Επέτειος 100 χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση

176

«Η εργατοαγροτική επανάσταση για την αναγκαιότητα της οποίας μιλούσαν συνεχώς οι μπολσεβίκοι πραγματοποιήθηκε. Ζήτω η παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση!»: Με αυτά τα λόγια, στην έκτακτη συνεδρίαση του Σοβιέτ της Πετρούπολης, στις 25 Οκτωβρίου (π.ημ.)/7 Νοεμβρίου (ν.ημ.) 1917 ο Β. Ι. Λένιν ανήγγειλε και «συμβολικά» το άνοιγμα του δρόμου για μια νέα εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας, την εποχή των νικηφόρων προλεταριακών επαναστάσεων.

Η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917 ήταν γεγονός παγκόσμιας και διαχρονικής σημασίας. Επιβεβαίωσε τη δυνατότητα της εργατικής τάξης (ως κοινωνικής δύναμης που μπορεί και πρέπει να ηγηθεί στον επαναστατικό αγώνα, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, ανασφάλεια, φτώχεια, ανεργία και πολέμους) να εκπληρώσει την ιστορική της αποστολή: την κατάργηση της ταξικής κοινωνίας, την οικοδόμηση της αταξικής κοινωνίας, του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

Ταυτόχρονα, ο Οκτώβρης έδωσε και το «στίγμα» της ιστορικής εποχής, που δεν ταυτίζεται με την «ημερολογιακή», και αφορά την αναγκαιότητα επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και πέρασμα στον σοσιαλισμό.

Λαμβάνοντας υπόψη την πορεία της ανθρωπότητας, διαπιστώνεται ότι τα επαναστατικά αιτήματα παραμένουν αναγκαία και επίκαιρα, ακόμα και αν υπάρξει προσωρινή ανακοπή της επαναστατικής πορείας, της πορείας οικοδόμησης της νέας κοινωνίας.

Συνεπώς, τα ζητήματα που έθεσε η Οκτωβριανή Επανάσταση, συμπεριλαμβάνοντας φυσικά και την προετοιμασία της και την μετέπειτα πορεία της, παραμένουν ανοιχτά και επίκαιρα, γεγονός εξάλλου που επιβεβαιώνεται από την σφοδρή ιδεολογικοπολιτική σύγκρουση γύρω από τον «Οκτώβρη», ιδιαίτερα από εκείνους που έσπευσαν να κηρύξουν το «τέλος της ιστορίας» στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, αλλά εξακολουθούν να μάχονται και με τόνους λάσπης ένα “πτώμα” μιας και σύμφωνα με την άποψή τους όχι μόνο ο “Οκτώβρης”, αλλά γενικότερα η υπόθεση “προλεταριακή επανάσταση” είναι νεκρή.

Επιπλέον, είναι η ίδια η αντικειμενική πραγματικότητα, της οικονομικής κρίσης, της φτώχειας και της πείνας εκατομμυρίων ανθρώπων, των πολέμων, της προσφυγιάς, της μετανάστευσης, της εκμετάλλευσης, του τσακίσματος κοινωνικών κατακτήσεων που θέτει το αμείλικτο ερώτημα ή για την αδήριτη αναγκαιότητα πλέον ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος ή για την διατήρησή του, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν έχει να προσφέρει τίποτα άλλο πέρα από τα παραπάνω.

Βεβαίως, από την άλλη, θα ήταν ανώφελη μια γενικευμένη θριαμβολογία, όσο κι αν οι κατακτήσεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας, η γρήγορη κάλυψη σε όλους τους τομείς της καθυστέρησης που χώριζε την Ρωσία από τον ανεπτυγμένο κόσμο πριν το 1917, η αποφασιστική συμβολή της στην Αντιφασιστική Νίκη των Λαών δικαιολογεί μια στάση υπερηφάνειας, αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης στις ανεξάντλητες δυνατότητες της εργατικής τάξης.

Η υπεράσπιση της Οκτωβριανής Επανάστασης, η υπεράσπιση του επαναστατικού αιτήματος, απαιτεί ενδελεχή και εξαντλητική μελέτη της πείρας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του 20ου αιώνα, ακριβή ανάδειξη των τεράστιων επιτευγμάτων της επανάστασης, αλλά και εξίσου ακριβή εντοπισμό και θεωρητική επεξεργασία των αδυναμιών, των λαθών, όσων επέτρεψαν την προσωρινή ανακοπή της πορείας της.

Στο παρόν σημείωμα, θα αποτολμήσουμε, γιατί είναι αντιληπτό ότι το ζήτημα είναι τεράστιο, μια αποτύπωση της πορείας προς την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης, αρχής γενομένης από τον Απρίλιο του 1917.

Από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του 1917

Τη νύχτα της 3ης Απριλίου 1917 στον σιδηροδρομικό σταθμό Φινλανδίας στην Πετρούπολη, εργάτες υποδέχονται τον Β. Ι. Λένιν.

Την επομένη, 4 Απριλίου, ο Λένιν μιλά στην συνέλευση των μπολσεβίκων που συμμετείχαν στην Πανρωσική συνδιάσκεψη των Σοβιέτ. Αναπτύσσει τις “Θέσεις του Απρίλη”, όπου μεταξύ άλλων, σημείωνε πως “…η ιδιομορφία της σημερινής στιγμής στη Ρωσία βρίσκεται στο πέρασμα από το πρώτο στάδιο της επανάστασης που έδωσε την εξουσία στην αστική τάξη, εξαιτίας της ανεπαρκούς συνειδητότητας και οργάνωσης του προλεταριάτου, στο δεύτερο στάδιό της, που πρέπει να δώσει την εξουσία στα χέρια του προλεταριάτου και των φτωχών στρωμάτων της αγροτιάς…”.

