Το Ερέχθειο είναι από τους πιο ιδιόρρυθμους ναούς της ελληνικής αρχαιότητας. Η ονομασία του, που παραπέμπει στο μυθικό βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα, είναι μεταγενέστερη και αναφέρεται μόνο στον Παυσανία (έστι δε και οίκημα Ερεχθείον καλούμενον, 1, 26,5) και στον Πλούταρχο (843Ε). Παλαιότερα ήταν γνωστός με την ονομασία ο νεώς ο αρχαίος της Αθηνάς ή απλούστερα ο αρχαίος νεώς ή περιφραστικά ο νεώς ο εν πόλει εν ω το αρχαίον άγαλμα, αφού κτίστηκε στη θέση του παλαιότερου ναού της Αθηνάς.
Προβληματική παραμένει η χρονολόγηση του ναού. Υπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη ο ναός κτίστηκε κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου, ανάμεσα στο 421 με 406 π.Χ., με μια πιθανή διακοπή γύρω στο 413 π.Χ. εξαιτίας της ήττας στη Σικελική Εκστρατεία. Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη που τη διατύπωσε ο W. Dorpfeld, η ανέγερση ξεκίνησε ανάμεσα στο 438 – 431 π.Χ. Ο ναός αποτελούσε μέρος του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή, μαζί με τον Παρθενώνα και τα Προπύλαια, με πιθανό αρχιτέκτονα τον Μνησικλή.
Από μια επιγραφή που βρέθηκε στην Ακρόπολη πληροφορούμαστε ότι κατά την επανάληψη των εργασιών αρχιτέκτονας την πρώτη χρονιά ήταν κάποιος Φιλοκλής, που αντικαταστάθηκε τη δεύτερη χρονιά από τον Αρχίλοχο. Η ιδιορρυθμία του ναού οφείλεται στο σχήμα του που είναι διαφορετικό από το συνηθισμένο σχήμα των αρχαίων ναών και οφείλεται:
α) στην ανωμαλία του εδάφους, μια και το έδαφος δεν ήταν επίπεδο,
β) στο γεγονός ότι στο κτίριο έπρεπε να συμπεριληφθούν οι παλαιότερες λατρείες,
γ) οι μυστηριακού χαρακτήρα λατρείες που τελούνταν επέβαλαν μια εντελώς διαφορετική μορφή κτιρίου.
Ο ναός αρχικά ήταν αφιερωμένος στη λατρεία των δύο κύριων θεοτήτων της Αττικής, της Αθηνάς και του Ποσειδώνα (θεοί σύνναοι). Ο Ποσειδώνας, άγνωστο σε ποια χρονική στιγμή, ταυτίστηκε με τον Ερεχθέα. Υπήρχαν βωμοί για τον Ήφαιστο, τον Βούτο, ενώ εδώ κατοικούσε και ο “οικουρός όφις”. Το κτίριο στην αρχή πρέπει να ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη, ένα ανατολικό και ένα δυτικό. Η αρχική διαίρεση του ναού δε μας είναι γνωστή, εξαιτίας των αλλεπάλληλων μετατροπών στο πέρασμα των χρόνων.
Σύμφωνα με την Alexandra Lesk ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά τον 3ο αι. π.Χ. η οποία ακολουθήθηκε, πιθανώς, από μεγάλου μεγέθους επιδιορθώσεις, στα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Παρεμβάσεις στο ναό ίσως σημειώθηκαν και κατά τη μετατροπή σε λατρευτικό χώρο της Julia Domna στο 2ο αι. π.Χ. Γύρω στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. ο λατρευτικός χώρος του ιερού της Αθηνάς Πολιάδας ενοποιήθηκε με τους χώρους λατρείας του Βούτου και του Ηφαίστου σε ενιαίο χώρο με κίονες, τον οποίο κάλυπτε τοξοειδής θολωτή στέγη. Τον 6ο με 7ο αιώνα ο ναός μετατράπηκε σε κτίριο τύπου βασιλικής και χωρίστηκε σε τρία κλίτη.
Μύθοι σχετικοί με το Ερέχθειο
Ο Κέκροπας
Ο Κέκροπας ήταν πανάρχαια μορφή της Αττικής, αυτόχθονας, γεννημένος από την ίδια τη Γη, και διφυής ως προς τη μορφή, δηλαδή, από τη μέση και πάνω ήταν άνθρωπος και από τη μέση και κάτω φίδι. Παντρεύτηκε την Άγραυλο και γέννησε μαζί της τον Ερυσίχθονα -που πέθανε νωρίς- την Άγραυλο (αυτή που μένει στους αγρούς), την Έρση (δροσιά) και την Πάνδροσο. Καθώς έγινε βασιλιάς, ο τόπος που μέχρι τότε ονομαζόταν Ακτική ή Ακτή, από το όνομα του Ακταίου, μετονομάστηκε σε Κεκροπία. Ο Κέκροπας κατοίκησε πάνω στο βράχο, αφού πρώτα έκτισε τα τείχη. Όταν έφτασαν από τη θάλασσα οι Κάρες και από τη στεριά οι Βοιωτοί, ο Κέκροπας, για να τους αντιμετωπίσει, σκέφτηκε να μαζέψει τους κατοίκους που ως τότε ζούσαν σκόρπιοι και να τους βάλει να μείνουν σε χωριά που μετά τα οργάνωσε σε ενιαία πόλη. Με τους κατοίκους ενωμένους αντιμετώπισε τους εισβολείς.
