Στον πυρετό της φρενίτιδας από την προβολή της 3ης σεζόν της πολυσυζητημένης ισπανικής σειράς La Casa De Papel και της αγαπημένης πλέον συμμορίας, σχεδόν όλος ο πλανήτης ασχολείται με το αν ένα σχέδιο ληστείας μπορεί να είναι αφενός τόσο καλά σχεδιασμένο και αφετέρου εάν όντως οι ληστές που θα προσπαθήσουν να την πραγματοποιήσουν θα τα καταφέρουν και θα φύγουν αλώβητοι με τα χρήματα και την σωματική τους ακεραιότητα.
Στην πιο δημοφιλή, μη αγγλόφωνη σειρά στην ιστορία του Netflix, οκτώ άνδρες και γυναίκες που φορούν κόκκινες φόρμες εργασίας και μάσκες του Νταλί, εισβάλουν στο Νομισματοκοπείο της Μαδρίτης με σκοπό να τυπώσουν χαρτονομίσματα. Ακολουθεί spoiler.
Και τα καταφέρνουν. Με κάποιες σημαντικές απώλειες, κάποιους απαραίτητους αυτοσχεδιασμούς και αναπροσαρμογή του σχεδίου στην πορεία, αλλά εν τέλει έφυγαν κύριοι και κυρίες με 2,4 δισ. ευρώ μέσα σε βαρέλια από μπύρα.
Ποιος είπε όμως ότι η μυθοπλασία δεν έχει επηρεαστεί από πραγματικά γεγονότα. Που αρκετές φορές είναι πιο εντυπωσιακά από ότι στην οθόνη μιας και στη ζωή δεν μπορούμε να μιλάμε για σεναριακά κενά. Σε τέτοιες περιπτώσεις είτε η συμμορία καταλήγει πίσω από τα κάγκελα είτε νεκρή…
Η ελληνική εκδοχή της «τέλειας ληστείας» έγινε παραμονές Χριστουγέννων του 1992, στην οδό Καλλιρρόης 19 στον Νέο Κόσμο. Το αποτέλεσμα ήταν εξίσου εντυπωσιακό, όμως το σχέδιο ήταν πολύ πιο απλό.
Οι ληστείες σε τράπεζες, ταχυδρομεία και κάθε λογής καταστήματα δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε «σπάνιες ειδήσεις». Τα ριφιφί όμως είναι άλλη υπόθεση. Δεν περιλαμβάνουν το κλασικό μοτίβο, μάσκα-όπλο-απειλή-ληστεία. Έχουν σχέδιο, απόκρυψη και ρίσκο.
Οι άγνωστοι που πήραν το μεγάλο ρίσκο λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1992 να κάνουν το λεγόμενο «ριφιφί του αιώνα» πέτυχαν. Αλλά είχαν σχέδιο. Και αυτό το σχέδιο εκτελέστηκε στην εντέλεια.
Μάλιστα τα απόνερα της ληστείας έκαναν τα ξένα ΜΜΕ να ασχοληθούν πολύ γρήγορα με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε στο «κόλπο». Οι ληστές κατάφεραν να μπουν στο θησαυροφυλάκιο του υποκαταστήματος της τότε Τράπεζας Εργασίας και να ανοίξουν τις 301 από τις 1151 θυρίδες της.
Οι δράστες, φορώντας φόρμες εργατών της ΕΥΔΑΠ, έσκαβαν για μέρες ένα λαγούμι 23 μέτρων κάτω από τον δρόμο. Το σκάψιμο εκτιμάται ότι κράτησε περισσότερο από μία εβδομάδα, καθώς στο τούνελ είχαν τοποθετηθεί υποστυλώματα βαρέου τύπου κι επίσης ένα βαγονέτο για τη μεταφορά των σκαπτικών εργαλείων και την απομάκρυνση του όγκου χώματος.
Τρύπωσαν στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας Εργασίας και άρπαξαν από επιλεγμένες θυρίδες χρήματα, ράβδους χρυσού και κοσμήματα αστρονομικής αξίας, που όμως δεν κατέστη δυνατό να υπολογιστεί με ακρίβεια, λόγω τραπεζικού απορρήτου. Οι πληροφορίες από τον Τύπο της εποχής ωστόσο έκανε λόγο για λεία κοντά στα 3 δισ. δραχμές.