Στις 9 Απριλίου 1917 στο άρθρο του στην “Πράβντα” με τίτλο “Δυαδική εξουσία” τόνιζε ότι το ζήτημα της κρατικής εξουσίας είναι το βασικό ζήτημα κάθε επανάστασης και ότι χωρίς το ξεκαθάρισμα αυτού του ζητήματος δεν μπορεί να γίνεται λόγος για συμμετοχή στην επανάσταση, πόσω μάλλον για την καθοδήγησή της.

Στο ίδιο άρθρο επισήμαινε ότι η ίδια η εξέλιξη της ρώσικης επανάστασης είχε δημιουργήσει δυαδική εξουσία: δηλαδή στο πλάι της Προσωρινής Κυβέρνησης, της κυβέρνησης της αστικής τάξης, δημιουργήθηκε και μια άλλη κυβέρνηση, αδύνατη και σε εμβρυακή μορφή, αλλά υπάρχουσα και αναπτυσσόμενη. Αυτή η κυβέρνηση ήταν τα Σοβιέτ. Σημείωνε ακόμα ότι αυτή η δυαδική εξουσία δεν μπορούσε να διαρκέσει επί μακρόν, καθώς δεν μπορεί να υπάρχουν δύο εξουσίες σε ένα κράτος.

Διατύπωνε την αναγκαιότητα ανατροπής της Προσωρινής Κυβέρνησης, γιατί ήταν ολιγαρχική και όχι παλλαϊκή και δεν μπορούσε να δώσει ούτε ειρήνη, ούτε ψωμί, ούτε πλήρη ελευθερία, τόνιζε ότι το Σοβιέτ ήταν η μόνη δυνατή επαναστατική κυβέρνηση που εξέφραζε άμεσα στη συνείδηση και τη θέληση της πλειοψηφίας των εργατών και αγροτών, σημειώνοντας ταυτόχρονα, ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση στηριζόταν, ακόμα τότε, στην τυπική και έμπρακτη συμφωνία με τα Σοβιέτ των εργατών βουλευτών και πρώτα απ’ όλα με το κύριο Σοβιέτ της Πετρούπολης.

Ταυτόχρονα υπογράμμιζε ότι οι συνειδητοί εργάτες για να γίνουν εξουσία, πρέπει να κατακτήσουν με το μέρος τους την πλειοψηφία των Σοβιέτ.

Τον Μάιο του 1917 ετέθη το ζήτημα της συμμετοχής του Κομμουνιστικού Κόμματος σε αστική κυβέρνηση, στο οποίο οι μπολσεβίκοι απάντησαν αρνητικά.

Στις 26 Απριλίου 1917 η Προσωρινή Κυβέρνηση απέστειλε επιστολή προς τον Πρόεδρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ της Πετρούπολης, θέτοντας ανοιχτά το ζήτημα της συμμετοχής ηγετών των Σοβιέτ σε κυβέρνηση συνασπισμού.

Στις 28 Απριλίου η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ, όμως στην συζήτηση του ζητήματος ξανά την Πρωτομαγιά του 1917 η πρόταση έγινε δεκτή. Κατά ψήφισαν οι μπολσεβίκοι, οι μενσεβίκοι-διεθνιστές, ενώ από την μεριά των εσέρων υπήρξαν δύο λευκά.

Έτσι στις 5 Μαΐου, σχηματίστηκε η πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού με τη συμμετοχή μενσεβίκων, εσέρων, λαϊκών σοσιαλιστών κλπ. Ως βάση συμμετοχής αντιπροσώπων του Σοβιέτ στην Προσωρινή Κυβέρνηση υπήρχαν τέσσερα σημεία: 1) Δραστήρια δουλειά προς όφελος της ειρήνης 2) Διευθέτηση βιομηχανίας και οικονομικές μεταρρυθμίσεις 3) Προπαρασκευαστικά μέτρα για τη λύση του αγροτικού και του εργατικού ζητήματος και 4) Επίσπευση της σύγκλησης της Συντακτικής Συνέλευσης.

Ούτε ένας από τους όρους αυτούς δεν εκπληρώθηκε.

Εν τω μεταξύ, η οικονομική κατάσταση της χώρας συνέχιζε να είναι εξαιρετικά δυσχερής, τα λαϊκά στρώματα ασφυκτιούσαν και στην Πετρούπολη, την Μόσχα, την Οδησσό, το Χάρκοβο, το Καζάν, σ’ όλες τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις ο λαός βρισκόταν σε αναβρασμό, διαδήλωνε.

Στις 12 Μαΐου, ο υπουργός Εσωτερικών έστειλε εγκύκλιο στους επίτροπους των κυβερνείων, με την οποία απαιτούσε τη λήψη επειγόντων μέτρων κατά του επαναστατικού κινήματος στις επαρχίες. Παρ’ όλα αυτά ήταν αδύνατο να αποτραπεί η επανάσταση, ενώ η δύναμη για την οργάνωση του κινήματος των μαζών ήταν οι μπολσεβίκοι.

