Το Ζακυνθινό Μεγαλοβδόμαδο είναι ιδιαίτερα κατανυκτικό και συγκινητικό.
Υπάρχουν έθιμα μοναδικά, τα οποία δεν υπάρχουν σε καμία άλλη περιοχή της χώρας τα οποία διαμορφώθηκαν κάτω από τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες και επιδράσεις που δέχθηκε η Ζάκυνθος στο διάβα των αιώνων.
Μετά απ’ αυτήν, τα πάντα πενθούν και οι καμπάνες δεν ξαναχτυπούν, μέχρι το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου.
Αλλά δε χηρεύουν μόνο οι καμπάνες… Πενθούν τα πάντα.
Μαύρα λάβαρα κρεμιούνται στα μπαλκόνια των σπιτιών, οι σημαίες είναι μεσίστιες, ακόμη και η ενδυμασία, ιδιαίτερα των μεγαλύτερων σε ηλικία Ζακυνθινών είναι πένθιμη.
Οι ιδιομορφίες του ζακυνθινού εκκλησιαστικού Τυπικού είναι εντονότερες από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης.
Πρώτα απ’ όλα ξαφνιάζει το άκουσμα των ύμνων
«Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς…» και «Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του Νόμου…» που ψάλλονται κατά την ιδιάζουσα ζακυνθινή εκκλησιαστική μουσική.
Ο Εσταυρωμένος λιτανεύεται μετά το ενδέκατο Ευαγγέλιο. Ο ψάλτης, μπροστά στον Εσταυρωμένο, ψάλλει, κατά το ζακυνθινό μέλος, τον ύμνο «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…», ενώ, αμέσως μετά, ψάλλεται, από τη χορωδία ή τους ψάλτες, (μόνο στη Ζάκυνθο) ο περίφημος Ψαλμός «Ίνα τι εφρύαξαν έθνη…», ενώ λιτανεύεται ο Εσταυρωμένος.
Το δωδέκατο Ευαγγέλιο «Τη επαύριον…», ψαλλόμενο κι αυτό στα «ζακυνθινά», αποτελεί το αποκορύφωμα της Ακολουθίας της Μεγάλης Πέμπτης.