Η τελική φάση της ελληνικής «τέλειας ληστείας» πραγματοποιήθηκε μεταξύ 19 και 20 Δεκεμβρίου του 1992. Το αμέσως προηγούμενο διάστημα το υποτιθέμενο συνεργείο της ΕΥΔΑΠ «επισκεύαζε τις βλάβες» ανενόχλητο και ήταν ένα βήμα από την ληστεία των ληστειών. Μάλιστα το «συνεργείο» εργαζόταν πάνω από το καπάκι του υπονόμου, στο παρκάκι απέναντι από την τράπεζα. Μια κρίσιμη λεπτομέρεια που βοήθησε τους δράστες είναι ότι κάτω από την οδό Καλλιρρόης, περνά η κοίτη του Ιλισού.
Στο λαγούμι βρέθηκε χάρτης με το αποχετευτικό δίκτυο της περιοχής, ενώ αποκαλύφθηκε ότι τουλάχιστον μία φορά οι δράστες είχαν σκάψει προς λάθος κατεύθυνση και γύρισαν πίσω, μέχρι να φθάσουν στον τοίχο του θησαυροφυλακίου της Τράπεζας Εργασίας. Τρύπησαν το μπετόν, πάχους ενός μέτρου, το οποίο ήταν επιπλέον θωρακισμένο με ατσάλι. Κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, ο συναγερμός της τράπεζας χτύπησε πολλές φορές, όμως κανείς δεν έδωσε σοβαρή προσοχή.
Ο διευθυντής είχε δηλώσει ότι «δεν κατέβηκα στο θησαυροφυλάκιο, γιατί μόνος δεν θα μπορούσα να ανοίξω τη βαριά ατσάλινη πόρτα του. Γι’ αυτό συνήθως χρειάζονται δύο άτομα». Η αστυνομία είχε ειδοποιηθεί για τον συναγερμό, πήγε να ελέγξει αλλά αφού δεν υπήρχαν σημάδια εξωτερικής διάρρηξης έφυγε άπραγη.
Η ληστεία πήρε μεγάλη έκταση στα ΜΜΕ. Η ηθοποιός Τζοβάνα Φραγκούλη είχε δηλώσει τότε στην τηλεόραση: «Την προηγούμενη μέρα, η αδερφή μου είχε κατέβει στον χώρο των θυρίδων, σε ώρα που δεν λειτουργούσε, και όπως έκανε την κίνηση να βγάλει το κουτί, άκουσε μέσα από τον τοίχο θόρυβο, σαν κάποιος να γκρέμιζε κάτι». Ενώ μια γειτόνισσα είχε συμπληρώσει ότι της φάνηκε περίεργο το συνεργείο να δουλεύει Σάββατο αλλά δεν έδωσε μεγαλύτερη σημασία.
Η διοίκηση της τράπεζας αλλά και η αστυνομία δεν μπορούσαν να χωνέψουν πώς έγινε ένα τέτοιο κόλπο κάτω από τη μύτη τους, ακριβώς δίπλα τους την ώρα που δουλεύανε.
Άλλωστε ο τότε πρόεδρος της Τράπεζας επικήρυξε του δράστες για 200 εκατομμύρια δραχμές, αλλά ούτε αυτή η τακτική είχε αποτέλεσμα. Η αστυνομία είχε εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό εντός και εκτός φυλακών της χώρας για την ανεύρεση οποιασδήποτε πληροφορίας που θα την οδηγούσε στην εξιχνίαση της υπόθεσης
Δύο μήνες μετά τη ληστεία, η θάλασσα ξέβρασε στη Βραυρώνα ομόλογα και μετοχές που είχαν κλαπεί από τις θυρίδες της Τράπεζας, αλλά ούτε αυτό το στοιχείο βοήθησε σε κάτι τις αρχές.
