπλοιο και δύο ακόμη μεταγενέστερα νεότευκτα VLCCs πουλήθηκαν το 1976.
Ο Αντώνης Χανδρής ονομάστηκε “Ναυτιλάνθρωπος” από την επιτυχή προσπάθεια του να βελτιώσει τη φήμη των Ελλήνων εφοπλιστών στην ελληνική κοινωνία. Διαδέχθηκε στην ΕΕΕ, τον Στρατή Ανδρεάδη στην προεδρία και εξελέγη ακόμη δύο φορές στη θέση του προέδρου, το 1976 και το 1979. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί τον Φεβρουάριο του 1981 μετά τον απροσδόκητο θάνατο του αδελφού του Μίμη.
Το άνοιγμα του εφοπλισμού προς την ελληνική κοινωνία ήταν ιδέα του Αντώνη Χανδρή. Αποκατέστησε σχέσεις διαλόγου με την Πολιτεία, καθιέρωσε συχνές και εποικοδομητικές επαφές με εκπροσώπους των κοινωνικών φορέων και ανέπτυξε σχέσεις με τον ναυτιλιακό Τύπο, αλλά και με τους δημοσιογράφους γενικότερα. Η προσωπικότητα του βοήθησε ώστε το συλλογικό όργανο των εφοπλιστών να αποκτήσει σύγχρονη δομή και να οργανωθεί σε μοντέρνα και επιστημονική βάση. Ενθάρρυνε επίσης τους νεώτερους εφοπλιστές και σφυρηλάτησε καλές σχέσεις με όλα τα πολιτικά κόμματα, διαδικασία η οποία συμπεριέλαβε μια ιστορική πρώτη συνάντηση ενός προέδρου των εφοπλιστών με τον αρχηγό του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας.
Ο Αντώνης Χανδρής διασφάλισε επίσης πως η ευνοϊκή ναυτιλιακή νομοθεσία περιλαμβανόταν στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 1976, επισφραγίζοντας το προνομιακό καθεστώς που ισχύει μέχρι σήμερα.
Η οικογένειά Χανδρή είχε συστήσει μια εταιρία ηλεκτρικών ειδών και συσκευών στα 1960 και την επόμενη χρονιά ίδρυσε ιδιόκτητο ναυπηγείο στην Σαλαμίνα. Το ναυπηγείο μετασκεύαζε και επισκεύαζε πολλά από τα δικά τους πλοία. Ο Χανδρής ήταν ανάμεσα σε μια ομάδα εφοπλιστών που προσπάθησαν να δημιουργήσουν την πρώτη Ελληνική ασφαλιστική εταιρία ειδικά για την ναυτιλία – την Ελληνική Ασφαλιστική Πλοίων και Αεροσκαφών (Hellenic Ship & Aircraft Insurance) το 1964.
Συνεχιστές του ομίλου Χανδρή σήμερα είναι τα παιδιά του Δημήτρη και της Μυρτώς Πνευματικού, Ευγενία, Μιχάλης και Γιάννης. Η εταιρεία διαθέτει σήμερα στόλο με δεκαπέντε ποντοπόρα πλοία συνολικής χωρητικότητας 3,8 dwt.