Στο 1ο Πανρωσικό Συνέδριο των αγροτών βουλευτών στις 22 Μαΐου, μιλώντας ο Λένιν πρότεινε τη λήψη απόφασης για το αγροτικό ζήτημα, σύμφωνα με την οποία έπρεπε, χωρίς καμιά καθυστέρηση και χωρίς αποζημίωση, να παραδοθεί στον λαό όλη η γη των τσιφλικάδων, των ιδιοκτητών, του τσάρου, της Εκκλησίας κ.λπ. Στην απόφαση των μπολσεβίκων αναφερόταν ότι το πέρασμα της τσιφλικάδικης γης στην αγροτιά χωρίς αποζημίωση, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη στενή συμμαχία των αγροτών με τους εργάτες των πόλεων, χωρίς το πέρασμα όλης της κρατικής εξουσίας στα χέρια των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών.

Στις επαναληπτικές εκλογές που έγιναν σε πολλά Σοβιέτ μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 1917, οι μπολσεβίκοι πέτυχαν σχετική πλειοψηφία.

Μεταξύ 7 και 12 Μαΐου, η Πανρωσική Συνδιάσκεψη των μενσεβίκων ενέκρινε την προσχώρηση των μενσεβίκων στην Προσωρινή Κυβέρνηση, και θεώρησε απαραίτητη την παροχή σ’ αυτή πλήρους υποστήριξης, ενώ μεταξύ 25ης Μαΐου και 4ης Ιουνίου το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού ενέκρινε και το 3ο Συνέδριο του κόμματος των εσέρων, αν και στις γραμμές του κόμματος ήδη άρχισε να ακούγεται κριτική προς την κομματική ηγεσία.

Μόνο οι μπολσεβίκοι εξηγούσαν ότι η προσχώρηση εκπροσώπων των “σοσιαλιστικών” κομμάτων στην κυβέρνηση συνασπισμού δεν άλλαζε τίποτα, ενώ προβάλλοντας και υποστηρίζοντας το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ», οι μπολσεβίκοι καλούσαν ταυτόχρονα τους εργάτες και τους στρατιώτες να υποχρεώσουν τα συμβιβασμένα Σοβιέτ σε αλλαγή της πολιτικής, σε άρση της πολιτικής εμπιστοσύνης στην Προσωρινή Κυβέρνηση, σε επανεκλογή των εκπροσώπων στα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών.

Στις 4 Ιουνίου, δεύτερη ημέρα των εργασιών του 1ου Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών, ο Λένιν τόνισε ότι «το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του επαναστατικού προλεταριάτου, που το υποστηρίζει η φτωχή αγροτιά, αποτελεί πέρασμα στον επαναστατικό αγώνα για την ειρήνη με τις πιο ασφαλείς, με τις πιο ανώδυνες μορφές που γνωρίζει η ανθρωπότητα, πέρασμα σε μια κατάσταση όπου η εξουσία και η νίκη των επαναστατών εργατών θα είναι εξασφαλισμένες και στη Ρωσία και σε όλο τον κόσμο».

Εν τω μεταξύ, η δυσαρέσκεια στον λαό από την πολιτική της κυβέρνησης και από την προετοιμασία της επίθεσης στο μέτωπο, καθημερινά μεγάλωνε. Στις 8 Ιουνίου, το μπολσεβίκικο κόμμα αποφάσισε ειρηνική διαδήλωση για το Σάββατο 10 Ιουνίου, το 1ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ με πρόταση των μενσεβίκων και των εσέρων αποφάσισε να απαγορευθούν οι διαδηλώσεις για τρείς ημέρες, απόφαση την οποία στήριξε και η Προσωρινή Κυβέρνηση, όμως κάτω από την λαϊκή πίεση το Συνέδριο των Σοβιέτ υποχρεώθηκε να ορίσει διαδήλωση στην Πετρούπολη για τις 18 Ιουνίου.

Η Προσωρινή Κυβέρνηση άρχισε εσπευσμένα να επιταχύνει την προετοιμασία της επίθεσης στο μέτωπο, ελπίζοντας ότι οι πρώτες κιόλας φήμες για τις πολεμικές επιτυχίες θα φέρουν σύγχυση στις τάξεις των εχθρών του πολέμου και ότι η διαδήλωση θα μετατραπεί σε αναμφίβολη υποστήριξη της πολιτικής της κυβέρνησης και των κομμάτων του συμβιβασμού. Η επίθεση που εκδηλώθηκε στο νοτιοδυτικό μέτωπο απέτυχε με την Προσωρινή Κυβέρνηση να παραδέχεται ότι κόστισε μεγάλες ανθρώπινες θυσίες και εδαφικές απώλειες, ενώ στην διαδήλωση της 18ης Ιουνίου στην Πετρούπολη, ούτε ένα σύνταγμα, ούτε ένα εργοστάσιο δεν παρουσίασε συνθήματα εμπιστοσύνης στην Προσωρινή Κυβέρνηση.

Διαδηλώσεις έγιναν επίσης στη Μόσχα, στο Κίεβο, στη Ρίγα, στο Ιβάνοβο-Βοζνεσένσκ και σ’ άλλες πόλεις και έδειξαν την αύξηση της επιρροής του μπολσεβίκικου κόμματος στις μάζες. Τη γενική σημασία της διαδήλωσης ο Λένιν την εντόπιζε στο ότι αυτή «αποτέλεσε διαδήλωση των δυνάμεων και της πολιτικής του επαναστατικού προλεταριάτου που δείχνει την κατεύθυνση της επανάστασης, που δείχνει τη διέξοδο από το αδιέξοδο».

Στις 2 Ιουλίου 1917 παραιτήθηκαν από την Προσωρινή Κυβέρνηση οι υπουργοί του κόμματος των καντέ, επιδιώκοντας να προκαλέσουν κυβερνητική κρίση με σκοπό να εκφοβίσουν τα κόμματα του συμβιβασμού και να συγκεντρώσουν την απόλυτη εξουσία στα χέρια της αστικοτσιφλικάδικης αντεπανάστασης.