Εκ των υστέρων, αποκαλύφθηκε ότι στις φυλακές είχε στηθεί εκείνη την εποχή ένα μεγάλο παζάρι δήθεν πληροφοριών, που στην πραγματικότητα ήταν αντικείμενα εκβιασμών. Εξετάστηκαν ως ύποπτοι στελέχη της τράπεζας, αξιωματικοί της Αστυνομίας, υπάλληλοι της ΕΥΔΑΠ, λαθρέμποροι τσιγάρων, ποινικοί με συνδέσεις στην Ιταλία και άνθρωποι της showbiz, χωρίς όμως κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα.
Κάποιες εβδομάδες μετά το μεγάλο κόλπο στην οδό Καλλιρρόης, σημειώθηκε η πρώτη φαινομενικά σοβαρή εξέλιξη.
Ένας Παλαιστίνιος κρατούμενος στις φυλακές Κορυδαλλού για απάτες, ο Τζουμά Χαλίντ, υποστήριξε ότι γνώριζε τους δράστες του ριφιφί. Κατονόμασε στελέχη της τράπεζας, Έλληνες επιχειρηματίες υπεράνω πάσης υποψίας και μέλη του υποκόσμου.
Ο ίδιος υποστήριξε ότι συμμετείχε στην κατασκευή των υποστυλωμάτων στο τούνελ, όμως πήρε λιγότερα χρήματα από όσα τού είχαν τάξει και έτσι αποφάσισε να μιλήσει. Η κατάθεση αρχικά δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη, όμως ο Χαλίντ επανήλθε.
Εντέλει, ασκήθηκαν ποινικές διώξεις σε βάρος πέντε προσώπων, τα οποία στη συνέχεια απαλλάχθηκαν, διότι ο Παλαιστίνιος απέσυρε τις καταθέσεις του, λέγοντας ότι το έκανε με εντολή άλλων κρατούμενων στον Κορυδαλλό, που ήθελαν να εκβιάσουν τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Ο ίδιος το 1999, μετά από άδεια, δεν γύρισε ποτέ στη φυλακή.
Όταν λίγους μήνες μετά το ριφιφί η θάλασσα ξέβρασε τις κοσμηματοθήκες, τα έγγραφα και τα ομόλογα που φυλάσσονταν στο θησαυροφυλάκιο ενισχύθηκε το σενάριο ότι οι δράστες διέφυγαν από τη θάλασσα με ταχύπλοο. Πιθανώς για την Ιταλία.
Το σενάριο της εμπλοκής της ιταλικής μαφίας παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια ζωντανό, με το αρχικό επιχείρημα ότι η εκτέλεση του σχεδίου υποδήλωνε εισαγόμενο, υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού σε συνδυασμό με ποινική «φινέτσα».
Τα επόμενα χρόνια στη γειτονική χώρα εξαρθρώθηκε κύκλωμα που διέπραττε ληστείες τραπεζών με παρόμοιες μεθόδους.
Επισήμως, δεν υπήρξε σύνδεση με την υπόθεση της οδού Καλλιρόης, όμως ο θεωρούμενους εγκέφαλος στην Ιταλία, αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, είχε οργανώσει παρόμοιο ριφιφί σε τράπεζα στη γειτονική χώρα. Σύνδεσμος με το ιταλικό δίκτυο θεωρήθηκε τότε ένας Έλληνας ποινικός, ο οποίος απεβίωσε.
Η αστυνομία εξέτασε και το ενδεχόμενο εμπλοκής και του ελληνικού αντάρτικου πόλης. Τα επόμενα χρόνια, εξετάστηκε ακόμη και το σενάριο στην υπόθεση να εμπλέκονται μέλη του ΕΛΑ. Αφορμή γι’ αυτό, εκτός από την εντυπωσιακή στεγανότητα μεταξύ των δραστών -που δεν συνηθίζεται σε περιπτώσεις ποινικών – φέρεται να ήταν η γνωριμία υπαλλήλου της Τράπεζας Εργασίας με υπόπτους για συμμετοχή στην ένοπλη οργάνωση. Ούτε αυτό το σενάριο μπόρεσε η αστυνομία να υποστηρίξει σοβαρα.
Οι πραγματικοί ένοχοι της ληστείας δεν βρέθηκαν ποτέ και η υπόθεση αποτελεί μέχρι σήμερα ένα άλυτο μυστήριο κατατάσσοντάς την στις μεγαλύτερες ληστείες παγκοσμίως που έμειναν ανεξιχνίαστες.