Μεγάλες αλλαγές και σειρά δραστικών μέτρων φέρνουν στην Εκκλησία οι τελευταίες πρωτοφανείς υποθέσεις που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία και πρωτίστως το χριστεπώνυμο πλήθος, ειδικά η βιτριολική (με την κυριολεκτική έννοια του όρου δυστυχώς) επίθεση του ψυχικά διαταραγμένου ιερέα από τη Βέροια σε βάρος μητροπολιτών, αλλά και η ελεγχόμενη από τη Δικαιοσύνη καταγγελία για κακοποίηση ανηλίκων από ρασοφόρο στο Αγρίνιο.
Τόσο η κυβέρνηση διά του υπουργείου Παιδείας όσο και η Ιεραρχία φέρονται αποφασισμένες για βαθιές τομές και για εκσυγχρονισμό κρίσιμων λειτουργιών, όπως είναι η Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη, η προϋπόθεση της εκπαίδευσης και οι διαδικασίες πρόσληψης ιερέων. Στα σχέδια, για παράδειγμα, των αρμοδίων είναι ακόμα και η εξέταση από ψυχολόγο όσων πρόκειται να ενταχθούν στον κλήρο.
Ο προβληματισμός υπήρχε από πιο παλιά, όμως τα όσα έγιναν την περασμένη εβδομάδα καθιστούν την παρέμβαση της Πολιτείας και της εκκλησιαστικής ηγεσίας επιβεβλημένη το συντομότερο δυνατό. Οι αλλαγές που απαιτούν νομοθετικές ή πιο περίπλοκες πρωτοβουλίες θα διαμορφωθούν κατόπιν συνεννόησης ανάμεσα στην υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και αναμένεται να τεθούν στην Ιερά Σύνοδο τον Οκτώβριο, ενώ άλλες, όπως η ενίσχυση της ασφάλειας σε κρίσιμες εκδηλώσεις και συνεδριάσεις της Εκκλησίας, θα εφαρμοστούν άμεσα, προς αποφυγή χειρότερων περιστατικών. Το περιστατικό της επίθεσης με καυστικό υγρό στο Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο ανέδειξε την αδήριτη ανάγκη για δημιουργία μηχανισμού προστασίας της Εκκλησίας με μεθόδους ανίχνευσης για τα πρόσωπα που εισέρχονται στους χώρους και προσωπικό φύλαξης. Η σκέψη και μόνο «τι θα γινόταν αν ο δράστης στο Συνοδικό Δικαστήριο είχε όπλο» προκαλεί σοκ και δέος στους Ιεράρχες, που αντιλαμβάνονται ότι η «καλή πίστη» δεν αρκεί.
Η γενικότερη ανησυχία έχει να κάνει με την εικόνα της Εκκλησίας και το κύρος της, που πλήττεται από τέτοια φαινόμενα. Ο ένας ιερωμένος που πετούσε βιτριόλι και απείλησε τη ζωή μητροπολιτών κατέληξε στο Δρομοκαΐτειο, ο ιερέας από το Αγρίνιο με το πορνογραφικό υλικό ελέγχεται από τον εισαγγελέα. Και μπορεί μεγάλος μέρος της ευθύνης για τον διαταραγμένο από τη Βέροια να μην αφορά αποκλειστικά την Εκκλησία της Ελλάδος (είχε χειροτονηθεί άγνωστο πώς από τον Λιβύης και μετά βρέθηκε σε ενορίες της βόρειας Ελλάδας), ωστόσο το πρόβλημα είναι ευρύτερο.
Οι δύο μεγαλύτερες παρεμβάσεις που ετοιμάζονται, πάντως, από την Ιεραρχία και το υπουργείο Παιδείας αφορούν τα κριτήρια μόρφωσης που πρέπει να έχουν όσοι θέλουν να γίνουν ιερείς και την αλλαγή του πλαισίου της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, η οποία διαπνέεται από νόμο του… 1932!
Ως προς το πρώτο, η κατεύθυνση είναι σαφής και αυστηρή: Οι υποψήφιοι ιερείς οφείλουν να είναι μορφωμένοι, απόφοιτοι πανεπιστημίων ή εκκλησιαστικών σχολών και ηλικίας άνω των 27 ετών.
«Κανένας ιερέας χωρίς πτυχίο αν θέλει να πληρώνεται από το κράτος», λένε αρμόδιες κυβερνητικές πηγές συμπληρώνοντας ότι «αν θέλει κάποιος να χειροτονήσει κάποιον χωρίς προσόντα να τον πληρώνει ο ίδιος». Νομοσχέδιο, μάλιστα, του υπουργείου Παιδείας που συζητήθηκε την περασμένη Τετάρτη στο Υπουργικό Συμβούλιο βάζει τέλος στο φαινόμενο μισθοδότησης αποφοίτων Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου.