Το μεσημέρι της 4ης Ιουλίου περίπου 500.000 εργάτες, στρατιώτες και ναύτες της Πετρούπολης διαδήλωσαν ειρηνικά στους δρόμους της πρωτεύουσας που βάφτηκαν με το αίμα τους, καθώς οι δυνάμεις της αντεπανάστασης άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών.

Στις 5 Ιουλίου, η ενιαία συνεδρίαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών και της Εκτελεστικής Επιτροπής του Πανρωσικού Σοβιέτ των αγροτών βουλευτών ενέκρινε τα μέτρα της Προσωρινής Κυβέρνησης ενάντια στους εργάτες και στρατιώτες της Πετρούπολης, και πήρε την απόφαση να δημιουργήσει ειδική επιτροπή για την εφαρμογή «παραπέρα αποφασιστικών μέτρων».

Στις 9 Ιουλίου, σε παρόμοια ενιαία συνεδρίαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ εργατών και στρατιωτών βουλευτών και της Εκτελεστικής Επιτροπής του Πανρωσικού Σοβιέτ αγροτών βουλευτών, πάρθηκε απόφαση που γνωστοποιούσε ότι η χώρα και η επανάσταση κινδυνεύουν. Η Προσωρινή Κυβέρνηση, που είχε αναδιοργανωθεί την προηγουμένη ανακηρύχθηκε κυβέρνηση για τη “σωτηρία της επανάστασης”. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Κερένσκι, που διατήρησε τη θέση του υπουργού στρατιωτικών και ναυτικών, οι “σοσιαλιστές” υπουργοί παρέμειναν στις θέσεις τους, ενώ η απόφαση των Εκτελεστικών Επιτροπών των Σοβιέτ αναγνώριζε απεριόριστα δικαιώματα στην κυβέρνηση αυτή.

Η Προσωρινή Κυβέρνηση εξαπέλυσε διώξεις εναντίον των μπολσεβίκων, η κυκλοφορία των εφημερίδων τους απαγορεύθηκε, οι στρατιωτικές μονάδες, που σύμφωνα με τη γνώμη της κυβέρνησης είχαν “μολυνθεί με το βάκιλο του μπολσεβικισμού”, διαλύθηκαν. Τα εργατικά αποσπάσματα αφοπλίστηκαν. Άρχισαν οι έρευνες και οι συλλήψεις.

Στις 7 Ιουλίου η Προσωρινή Κυβέρνηση αποφάσισε τη σύλληψη του Λένιν και άλλων ηγετών του μπολσεβίκικου κόμματος. Οι μπολσεβίκοι πέρασαν στην παρανομία. Καταδιωκόμενος από την Προσωρινή Κυβέρνηση, ο Λένιν, τη νύχτα προς την 10η Ιουλίου μετακόμισε παράνομα στον οικισμό κοντά στον σταθμό Ραζλίφ, σ’ ένα προάστιο της Πετρούπολης, και φιλοξενήθηκε από τον εργάτη Ν. Εμελιάνοφ.

Στο διάστημα αυτό εργάσθηκε πολύ εντατικά για την προετοιμασία του 6ου Συνεδρίου του μπολσεβίκικου κόμματος και αναλύοντας βαθιά την εξέλιξη των γεγονότων και την πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε στη Ρωσία, προσδιόρισε τη νέα τακτική του κόμματος, στο στάδιο εκείνο της επανάστασης, που απέκλειε, πλέον, τη δυνατότητα της ειρηνικής της εξέλιξης.

Στις θέσεις “Η πολιτική κατάσταση”, που γράφτηκαν από τον Β.Ι. Λένιν στις 10 (23) Ιουλίου 1917, αναφέρονται τα εξής: «Το σύνθημα να περάσει όλη η εξουσία στα Σοβιέτ ήταν σύνθημα ειρηνικής εξέλιξης της επανάστασης, κι αυτό μπορούσε να γίνει τον Απρίλη, τον Μάη, τον Ιούνη, ως τις 5-9 του Ιούλη, δηλαδή πριν περάσει η πραγματική εξουσία στα χέρια της στρατιωτικής δικτατορίας. Τώρα το σύνθημα αυτό δεν είναι πια σωστό, γιατί δεν παίρνει υπόψη του το συντελεσμένο αυτό πέρασμα ούτε και την πλήρη προδοσία στην πράξη της επανάστασης από τους εσέρους και τους μενσεβίκους».

Επισημαίνοντας την αναγκαιότητα προετοιμασίας για ένοπλη εξέγερση, υπογράμμιζε ότι «ο σκοπός της ένοπλης εξέγερσης μπορεί να είναι μόνο ένας: το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του προλεταριάτου, που το υποστηρίζει η φτωχή αγροτιά, για την πραγματοποίηση του προγράμματος του κόμματος μας».

Προτείνοντας να αποσυρθεί προσωρινά το σύνθημα “Ολη η εξουσία στα Σοβιέτ!”, γιατί οι ηγέτες των Σοβιέτ διέπραξαν ανήκουστη προδοσία σε βάρος της επανάστασης, ταυτόχρονα υπογράμμισε την αναγκαιότητα της δραστήριας πολιτικής δουλειάς για το κέρδισμα της πλειοψηφίας στα Σοβιέτ.

Σ’ αυτές τις συνθήκες συγκλήθηκε το 6ο Συνέδριο του μπολσεβίκικου κόμματος, στο οποίο με απόφαση του κόμματος δεν εμφανίστηκε ο Λένιν, καθώς όπως το Συνέδριο σημείωνε, δεν υπήρχε καμία απολύτως εγγύηση όχι μόνο αμερόληπτης δικαστικής διαδικασίας, αλλά και στοιχειώδους ασφάλειας των παραπεμπομένων, στο δικαστήριο.

