«Ζήτω η Λευτεριά.
Ζήτω η λαοκρατούμενη Ελλάδα.
Η Αθήνα μας έγινε από σήμερα Ελεύθερη»
Εφημερίδα του ΕΑΜ Αθήνας, «Απελευθερωτής», 12 Οκτωβρίου 1944
«Αι Αθήναι πανηγυρίζουν από χθες, την απελευθέρωσιν των. Οι τελευταίοι Γερμανοί έφυγαν αφού υπέστειλαν τας σημαίας των. Παραλήρημα ενθουσιασμού μέσα σε κύμα Ελληνικών και συμμαχικών σημαιών»
Εφημερίδα «Ελευθερία» 13 Οκτωβρίου 1944
Πλατεία Συντάγματος 8.00 το πρωί, 12 Οκτωβρίου 1944
Η λεωφόρος Βασιλίσσης Αμαλίας, έσφυζε από κόσμο. Αν και 8 το πρωί, όλα έδειχναν πως δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν έτσι χωρίς λόγο στα πεζοδρόμια από τα ξημερώματα, λες και περίμεναν να συμβεί κάτι. Ο καιρός ήταν μουντός και το πλήθος σαν να είχε ταυτιστεί μαζί του. Κανένας δεν μιλούσε. Που και που ακούγονταν μόνο κάποιο βήξιμο, ή κάποιος ψίθυρος. Όλοι βαστούσαν τις ανάσες τους. Έμοιαζαν να θέλουν να ξεσπάσουν αλλά κανείς δεν μιλούσε.
Περπατούσαν αδιάφοροι, σκυφτοί αλλά τα μάτια τους ήταν στραμένα στον Άγνωστο Στρατιώτη.
Ο πτέραρχος, και διοικητής όλων των Γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, Χέλμουτ Φέλμυ, στεκόταν σε στάση προσοχής κάτω από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Δίπλα του ο πανύψηλος ντυμένος στα μαύρα άμφια, Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός. Από την άλλη πλευρά του πτεράρχου στεκόταν ακίνητος φορώντας ένα γκρίζο κοστούμι, ο διορισμένος Δήμαρχος της πόλης, Άγγελος Γεωργάτος.
Ο Φέλμυ δεν αισθανόταν καθόλου άνετα. Η σιωπή του πλήθους τον τρόμαζε. Έμοιαζε σαν την ηρεμία πριν το ξέσπασμα μιας καταιγίδας. Οι 1.625 ημέρες κατοχής, πείνας, δολοφονιών, ληστειών, βασανιστηρίων, βιασμών, θα ξεσπούσαν από λεπτό σε λεπτό. Τι και εάν γύρω του πάνοπλοι ναζί στρατιώτες, είχαν σχηματίσει κλοιό. Εάν ξεσπούσε το πλήθος δεν τον έσωζε τίποτε.
Ο χρόνος πάγωσε. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να περπατούν. Κοίταζαν τον Γερμανό διοικητή να διασχίζει το δρόμο συνοδευόμενος από τους δυο άνδρες. Δεν ήταν πλέον κορδωμένος όπως εμφανιζόταν όλες τις μέρες της μαύρης κατοχής. Όσο στητός και εάν ήθελε να φανεί, οι ώμοι του ήταν πεσμένοι και η πλάτη του καμπουριαστή. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια του Άγνωστου Στρατιώτη. Χαιρέτησε στρατιωτικά και φώναξε προς τον Δήμαρχο για να ακουστεί: «Έχω την τιμήν να σας ανακοινώσω ότι ο Γερμανικός Στρατός εκήρυξε τας Αθήνας ανοχύρωτον πόλιν. Η απομάκρυνσις των γερμανικών στρατευμάτων από την πόλιν των Αθηνών ήρχισε»
Οι άνθρωποι στα πεζοδρόμια κοιτάζονταν μεταξύ τους και δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Πριν προλάβουν να συνέλθουν από αυτό που είχαν ακούσει, ο Γερμανός ναζί, πήρε ένα στεφάνι, προχώρησε στον Άγνωστο, και το απόθεσε. Χωρίς να στρέψει το πρόσωπο του, έκανε μερικά βήματα πίσω και χαιρέτισε πάλι στρατιωτικά. Στη συνέχεια επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του και με ταχύτητα εξαφανίστηκε από τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, προς τους Αμπελοκήπους. Το ρολόι της πόλης έδειχνε ένα τέταρτο μετά τις 9.
Το σκούρο μπλε στρατιωτικό αυτοκίνητο του Φέλμυ μαζί με τα στρατιωτικά καμιόνια γεμάτα Γερμανούς, δεν είχε προλάβει να φτάσει στο ύψος της Ηρώδου του Αττικού και μια βοή έσεισε την πλατεία Συντάγματος. Οι φοβισμένοι άνθρωποι, άφησαν την οργή τους να ξεσπάσει. Έτρεχαν προς το μνημείο και μόλις έφτασαν ποδοπάτησαν και έφτυσαν το στεφάνι που οι Ναζί είχαν αφήσει.