Το επερχόμενο νομοσχέδιο της κυρίας Κεραμέως θα επιχειρήσει να εκσυγχρονίσει και να οργανώσει εξ ολοκλήρου και σε νέα βάση την εκκλησιαστική εκπαίδευση και να εξορθολογίσει δομές, εξ ου και η συγχώνευση Ανώτατων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών που λειτουργούν σε Ιωάννινα και Θεσσαλονίκη
. Επίσης δημιουργείται ειδική μεταδευτεροβάθμια δομή εκκλησιαστικής εκπαίδευσης με τις Σχολές Μαθητείας Υποψηφίων Κληρικών, οι οποίες θα έχουν διετές πρόγραμμα, με ένα έτος θεωρητική κατάρτιση και ένα έτος πρακτική άσκηση, η οποία σήμερα δεν υφίσταται.
Απαιτητική διαδικασία
Η διαδικασία για να γίνει κανείς ιερέας θα είναι πλέον πιο σύνθετη και πιο απαιτητική συνολικά, όχι μόνο ως προς τη μόρφωση. Στο τραπέζι του διαλόγου βρίσκεται ακόμα και η εξέταση από ψυχολόγο. «Να προσέχουμε ποιους χειροτονούμε και κατά πόσον έχουν τις κανονικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις για να γίνονται κληρικοί, διότι όσοι εισέρχονται στην Ιεροσύνη ανεξετάστως δημιουργούν πολλά προβλήματα στην Εκκλησία», λέει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος. Σχεδιάζεται δε η καθιέρωση μιας πιο συστηματικής και διαρκούς αξιολόγησης των ιερωμένων από ειδικές επιτροπές και όχι απλά από τον οικείο μητροπολίτη.
Οσον αφορά στην Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη, αυτή χαρακτηρίζεται από αρμόδιους, «εκτός εποχής», κυρίως επειδή είναι «δεσποτοκεντρική» και χωρίς κανένα σταθερό πλαίσιο και διαφάνεια. Οι απλοί ιερείς δεν την εμπιστεύονται και έχει εμπεδωθεί η αίσθηση ότι όλα είναι θέμα προσωπικών σχέσεων και επιρροής στο μητροπολιτικό περιβάλλον. Οπως έλεγαν μάλιστα κάποιοι εξ αυτών στο «ΘΕΜΑ», «ο απλός παπάς θεωρεί ότι είναι εξ ορισμού χαμένος εάν ‘‘πέσει’’ στη δυσμένεια του δεσπότη», ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν λείπουν οι καθαιρέσεις επιτόπου πίσω από «κλειστές πόρτες», ενώ σε άλλες μπορεί να ισχύουν είτε τα ακριβώς αντίθετα, είτε απολύτως τρελές καταστάσεις. Ενδεικτικό το παράδειγμα ιερέα στη Μάνη, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή για βιασμό 12χρονου παιδιού και δεν έχει ακόμα καθαιρεθεί! Η διαφάνεια είναι μέγα ζητούμενο στη λειτουργία απονομής της Δικαιοσύνης εντός της Εκκλησίας, καθώς δεν συσσωρεύονται απλά παθογένειες, αλλά κυριαρχεί η κρυψίνοια, με την υιοθέτηση της τακτικής «να μην ανακοινώνεται τίποτα για να μη χαλάει η εικόνα της Εκκλησίας».
Με αφορμή τον ιερέα στο Αγρίνιο εκφράζονται σκέψεις και για πιο αυστηρή επιτήρηση θεμάτων που σχετίζονται με παιδεραστία και ομοφυλοφιλία. «Ευτυχώς που οι περισσότεροι κληρικοί στην Ελλάδα είναι έγγαμοι», έλεγαν με νόημα εκκλησιαστικοί παράγοντες, «αλλιώς δεν θα είχαμε αποφύγει την κατάληξη στα βράχια, όπως η Καθολική Εκκλησία».
Το μήνυμα για την ανάγκη γενικότερων αλλαγών το έδωσε πάντως ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος λέγοντας «να προβληματιστούμε πού φταίμε, πόσο φταίμε και να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε αυτά που φταίμε. Πρέπει να γίνει ένα μάθημα για όλους μας ότι κάθε εμπειρία -και κακή εμπειρία- είναι μια αφορμή για να γίνουμε καλύτεροι».