Το Συνέδριο έστειλε χαιρετισμό στον Λένιν και τον εξέλεξε επίτιμο πρόεδρό του. Όλες οι αποφάσεις του 6ου Συνεδρίου του μπολσεβίκικου κόμματος, που τέλειωσε στις 3 του Αυγούστου, κατευθύνονταν στον βασικό στόχο: την προετοιμασία των μαζών για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Αλλά και από την μεριά της η αντεπανάσταση δεν έμενε αδρανής. Στις 19 Ιουλίου διορίστηκε ανώτατος διοικητής ο στρατηγός Κορνίλωφ ο οποίος για λογαριασμό της αστικής τάξης άρχισε να προετοιμάζει πραξικόπημα, επιλέγοντας ως χρόνο εκδήλωσής του αρχικά το τριήμερο 12-14 Αυγούστου, τις μέρες εργασιών της Κρατικής Σύσκεψης στη Μόσχα.

Στην Κρατική Σύσκεψη, η αντεπανάσταση εξέθεσε ανοιχτά το πρόγραμμά της: Κατάργηση όλων των Σοβιέτ καθώς και των επιτροπών στο στρατό, παράδοση των λειτουργιών διεύθυνσης, “που είχαν σφετεριστεί τα Σοβιέτ”, στις δημοτικές αρχές, ”πόλεμος ως την τελική νίκη σε πλήρη σύμπνοια με τους συμμάχους μας”, άρνηση κάθε “κοινωνικής μεταρρύθμισης και κάθε κοινωνικού πειραματισμού” και συνέχιση του ενεργού αγώνα κατά του μπολσεβίκικου κόμματος, κήρυξη εκτός νόμου του Κόμματος και μαζικές διώξεις εναντίον των μελών του. Το πρόγραμμα αυτό ανταποκρινόταν πλήρως στη σύνθεση της Κρατικής Σύσκεψης, στην οποία συμμετείχαν γενικά πάνω από 2.500 αντιπρόσωποι.

Ο παρευρισκόμενος στη σύσκεψη σοσιαλιστής πρωθυπουργός, ορκιζόταν ότι η κυβέρνηση με “όσες δυνάμεις έχει” αγωνίζεται κατά των μπολσεβίκων. Και οι συμβιβασμένοι ηγέτες της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ διαβεβαίωναν ότι είναι προς το συμφέρον της αστικής εξουσίας να διατηρηθούν προς το παρόν τα Σοβιέτ, γιατί αυτά, χρησιμοποιώντας την παλλαϊκή τους αναγνώριση, υποστηρίζουν την Προσωρινή Κυβέρνηση.

Στις 9 Αυγούστου, η συνεδρίαση των διοικήσεων 41 συνδικάτων της Μόσχας μαζί με το Κεντρικό Γραφείο των συνδικάτων, ύστερα από την εισήγηση του εκπροσώπου της επιτροπής των μπολσεβίκων της Μόσχας Ι. Ι. Σκβορτσόφ – Στεπάνοφ, αφού συζήτησε το ζήτημα για τη στάση απέναντι στην Κρατική Σύσκεψη της Μόσχας, πήρε την απόφαση να κηρύξει για τις 12 του Αυγούστου 24ωρη απεργία και να πραγματοποιήσει συλλαλητήρια διαμαρτυρίας.

Τη μέρα της έναρξης της Κρατικής Σύσκεψης, στη Μόσχα και τα προάστιά της κατέβηκαν σε απεργία περίπου 400 χιλιάδες άτομα, εικοσιτετράωρες απεργίες, διαδηλώσεις και συλλαλητήρια διαμαρτυρίας έγιναν την ίδια μέρα σε άλλες πόλεις, ενώ εναντίον της Κρατικής Σύσκεψης έγιναν επίσης πολυπληθή συλλαλητήρια διαμαρτυρίας στις επιχειρήσεις και τα εργοστάσια της Πετρούπολης.

Διαμαρτυρίες έγιναν και στον στρατό όπου σε συνελεύσεις οι στρατιώτες εξέφρασαν την ετοιμότητά τους, με το πρώτο κάλεσμα της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών του Ρέβελ, με το όπλο στο χέρι να υπερασπίσουν την επανάσταση.

Στις 12 Αυγούστου, ο Κορνίλοφ διέταξε τη συγκρότηση εφεδρικών συνταγμάτων πεζικού, στις 24 Αυγούστου συναντήθηκε το μέλος της Κρατικής Δούμας Β. Λβοφ και σε δεύτερη συνάντησή του την επόμενη μέρα δήλωσε στον Λβοφ ότι για τη σωτηρία της πατρίδας δεν βλέπει άλλη διέξοδο εκτός από την παράδοση σ’ αυτόν, τον Κορνίλοφ, «όλης της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας».

Στις 26 του Αυγούστου, το τελεσίγραφο του Κορνίλοφ μεταβιβάστηκε στον πρωθυπουργό. Το ίδιο διάστημα τέθηκαν σε κίνηση οι μονάδες εκείνες, στις οποίες στηριγμένος ο Κορνίλοφ σκόπευε να κάνει το πραξικόπημα. Τρομοκρατημένος για την τύχη της πρωθυπουργικής του καρέκλας, φοβούμενος ότι οι μάζες, μαζί με το στασιαστή στρατηγό θα σάρωναν κι αυτόν, ο Κερένσκι αποφάσισε να κηρύξει ανοιχτά πόλεμο κατά του Κορνίλοφ.