Την ίδια στιγμή στον βράχο της Ακρόπολης, ένας στρατιώτης της Βέρμαχτ, υπέστειλε το εμετικό μισητό σύμβολο από τον Ιερό βράχο. Το τύλιξε σαν να ήταν σεντόνι βιαστικά κάτω από τη μασχάλη του και με μεγάλες δρασκελιές κατέβηκε μαζί με τη διμοιρία του τα σκαλοπάτια και εξαφανίστηκε. Οι Γερμανοί έφευγαν από την Αθήνα.
Σε κάποια γωνιά της πόλης, οι δωσίλογοι, οι Εθνικιστές, οι ταγματασφαλίτες, οι Χήτες που ζητούσαν όπλα από τον κατακτητή για να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ, όλοι τους κατακάθια που είχαν βάψει τα χέρια τους με το αίμα των συμπατριωτών τους, είχαν λουφάξει, σαν παιδάκια. Πλέον δεν είχαν τους ναζί προστάτες τους σαν ασπίδα. Έπρεπε να βρουν νέους προστάτες για να επιβιώσουν. Και αυτοί θα ερχόντουσαν σύντομα.
Και μπορεί επίσημα οι Γερμανοί να κήρυξαν την Αθήνα «ανοχύρωτη πόλη», όμως δεν θα έφευγαν έτσι. Οι υποσχέσεις του Φέλμυ ότι δεν θα πειράξει τις υποδομές ήταν άλλο ένα ψέμα. Τρομερές εκρήξεις ακουγόντουσαν από τα χαμηλά της οδού Πειραιώς. Οι Ναζί δυναμίτιζαν και κατέστρεφαν το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας.
Στην Ηλεκτρική στο Κερατσίνι, το 6ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, έδινε λυσσασμένη μάχη με τους υποχωρούντες Γερμανούς, για να αποτρέψει την ανατίναξη του κτιρίου που είχε υπονομευθεί. Στον Μαραθώνα, πάλι ο ΕΛΑΣ, κατατρόπωνε τις Γερμανικές δυνάμεις που ήθελαν να ανατινάξουν το φράγμα.
Στις 10.00 ο μουντός καιρός του Οκτώβρη λες και έπαιζε κάποιο παιχνίδι, είχε δώσει τη θέση του σε μια λιακάδα. Το Σύνταγμα ήταν δύσκολο να το διαβεί κάποιος. Το ίδιο και την Πανεπιστημίου, τη Σταδίου, τη Μητροπόλεως, τη Νίκης, την Όθωνος. Ο κόσμος είχε βγει στους δρόμους και ούρλιαζε από χαρά. Σημαίες της Ελλάδας, του ΕΑΜ, των τριών συμμάχων είχαν γεμίσει την Αθήνα.
Επίλογος
Σε λιγότερο από 60 ημέρες το κλίμα θα άλλαζε. Οι φασίστες, οι συνεργάτες των Γερμανών που είχαν κρυφτεί θα έβγαιναν πάλι από τους υπονόμους και θα έπνιγαν την πρωτεύουσα στο αίμα. Και αυτή τη φορά θα είχαν τους Άγγλους να τους προστατεύουν. Απανωτά λάθη της ηγεσίας της αριστεράς θα κρατούσαν τον ΕΛΑΣ και τους μπαρουτοκαπνισμένους μαχητές του μακριά από την πρωτεύουσα, να κυνηγούν φαντάσματα στην Ήπειρο, και θα άφηναν μόνο τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της πόλης να τα βγάλει πέρα με τα τανκς των Άγγλων και τους άρτια επαναεξοπλισμένους συνεργάτες των Γερμανών. Ο Εμφύλιος ήταν πλέον γεγονός.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο από εκείνες που ενεπλάκησαν στον πόλεμο που δεν εορτάζει την απελευθέρωση της από τους Γερμανούς, αλλά εορτάζει την έναρξη του πολέμου (28 Οκτωβρίου).
Η Ελλάδα είναι επίσης η μοναδική χώρα στον κόσμο όπου οι συνεργάτες των Γερμανών, δεν πλήρωσαν για τα εγκλήματα τους. Το αντίθετο, το επίσημο κράτος όχι μόνο δεν τους καταδίωξε αλλά τους τίμησε σαν ήρωες. Οι πραγματικοί ήρωες αυτού του πολέμου, σάπισαν στα ξερονήσια, θάφτηκαν στο χώμα, ή κυνηγήθηκαν ανηλεώς.