Λένε πως τότε έκανε και την πρώτη καταμέτρηση του πληθυσμού· κάθε κάτοικος έπρεπε να φέρει μαζί του μια πέτρα και να τη ρίξει σε ένα ορισμένο μέρος. Έτσι μπόρεσε και τους μέτρησε και από το γεγονός αυτό ονομάστηκαν λαός (από τη λέξη λας = λίθος). Ο Κέκροπας παραβρέθηκε και στη διεκδίκηση της Αθήνας από την Αθηνά και τον Ποσειδώνα είτε ως μάρτυρας είτε ως δικαστής.
Ο Κραναός
Ο Κέκροπας πέθανε χωρίς να αφήσει διαδόχους κι έτσι βασιλιάς στην Αθήνα έγινε ο Κραναός. Ήταν κι αυτός αυτόχθονας. Την εποχή της βασιλείας του έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Παντρεύτηκε την Πεδιάδα με την οποία απέκτησε τρεις κόρες: την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. Η Ατθίδα πέθανε όμως νωρίς, γι’ αυτό ο Κραναός ονόμασε τη χώρα Ατθίδα ή Αττική.
Ο Αμφικτύων
Ο Αμφικτύων ήταν κι αυτός αυτόχθονας, αν και λέγεται πως ήταν γιος του Δευκαλίωνα. Είχε παντρευτεί μια κόρη του Κραναού, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να διώξει τον πεθερό του από την εξουσία και να γίνει αυτός βασιλιάς. Την εποχή της βασιλείας του ήρθε στην Αθήνα η λατρεία του Διονύσου, που την έφερε κάποιος Πήγασος από τις Ελευθερές. Σύμφωνα με την παράδοση ο Αμφικτύωνας φιλοξένησε ο ίδιος το θεό και εκείνος του έμαθε να ανακατεύει το κρασί με το νερό. Η βασιλεία του Αμφικτύωνα δεν κράτησε πολύ, γιατί διοικούσε τόσο άδικα την πόλη, που ο λαός ξεσηκώθηκε εναντίον του. Αρχηγός της εξέγερσης ήταν ο Εριχθόνιος που έδιωξε τον Αμφικτύωνα από το θρόνο.
Ο Εριχθόνιος
Ο Εριχθόνιος ήταν κι αυτός αυτόχθονας και διφυής, όπως και ο Κέκροπας. Μητέρα του ήταν η Γη και πατέρας του ο Ήφαιστος και γεννήθηκε με έναν περίεργο τρόπο. Λένε, λοιπόν, πως τον καιρό που ο Ήφαιστος ήταν μόνος, γιατί τον είχε εγκαταλείψει η Αφροδίτη, μπήκε η Αθηνά στο εργαστήριό του, για να του ζητήσει να της φτιάξει νέα όπλα. Ο Ήφαιστος μόλις είδε την Αθηνά, ένιωσε δυνατή ερωτική επιθυμία και θέλησε να ενωθεί μαζί της. Η θεά, που αισθανόταν αποστροφή για την ερωτική πράξη, τον απέκρουσε κι έφυγε, ενώ εκείνος την ακολουθούσε με δυσκολία. Κάποια στιγμή την πρόφτασε. Η Αθηνά τον κτύπησε με το δόρυ της, αλλά το σπέρμα του Ήφαιστου έπεσε στο πόδι της. Τότε η θεά πήρε μια τούφα μαλλί, σκούπισε το πόδι της και το πέταξε στη Γη.
Η Γη γονιμοποιήθηκε και γέννησε ένα αγόρι που το ονόμασαν Εριχθόνιο (από το έριο = μαλλί και χθων = γη). Μόλις γεννήθηκε το παιδί, το πήρε η Αθηνά να το μεγαλώσει, κρυφά όμως από τους άλλους θεούς. Του έσταξε στα μάτια δύο σταγόνες από το αίμα της Γοργώς. Η μια σταγόνα ήταν για να φέρνει το θάνατο στους εχθρούς του και η άλλη για να τον προφυλάει από τις αρρώστιες. Συγχρόνως του έδωσε και δυο φίδια να τον προστατεύουν. Πήρε τα δυο φίδια και μαζί με το μωρό τα έκλεισε σε ένα κιβώτιο, που αφού το σφράγισε καλά, το έδωσε στις κόρες του Κέκροπα (;) να το φυλάνε. Αυτές όμως, η Έρση και η Πάνδροσος, άνοιξαν το κιβώτιο. Μόλις αντίκρισαν το μωρό με τα φίδια τις κυρίεψε ένα είδος τρέλας που τις έκανε να πάνε να πέσουν από τα τείχη της Ακρόπολης. Μαθαίνοντας η Αθηνά τι έκαναν οι κόρες του Κέκροπα, πήρε το μωρό και το έκλεισε στο ναό, που αργότερα ονομάστηκε Ερέχθειο, όπου το ανάθρεψε με δική της φροντίδα.