Ο κίνδυνος που απειλούσε την επανάσταση ξεσήκωσε τις λαϊκές μάζες, επικεφαλής των οποίων μπήκε το μπολσεβίκικο κόμμα. Η έκκληση του Κόμματος προς τους εργάτες και τους στρατιώτες να πάρουν στα χέρια τους την υπεράσπιση της επανάστασης βρήκε θερμή απήχηση. Οι μπολσεβίκοι κατόρθωσαν όχι μόνο να δώσουν παλλαϊκή έκταση στον αγώνα κατά του Κορνίλοφ, αλλά και να ξεσκεπάσουν ολόπλευρα τον Κερένσκι ως καλυμμένο κορνιλοφικό, που εφάρμοζε το ίδιο επίσης αντεπαναστατικό πρόγραμμα με άλλα μέσα. Η ΚΕ κάλεσε τους εργάτες και τους στρατιώτες να αποδείξουν πως αυτοί είναι ισχυρότεροι από την αστική αντεπανάσταση.

Περίπου 60 χιλιάδες κοκκινοφρουρούς, στρατιώτες και ναύτες είχε προτάξει η Πετρούπολη για την υπεράσπιση της επανάστασης. Αποφασιστικά αποκρούστηκαν οι κορνιλοφικοί και στα μέτωπα. Οι στρατιωτικές επιτροπές εγκαθιστούσαν έλεγχο στα επιτελεία, συγκροτούσαν μεικτά τμήματα για τον αγώνα κατά της ανταρσίας.

Η στάση του Κορνίλοφ απέτυχε πέρα για πέρα πριν ακόμη πέσει έστω κι ένας πυροβολισμός. Στην πραγματικότητα, ένας πυροβολισμός ακούστηκε. Αυτοκτόνησε ο στρατηγός Κρίμοφ, που είχε τοποθετηθεί από τον Κορνίλοφ επικεφαλής των τμημάτων που πήγαιναν για την Πετρούπολη.

Η πορεία ως τον Οκτώβριο του 1917

Την Παρασκευή 1η Σεπτεμβρίου 1917, έξι μήνες μετά την ανατροπή της απολυταρχίας, στη Ρωσία ανακηρύχτηκε επίσημα η δημοκρατία. Ταυτόχρονα σχηματίστηκε ένα Διευθυντήριο (Συμβούλιο των πέντε) με Πρωθυπουργό τον Α. Κερένσκι. Μια από τις αιτίες δημιουργίας του Διευθυντηρίου ήταν η άρνηση των μενσεβίκων και των εσέρων να μπουν στη νέα σύνθεση της κυβέρνησης με συμμετοχή των καντέ, υπό τον φόβο της απώλειας ολοκληρωτικά της εμπιστοσύνης των μαζών.

Ο αγώνας κατά του κορνιλοφισμού αναζωογόνησε τα Σοβιέτ, η πρωτοβουλία των επαναστατικών μαζών άρχισε να εκδηλώνεται, ενώ επιβεβαιώνονταν οι επεξεργασίες των μπολσεβίκων. Στις 31 Αυγούστου, για πρώτη φορά από τη στιγμή της ίδρυσης των Σοβιέτ, οι μενσεβίκοι και οι εσέροι βρέθηκαν στη μειοψηφία κατά την ψηφοφορία για ένα από τα βασικά ζητήματα της επανάστασης, για το ζήτημα της εξουσίας. Τη νύχτα προς την 1η Σεπτεμβρίου, το Σοβιέτ της Πετρούπολης με πλειοψηφία 279 ψήφων, κατά 115 και 50 λευκών πήρε την απόφαση που πρότεινε το κόμμα των μπολσεβίκων, η οποία κατέκρινε την πολιτική των συνασπισμών, καλούσε για το πέρασμα όλης της εξουσίας στα χέρια των Σοβιέτ και πρότεινε ένα πρόγραμμα επαναστατικών μετασχηματισμών στη χώρα.

Ο αριθμός των Σοβιέτ που έπαιρναν αποφάσεις με προτάσεις των μπολσεβίκων, μεγάλωνε γρήγορα. Στις αρχές του Σεπτέμβρη, είχε διαμορφωθεί μια πολύ ιδιόμορφη κατάσταση, την οποία ο Λένιν χαρακτήρισε “απότομη και… πρωτότυπη στροφή στη ρωσική επανάσταση”: Η αντεπανάσταση αποδείχτηκε αισθητά εξασθενημένη, τη στιγμή που το επαναστατικό στρατόπεδο είχε δυναμώσει, γιατί ο αγώνας κατά του κορνιλοφισμού συνένωσε τις διάφορες δυνάμεις του επαναστατικού κινήματος στη χώρα. Εμφανίστηκε, σύμφωνα με τον Λένιν, πολύ σπάνια δυνατότητα ειρηνικής εξέλιξης της επανάστασης. Στα Σοβιέτ δινόταν ακόμη μια πιθανότητα να πάρουν την εξουσία με ειρηνικό τρόπο.

Τη νύχτα προς την 2α Σεπτεμβρίου, όμως, η εσερο-μενσεβίκικη καθοδήγηση, που διατηρούσε ακόμη την πλειοψηφία στην Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή (ΠΚΕΕ), έλαβε απόφαση υποστήριξης του Διευθυντηρίου, παραχωρώντας πάλι με τον τρόπο αυτό στον Κερένσκι την αρμοδιότητα να σχηματίσει κυβέρνηση κατά την κρίση του. Οι μπολσεβίκοι εκτίμησαν το βήμα αυτό της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής (ΚΕΕ) σαν νέα προδοσία των συμφερόντων της επανάστασης, σαν άρνηση της ρεαλιστικής δυνατότητας για κατάληψη της εξουσίας με ειρηνικό τρόπο.

Λαμβάνοντας υπόψη του, ο Λένιν ότι η πλειοψηφία των Σοβιέτ Πετρούπολης και Μόσχας είχε ταχθεί υπέρ των μπολσεβίκων, απέστειλε γράμμα προς την Κεντρική Επιτροπή και τις Επιτροπές Πετρούπολης και Μόσχας του Κόμματος, τονίζοντας ότι οι μπολσεβίκοι πρέπει να πάρουν την εξουσία.

Από τα μέσα Σεπτεμβρίου 1917 το σύνθημα “Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!” έγινε ισοδύναμο με το σύνθημα για ένοπλη εξέγερση.

Στη χώρα εκδηλωνόταν πανεθνική κρίση που εκφραζόταν με την παράλυση της κυβέρνησης, με επιτάχυνση των ρυθμών αποσύνθεσης της οικονομίας, με τον αναβρασμό των λαϊκών μαζών, ενώ ταυτόχρονα διευρυνόταν η εντατική οικοδόμηση των τμημάτων της Κόκκινης Φρουράς, παρά την κυβερνητική απαγόρευση για “αυθαίρετη” συγκρότηση οποιωνδήποτε λεγόμενων τμημάτων αγώνα κατά της αντεπανάστασης.

Η ανέχεια και η δυστυχία των εργαζόμενων μαζών είχαν φτάσει στο απροχώρητο. Σ’ ολόκληρη τη χώρα ξέσπασαν ταραχές εξαιτίας της πείνας. Μια από τις αποδείξεις της πανεθνικής κρίσης ήταν και η ενεργός παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας του διεθνούς ιμπεριαλισμού για στήριξη της κυβέρνησης Κερένσκι. Φυσικά δεν στήριζαν μόνο αλλά και απαιτούσαν.

Αναζητώντας διέξοδο από την κρίση που είχε δημιουργηθεί, και για να εξετάσει το ζήτημα της εξουσίας, η εσερο-μενσεβίκικη ΚΕΕ των Σοβιέτ κάλεσε στις 14 Σεπτεμβρίου τη λεγόμενη Πανρωσική Δημοκρατική Σύσκεψη, αναβάλλοντας και υποκαθιστώντας με τον τρόπο αυτό τη σύγκληση του Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ. Η σύνθεση της σύσκεψης ήταν τέτοια που εξασφάλιζε πλειοψηφία υπέρ των μενσεβίκων και εσέρων.

Με πρότασή τους, η Δημοκρατική Σύσκεψη αποφάσισε να σχηματίσει Προσωρινό Σοβιέτ της Ρωσικής Δημοκρατίας ή, Προκοινοβούλιο, ένα μόνιμο αντιπροσωπευτικό όργανο με συμβουλευτικό χαρακτήρα πλάι στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Ο Λένιν τάχθηκε αποφασιστικά υπέρ του μποϊκοταρίσματος του Προκοινοβουλίου, δείχνοντας πως η ουσία του συνίσταται στην εξαπάτηση των εργατών και των αγροτών για να τους αποσπάσει από την επανάσταση, πως η τακτική συμμετοχή στο Προκοινοβούλιο δεν ανταποκρίνεται στις αντικειμενικές αμοιβαίες σχέσεις των τάξεων και στις συνθήκες της στιγμής.

Στις 25 Σεπτεμβρίου ολοκληρώθηκε ο σχηματισμός της τρίτης (και τελευταίας κυβέρνησης συνασπισμού). Ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης δεν έσωσε τη χώρα από την πανεθνική κρίση, που όλο και πιο απειλητικά εκδηλωνόταν στην ανικανότητα της εξουσίας, στην οικονομική ερήμωση, στην άνοδο του επαναστατικού κινήματος, στην ολοκληρωτική απομάκρυνση του στρατού από την κυβέρνηση, στην όξυνση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Δημιουργήθηκε η απαραίτητη για τη νικηφόρα εξέγερση επαναστατική κατάσταση. Είχε φτάσει σε τέτοια ένταση, που τα “ανώτερα στρώματα” δεν μπορούσαν πια να διοικούν με τον παλιό τρόπο, ενώ τα “κατώτερα κοινωνικά στρώματα” ήταν αδύνατο να ζουν όπως πρώτα. “Η κρίση ωρίμασε”, προειδοποιούσε ο Λένιν στις 29 του Σεπτέμβρη. “Ολόκληρο το μέλλον της ρωσικής επανάστασης παίζεται κορόνα-γράμματα”.

Αναλύοντας όλο το σύνολο των γεγονότων στη χώρα, έφθασε στο συμπέρασμα ότι είναι αναγκαίο να υλοποιηθούν άμεσα οι αποφάσεις του 6ου Συνεδρίου του Κόμματος για την προετοιμασία της ένοπλης εξέγερσης. “Μας ακολουθεί η πλειοψηφία της τάξης που είναι η εμπροσθοφυλακή της επανάστασης, η εμπροσθοφυλακή του λαού, που είναι ικανή να συναρπάσει τις μάζες”, έγραφε ο Λένιν. “Μας ακολουθεί η πλειοψηφία του λαού…”. Τόνισε ότι έχοντας την συνειδητή υποστήριξη των πιο πλατιών μαζών της Ρωσίας οι μπολσεβίκοι μπορούν και πρέπει να πάρουν την εξουσία, γιατί μόνο έτσι θα σώσουν τη χώρα από την καταστροφή, θα προτείνουν πραγματική ειρήνη στους λαούς, γιατί μόνο με εργατικό έλεγχο στην παραγωγή και την κατανομή των τροφίμων, με εθνικοποίηση των τραπεζών και της μεγάλης βιομηχανίας, με κατάσχεση των τσιφλικάδικων ιδιοκτησιών και εθνικοποίηση όλης της γης στη χώρα και άλλα επαναστατικά μέτρα θα μπορούσαν να σώσουν τη Ρωσία από την ερήμωση, την πείνα και παράλληλα να τη σπρώξουν μπροστά, προς το σοσιαλισμό.