Όταν μεγάλωσε ο Εριχθόνιος, έδιωξε τον Αμφικτύονα από το θρόνο κι έγινε αυτός βασιλιάς. Στα χρόνια του ήρθε από την Αίγυπτο στην Ελλάδα ο Δαναός με τις 50 κόρες του πάνω σ’ ένα καράβι με 50 κουπιά, την πεντηκόντορο, που την έφτιαξαν τότε για πρώτη φορά. Στην Αθήνα άρχισαν οι κάτοικοι να χωρίζονται σε φυλές, ανάλογα με την καταγωγή της οικογένειάς του και τους προπάτορές τους. Έτσι σχηματίστηκαν οι τέσσερις φυλές: η Διάς, η Αθηναΐς, η Ποσειδωνιάς και η Ηφαιστιάς. Την ίδια περίοδο άρχισαν να γιορτάζονται και τα Παναθήναια και σύμφωνα με την παράδοση ο Εριχθόνιος ήταν ο πρώτος που έστησε ένα ξύλινο άγαλμα της Αθηνάς πάνω στην Ακρόπολη. Παντρεύτηκε την νύμφη των ποταμών Πραξιθέα και από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο Πανδίονας.
Ο Πανδίονας
Ο Πανδίονας παντρεύτηκε τη Ζευξίππη, την αδελφή της μητέρας του, κι έκανε μαζί της δύο κόρες, την Πρόκνη και τη Φιλομήλα και δύο δίδυμα αγόρια, τον Ερεχθέα και τον Βούτη.
Ο Ερεχθέας
Μετά το θάνατο του Πανδίονα ο Βούτης και ο Ερεχθέας μοίρασαν την κληρονομιά. Ο Ερεχθέας κληρονόμησε το θρόνο, ενώ ο Βούτης έγινε ο ιερέας της Αθηνάς και του Ποσειδώνα, που ειδικά στην Αθήνα τον έλεγαν “Ποσειδώνα του Ερεχθέα”. Ο Ερεχθέας παντρεύτηκε την Πραξιθέα και απέκτησε μαζί της τρία αγόρια, τον Κέκροπα, τον Πάνδωρο και τον Μητίονα, και τέσσερα κορίτσια, την Πρόκριδα, την Κρέουσα, τη Χθονία και την Ωρείθυια. Ο Βορέας άρπαξε την Ωρείθυια και γέννησε μαζί της την Χιόνη. Η Χιόνη με τη σειρά της ενώθηκε κρυφά με τον Ποσειδώνα και γέννησε τον Εύμολπο. Για να μην την ανακαλύψει ο Βορέας, μόλις γεννήθηκε το παιδί, το έριξε στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας το πήρε και το έδωσε να το αναθρέψει η Βενθεσικήμη. Μετά από καιρό και διάφορες περιπλανήσεις ο Εύμολπος βρέθηκε στη Θράκη με το γιο του Ίσμαρο, να ζητάει καταφύγιο στο βασιλιά Τεγύριο. Επειδή όμως θέλησε να ανατρέψει τον Τεγύριο, αναγκάστηκε να φύγει κι έτσι κατέληξε στην Ελευσίνα, όπου οργάνωσε τις θρησκευτικές τελετές και καθιέρωσε τα Ελευσίνια Μυστήρια. Κάποια στιγμή, μετά το θάνατο του γιου του, επέστρεψε στη Θράκη, κοντά στον Τεγύριο και πήρε το βασίλειο του γιου του Ίσμαρου.
Μετά από λίγο ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στην Αθήνα και την Ελευσίνα. Οι Ελευσίνιοι ζήτησαν τη βοήθειά του. Ο Εύμολπος με στρατό έφτασε έξω από την Αθήνα, διεκδικώντας το θρόνο, ως γιος του Ποσειδώνα. Στη σύγκρουση των δύο στρατών νίκησε ο Ερεχθέας και οι Ελευσίνιοι έγιναν υποτελείς των Αθηναίων. Κράτησαν όμως το δικαίωμα να γιορτάζουν τα Ελευσίνια Μυστήρια. Στη μάχη επάνω ο Ερεχθέας σκότωσε τον Εύμολπο. Ο Ποσειδώνας οργίστηκε με τον Ερεχθέα και ζήτησε από το Δία την τιμωρία του. Ο Δίας, εκπληρώνοντας την επιθυμία του Ποσειδώνα, σκότωσε τον Ερεχθέα με ένα κεραυνό. Σύμφωνα με άλλη παράδοση τον σκότωσε ο ίδιος ο Ποσειδώνας, χτυπώντας τον στο κεφάλι με την τρίαινά του. Από τα πολλά χτυπήματα το κεφάλι του Ερεχθέα χώθηκε μέσα σε ένα χάσμα στη γη.