Στις 10 Οκτωβρίου, για πρώτη φορά ύστερα από τρίμηνη παρανομία, ο Λένιν πήρε μέρος στην ειδική συνεδρίαση της ΚΕ του Κόμματος, που αποφάσισε για την ένοπλη εξέγερση. Στις 24 Οκτωβρίου , η εφημερίδα “Ραμπότσι Πουτ” περιείχε την έκκληση για ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης και εγκαθίδρυση της εξουσίας των Σοβιέτ. Το βράδυ της ίδιας μέρας ο Λένιν έστειλε το “Γράμμα προς τα μέλη της ΚΕ”, όπου αναλύει την κατάσταση, τονίζοντας ότι “η καθυστέρηση της δράσης ισοδυναμεί με θάνατο”.

Η ένοπλη εξέγερση ξεκίνησε ξημερώνοντας η 25η Οκτωβρίου 1917 με οργανωμένη δράση στα κύρια σημεία της Πετρούπολης.

Στις 3.30 το καταδρομικό “Αβρόρα” αγκυροβόλησε κοντά στη γέφυρα Νικολάγιεφσκι, σε μικρή απόσταση από τα Χειμερινά Ανάκτορα.

Το πρωί της 25ης Οκτωβρίου σχεδόν ολόκληρη η Πετρούπολη είχε περάσει στα χέρια των εξεγερμένων.

Το πρωί της ίδιας μέρας ο Λένιν γράφει την έκκληση “Προς τους πολίτες της Ρωσίας!”, με την οποία έκανε γνωστό το πέρασμα της κρατικής εξουσίας στα χέρια του Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων της Πετρούπολης, στα χέρια της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής, που βρισκόταν επικεφαλής του προλεταριάτου και της φρουράς της Πετρούπολης. Ο Κερένσκι με το εύλογο πρόσχημα της υποδοχής από την επαρχία των στρατευμάτων “που είναι πιστά στην Προσωρινή Κυβέρνηση” έφυγε από την εξεγερμένη Πετρούπολη.

Το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ

Το βράδυ ξεκίνησε στο Σμόλνι τις εργασίες του το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων. Κατά την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου ήταν παρόντες 649 αντιπρόσωποι, από τους οποίους 390 μπολσεβίκοι, 160 εσέροι, 72 μενσεβίκοι κ.λπ. Οι μενσεβίκοι, οι “δεξιοί εσέροι” όταν πείστηκαν ότι η πλειοψηφία των συνέδρων ήταν με το μέρος των μπολσεβίκων, εγκατέλειψαν επιδεικτικά τη συνεδρίαση.

Στη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου καταλήφθηκαν με έφοδο και τα Χειμερινά Ανάκτορα. Μια ομάδα ευέλπιδων παρέδωσε τα όπλα της αμαχητί, ενώ κάποιοι πρώην υπουργοί που ήταν εκεί παρέδωσαν τα έγγραφα και τα όπλα που τους είχαν απομείνει.Το συνέδριο σχεδόν ομόφωνα (με 2 κατά και 12 λευκά) επικύρωσε το ντοκουμέντο “Προς τους εργάτες, τους στρατιώτες και τους αγρότες” που σήμαινε ότι το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ παρέλαβε την εξουσία από τη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή και διακήρυξε το πέρασμα όλης της εξουσίας στη χώρα στα χέρια των Σοβιέτ των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών αντιπροσώπων.

Στις 9 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου άρχισε η δεύτερη συνεδρίαση του Συνεδρίου. Εισηγήσεις για δύο βασικά ζητήματα, για την ειρήνη και για τη γη, έκανε ο Λένιν. Στις 11 ψηφίστηκε το διάταγμα για την ειρήνη, με το οποίο η εργατοαγροτική εξουσία εξέφραζε την αποφασιστικότητά της να υπογράψει αμέσως ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και επανορθώσεις. Το διάταγμα θεωρούσε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ως το μεγαλύτερο έγκλημα ενάντια στην ανθρωπότητα και καλούσε τους λαούς και το πιο πρωτοπόρο τμήμα τους, την εργατική τάξη, να επέμβουν στην υπόθεση της πάλης για την ειρήνη στον κόσμο.

Στις 2 τη νύχτα της 27ης Οκτώβρη ψηφίστηκε το δεύτερο ιστορικό ντοκουμέντο – το “Διάταγμα για τη γη”. Με το διάταγμα όλη η γη των γαιοκτημόνων, η γη της τσαρικής οικογένειας και η εκκλησιαστική γη δημεύονταν χωρίς αποζημίωση. Το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ ολοκλήρωσε τις εργασίες του στη διάρκεια των οποίων είχε εκπληρώσει σπουδαίο ιστορικό έργο στις 27 Οκτωβρίου 1917 με τον σχηματισμό εργατοαγροτικής κυβέρνησης -Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων- η οποία εξέλεξε ως Πρόεδρο του Συμβουλίου τον Β. Ι. Λένιν.

 

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις