Η πριγκίπισσα Τατιάνα της Ρωσίας, ήταν ένα από τα εννέα παιδιά του μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου Kωνσταντίνοβιτς και της πριγκίπισσας Ελισάβετ του Σαξ-Άλτεμπουργκ.
Γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1890 στο παλάτι Παβλόφσκ που βρισκόταν κοντά στην Αγία Πετρούπολη και πέθανε το 1979 στην Ιερουσαλήμ. Η ισχύς της αυτοκρατορικής οικογένειας της Ρωσίας, όταν γεννήθηκε, είχε ήδη δεχτεί τους πρώτους κλυδωνισμούς με την δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β΄ το 1881, και το σιδηροδρομικό δυστύχημα το 1888 στο Μπόρκι όπου η οικογένεια του τσάρου Αλέξανδρου Γ΄επέζησε χάρη στην μυική δύναμή του, που του επέτρεψε να κρατήσει την σκεπή του βαγονιού-εστιατορίου όπου βρισκόντουσαν, όταν το τραίνο εκτροχιάστηκε.(1)
Οι νεράιδες στο λίκνο της Τατιάνας δεν ήσαν γενναιόδωρες, γι΄αυτό η ζωή της ήταν γεμάτη από τραγωδίες και πόνο. Την λάμψη των μαρμάρων στο παλάτι του πατέρα της (Μαρμάρινο Παλάτι στην Αγία Πετρούπολη) ξεθώριασε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η Ρωσική Επανάσταση. Ο χορός του θανάτου, με ξέφρενο ρυθμό, άρχισε να παρασέρνει το ένα μέλος μετά το άλλο της οικογένειάς της. Η Τατιάνα αναζήτησε την λύτρωση της ψυχής της στον Θεό, χωρίς να απαρνηθεί ποτέ την αγαπημένη της Ρωσία.
Πριν αναφερθούμε εκτενώς στην ζωή της πριγκίπισσας Τατιάνας, θα κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση της ευρύτερης οικογένειάς της, αρχίζοντας από την βασίλισσα Όλγα των Ελλήνων, για να καταλάβουμε την συγγένειά τους. Επίσης θα αναφερθούμε στην ζωή του πατέρα της, μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου Κωνσταντίνοβιτς, που υπήρξε ένα από τα πιο αξιόλογα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας των Ρομανώφ. Η επίδρασή του στην προσωπικότητα της Τατιάνας υπήρξε καθοριστική.
H βασίλισσα Όλγα των Ελλήνων ήταν κόρη του μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου Νικολάϊεβιτς της Ρωσίας (1827-1892) και της μεγάλης δούκισσας Αλεξάνδρας του Σαξ-Άλτενμπουργκ (1830-1911).
Η Όλγα είχε πέντε αδέρφια. Τον Νικόλαο (1850-1918) που εξορίστηκε με διαταγή του τσάρου Αλέξανδρου B΄ το 1874 όταν ανακαλύφθηκε πως έκλεψε τρία πολύτιμα διαμάντια από μια θρησκευτική εικόνα της μητέρας του, που ήταν δώρο γάμου του πεθερού της, τσάρου Νικολάου Α’. Ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄τον χαρακτήρισε νοητικά διαταραγμένο και τον έστειλε στο παλάτι της οικογένειάς του στην Κριμαία. Από το 1881 εγκαταστάθηκε στην Τασκένδη όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του που προήλθε το 1918 από πνευμονία που ίσως τον απάλλαξε από μια πιθανή εκτέλεση από τους Μπολσεβίκους.
Η μοναδική αδερφή της Όλγας ήταν η Βέρα (1854-1912), η οποία παντρεύτηκε το 1874 τον Ευγένιο δούκα της Βιρτεμβέργης και χήρεψε μετά από τρία χρόνια.
Ο επόμενος αδερφός της ήταν ο Κωνσταντίνος (1858-1915), πατέρας της Τατιάνας. Ακολούθησε ο Δημήτριος (1860-εκτελέστηκε το 1919), ο οποίος ήταν άγαμος και τέλος ο Βατσισλάβ (1862-1879) που πέθανε αιφνιδίως νεαρότατος από παθολογικά αίτια.
Ο πιο αγαπημένος αδερφός της Όλγας ήταν ο Κωνσταντίνος. Ο πρίγκιπας Νικόλαος (γιος της Όλγας) αναφέρει στο βιβλίο του «Τα πενήντα χρόνια της ζωής μου»: «Ο ευνοούμενος αδελφός της μητρός μου, ο Μέγας Δουξ Κωνσταντίνος ήρχετο εις τας Αθήνας τακτικά επί πολλά έτη και ετέρπετο κάμνων μάθημα ελληνικών με τον γηραιόν καθηγητήν μας Παντελίδην. Έλεγε πάντοτε πως αι Αθήναι είναι το δεύτερον σπίτι του».
Όταν δολοφονήθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, ο μέγας δούκας Κωνσταντίνος δεν μπόρεσε να παραστεί στην κηδεία του, αλλά μία εβδομάδα μετά της ταφή του βασιλέως, επισκέφτηκε το μνήμα του στο Τατόι συνοδευόμενος από την κόρη πριγκίπισσα Τατιάνα.
Ο μεγάλος δούκας Κωνσταντίνος Κωνσταντίνοβιτς αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες μορφές της ρωσικής ιστορίας του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Από την παιδική του ηλικία ενδιαφερόταν για τις τέχνες και την λογοτεχνία. Γνώριζε άριστα γερμανικά, αγγλικά και γαλλικά. Μετά από σύντομη υπηρεσία στο ναυτικό της Ρωσίας αποφάσισε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Ήταν πολύ ψηλός, χαρακτηριστικό γνώρισμα των ανδρών του οίκου των Ρομανώφ, που πιθανώς κληρονόμησε ο βασιλιάς Παύλος των Ελλήνων και οι απόγονοί του, όπως ο διάδοχος Παύλος της Ελλάδας και ο βασιλιάς Φίλιππος Στ’ της Ισπανίας.
Ο μεγάλος δούκας Κωνσταντίνος υπήρξε Γερουσιαστής, Γενικός Επιθεωρητής των Στρατιωτικών Σχολών, Πρόεδρος της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Επιστημών και ένας από τους ιδρυτές του Σπιτιού του Πούσκιν.
Ήταν επίσης ποιητής και συγγραφέας θεατρικών έργων τα οποία υπέγραφε με τα αρχικά Κ.R. (Κωνσταντίνος Ρομανώφ). Η μετάφραση που έκανε του θεατρικού έργου «Άμλετ» του Σαίξπηρ, για την οποία εργάστηκε πάνω από δέκα χρόνια, κρίθηκε αριστουργηματική. Το τελευταίο λογοτεχνικό έργο που έγραψε και παρουσίασε τον Ιανουάριο του 1914, είχε τίτλο « Ο βασιλεύς των Ιουδαίων» (2). Το έργο αυτό προκάλεσε τον θαυμασμό των λογοτεχνών της εποχής και αναφερόταν στα γεγονότα των τελευταίων ημερών του Χριστού, την είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα, την Σταύρωσή Του και τέλος την Ανάσταση. Το παρουσίασε στο θέατρο «Ερμιτάζ» των Χειμερινών Ανακτόρων και ερμήνευσε ο ίδιος ένα βασικό ρόλο, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Ο Τσάρος Νικόλαος Β΄τίμησε με την παρουσία την παράσταση παρ’ όλο που η Ιερά Σύνοδος της Ρωσίας δεν συμφωνούσε με την παρουσίαση του έργου. Εκτός από λογοτέχνης ο μέγας δούκας Κωνσταντίνος ήταν εξαιρετικός πιανίστας και τον συνέδεε με τον Τσαϊκόφσκι μια πραγματική φιλία.
Στις 27 Απριλίου 1884 παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Ελισάβετ του Σαξ-Άλτενμπουργκ. Ο πατέρας της και η μητέρα του ήσαν πρώτα ξαδέρφια οπότε η γάμος αυτός τελέστηκε με τις ευλογίες της οικογένειάς του. Λόγω του εξοστρακισμού του μεγαλύτερου αδερφού του, Νικολάου, ο Κωνσταντίνος ήταν ο κύριος κληρονόμος της τεράστιας περιουσίας του πατέρα του και γι΄αυτό επιβαλλόταν ο γάμος του και η δημιουργία απογόνων. Οι γονείς της Ελισάβετ δεν ενθουσιάστηκαν όταν ο Κωνσταντίνος έκανε πρόταση γάμου στην κόρη τους. Η δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β΄ ήταν σχετικά πρόσφατη και ανησυχούσαν για την ασφάλεια της Ελισάβετ στην Ρωσία.
Η Ελισάβετ μετά το γάμο της ονομάστηκε Ελισάβετ Μαυρίκιεβνα και δεν δέχτηκε να ασπαστεί την Ορθόδοξη θρησκεία. Η απόφασή της να παραμείνει Λουθηριανή στεναχώρησε πολύ τον Κωνσταντίνο που ήταν από την παιδική του ηλικία ένας πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός. Η Ελισάβετ έγινε μια στοργική μητέρα των οκτώ παιδιών τους (ένα παιδί είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία) και μια αφοσιωμένη σύζυγος. Όμως δεν διέθετε το πνευματικό επίπεδο του συζύγου της. Μία φορά που της διάβαζε ένα κεφάλαιο από το βιβλίο «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, αποκοιμήθηκε!!
Τον Αύγουστο του 1914 κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τους σε μια μικρή πόλη της Έσσης (Γερμανία), κηρύχθηκε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Ως υπήκοοι μιας εχθρικής χώρας της Γερμανίας, τους απαγορεύτηκε η έξοδος, αλλά ευτυχώς κατόρθωσαν να αναχωρήσουν σιδηροδρομικώς για την πατρίδα τους μαζί με τα δύο μικρότερα παιδιά τους, Γεώργιο και Βέρα, χάρη στην μεσολάβηση της γερμανίδας αυτοκράτειρας Αυγούστας- Βικτωρίας. Η αμαξοστοιχία όμως τους άφησε στα γερμανορωσικά σύνορα της ανατολικής Πρωσίας και χρειάστηκε να περπατήσουν μια μεγάλη απόσταση, σε αντίξοες συνθήκες, μέχρι να βρουν ένα μέσο μεταφοράς για να φτάσουν στο παλάτι Παβλόφσκ. Η περιπέτεια αυτή εξασθένησε πολύ την ήδη επιβαρυμένη υγεία του μεγάλου δούκα. Ο θάνατος του γιου του Όλεγκ στο πεδίο της μάχης στις 12 Οκτωβρίου 1914, αλλά και του Γεωργιανού γαμπρού του, πρίγκιπος Κωνσταντίνου Αλεξάνδροβιτς Μπαγκρατιόν-Μουχράνσκυ στις 19 Μαΐου 1915, συζύγου της κόρης του Τατιάνας, τον κατέβαλαν ακόμη περισσότερο. Η ευαίσθητη καρδιά του τον πρόδωσε στις 2 Ιουνίου 1915 (παλιό ημερολόγιο, 15 Ιουνίου με το καινούργιο). Ήταν μόνο 57 ετών. Η βασίλισσα Όλγα που διέμενε από το καλοκαίρι του 1914 στην Ρωσία, φιλοξενούμενη στο παλάτι Παβλόφσκ, ήταν κοντά του τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Η επιστολή που έστειλε στην αγαπημένη της Ιουλία Καρόλου φανερώνει την απέραντη θλίψη της: «Δεν είναι ανάγκη να σου περιγράψω τι υπέφερα και τι υποφέρω, όλη μου η ζωή ήλλαξε· ήτο το παν δι΄εμέ, το ξεύρεις, ότι είμεθα σαν μία ψυχή… ακόμη είναι σαν να μην το πιστεύω, ότι δεν είναι μαζί μας, και ότι δεν θα τον ίδω πλέον εις αυτόν τον κόσμον, τον οποίον η παρουσία του έκαμεν ωραιότερον…. Ποτέ δεν ενόμιζα ότι αυτός θα έφευγε πρώτος … »
Η κηδεία του ήταν η τελευταία αυτοκρατορική κηδεία ενός μέλους της οικογένειας των Ρομανώφ. Ο θάνατός του τον απάλλαξε από τα επόμενα δεινά που έπληξαν την οικογένειά του. Οι Μπολσεβίκοι εκτέλεσαν στις 18 Ιουλίου 1918 τους τρεις από τους πέντε εναπομείναντες γιους του, τον Ιβάν, τον Ιγκόρ και τον Κωνσταντίνο. Λίγους μήνες αργότερα, στις 28 Ιανουαρίου 1919 την ίδια τύχη θα είχε και ο αδερφός του, ο μέγας δούκας Δημήτριος.
Πριν τον θάνατό του ο Κωνσταντίνος κληροδότησε στην Αυτοκρατορική Ακαδημία Επιστημών τα προσωπικά του ημερολόγια, που έγραφε ανελλιπώς σε όλη την διάρκεια της ενήλικης ζωής του, με τον όρο να διαβαστούν μετά την συμπλήρωση ενενήντα χρόνων από τον θάνατό του. Το 1917, όταν οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία, δεν σεβάστηκαν τις επιθυμίες του μεγάλου δούκα και δημοσιοποίησαν το μυστικό που έκρυβαν…
Ο μεγάλος δούκας Κωνσταντίνος Κωνσταντίνοβιτς εκμυστηρεύονταν στα ημερολόγια του την ψυχική οδύνη που ένιωθε λόγω της καλά κριμένης ομοφυλοφιλίας του. Δεν την αντιμετώπιζε ως ένα κοινωνικό στίγμα σύμφωνα με τα αυστηρά πουριτανικά κριτήρια της εποχής, αλλά ως μια πολύ σοβαρή θρησκευτική αμαρτία. Ίσως για τον λόγο αυτό στα νεανικά του χρόνια πληροφόρησε τον τσάρο Αλέξανδρο Γ’ την επιθυμία του να γίνει μοναχός. Ο θείος του τότε του απάντησε: «Αν εμείς γίνουμε μοναχοί Κώστια τότε πως θα προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στην Ρωσία;». Τελικά την ανεκπλήρωτη επιθυμία του πραγματοποίησε πολλά χρόνια αργότερα η κόρη του Τατιάνα. Έγινε μοναχή στα Ιεροσόλυμα.
Βιογραφία της πριγκίπισσας Τατιάνας
Η πριγκίπισσα Τατιάνα Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1890 στο παλάτι Παβλόφσκ και πέθανε στις 15/28 Αυγούστου 1979 στην Ιερουσαλήμ όπου είχε διατελέσει Ηγουμένη στη μονή της Αναλήψεως του Όρους των Ελαιών. Ήταν το τρίτο παιδί και η πρώτη κόρη του μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου και της μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ της Ρωσίας. Η Τατιάνα μαζί με τα αδέρφια της ήσαν τα πρώτα παιδιά ενός μεγάλου δούκα που έφεραν τον τίτλο του πρίγκιπα και της πριγκίπισσας, καθώς ο τσάρος Αλέξανδρος Γ’ από το 1886 είχε αλλάξει τους δυναστικούς κανόνες των Ρομανώφ. Σύμφωνα με το νέο καταστατικό τον τίτλο του μεγάλου δούκα ή δούκισσας θα έφεραν μόνο τα παιδιά και τα εγγόνια ενός τσάρου δια αρρενογονίας. Η Τατιάνα και τα αδέρφια της ήσαν δισέγγονα του τσάρου Νικολάου Α΄. Τα μεγαλύτερα αδέρφια της ήσαν ο πρίγκιπας Ιβάν (1886-1918) και ο πρίγκιπας Γαβριήλ (1887-1955). Και οι δύο αυτοί πρίγκιπες ήσαν φιλάσθενα παιδιά. Για τον λόγο αυτό είχαν δεθεί πολύ μεταξύ τους γιατί οι γιατροί συνιστούσαν την παραμονή τους σε τόπους με εύκρατα κλίματα. Έμεναν συχνά στο οικογενειακό παλάτι Ορεάντα της Κριμαίας αλλά και στο ανάκτορο Μον Ρεπό της αγαπημένης τους θείας «Όλιας» στην Κέρκυρα. Μετά την γέννηση της Τατιάνας ακολούθησαν οι πρίγκιπες: Κωνσταντίνος (1891-1918), Όλεγκ(1892-1914), Ιγκόρ(1894-1918) και Γεώργιος (1903-1938). Το 1905 η Τατιάνα απέκτησε την πρώτη της αδερφή, την Ναταλία, που έζησε μόνο δύο μήνες. Το 1906 γεννήθηκε η δεύτερη αδερφή της, η Βέρα (1906-2001) που πέθανε σε ηλικία 94 ετών στην Νέα Υόρκη. Ήταν ένα από τα μακροβιότερα μέλη των Ρομανώφ που είχε γεννηθεί πριν τον Α΄Παγκόσμιο πόλεμο.
Πάνω φωτογραφία: η Τατιάνα με πέντε από τους έξι αδερφούς της. Από αριστερά, Ιβάν, Γαβριήλ και μετά την Τατιάνα ακολουθούν ο Κωνσταντίνος, ο Όλεγκ και ο Ιγκόρ. Απουσιάζουν το δύο τελευταία παιδιά, ο Γεώργιος και η Βέρα. Ο Ιβάν, ο Κωνσταντίνος και ο Ιγκόρ, εκτελέστηκαν από τους Μπολσεβίκους το 1918. Ο Όλεγκ πέθανε στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Το μόνο αγόρι της φωτογραφίας που επέζησε είναι ο Γαβριήλ, που χάρη στην μεσολάβηση του Μαξίμ Γκόρκι απελευθερώθηκε από τους Μπολσεβίκους που τον είχαν συλλάβει. Τον διάσημο συγγραφέα γνώριζε η μοργανατική σύζυγος του Γαβριήλ, παλιά μπαλαρίνα, Αντωνία Νεστερόβσκαγια.
Η Τατιάνα ήταν ένα ήσυχο κορίτσι με ταλέντο στο πιάνο το οποίο κληρονόμησε από τον πατέρα της. Στην παιδική της ηλικία το όμορφο πρόσωπό της σημάδεψε ένας παπαγάλος. Τον πήρε «προίκα» από τον αδερφό της Γαβριήλ όταν αυτός κατάλαβε πως οι προσπάθειές να μάθει ο παπαγάλος του ρωσικά επέβαιναν άκαρπες. Τελικά ο «αυτοκρατορικός» παπαγάλος εκδήλωσε την αγανάκτησή του δαγκώνοντας με το ράμφος του το όμορφο πρόσωπο της Τατιάνας, αφήνοντας την «σφραγίδα» του για πάντα σ΄αυτό.
Ο μέγας δούκας Κωνσταντίνος ήταν πολύ αυστηρός πατέρας. Καλλιέργησε την ανεξαρτησία στα παιδιά του, την τάξη και την συνέπεια. Επίσης τους απαγόρευε αυστηρά να χρησιμοποιούν ξένες λέξεις όταν μιλούσαν ρωσικά, γι ‘ αυτό οι γκουβερνάντες τους ήσαν αποκλειστικά Ρωσίδες. Τα μεγάλωσε με βαθειά θρησκευτική πίστη στο Θεό. Ο πρώτος του γιος ο Ιβάν και η Τατιάνα είχαν μια έμφυτη κλίση προς τα θεία. Ο Ιβάν είχε εκδηλώσει την επιθυμία να γίνει μοναχός – όπως ο πατέρας του – πριν παντρευτεί.
Τα παιδιά του Κωνσταντίνου ήσαν πάντα ευπρόσδεκτα στο παλάτι του τσάρου Νικολάου Β΄ λόγω του πειθαρχημένου χαρακτήρα τους. Η Τατιάνα συνδέθηκε με τις δύο μεγαλύτερες κόρες του τσάρου, την μεγάλη δούκισσα Όλγα και την συνονόματή της μεγάλη δούκισσα Τατιάνα. Επίσης ο μεγάλος δούκας Κωνσταντίνος δεν ανακατεύτηκε ποτέ με την πολιτική και δεν εξέφρασε ποτέ τις διαφωνίες του στον τσάρο Νικόλαο Β΄, γεγονός που έκανε την παρουσία του αρεστή στον ανιψιό του.
Στις 24 Αυγούστου 1904 η Τατιάνα έκανε την πρώτη κοσμική της εμφάνιση για την βάπτιση του τσάρεβιτς Αλεξέι. Ήταν μια όμορφη νεαρή κοπέλα που το πρώτο της επίσημο φόρεμα της αυλής, της πήγαινε θαυμάσια. Ένα διακριτικό περιδέραιο από μαργαριτάρια της μητέρας της ήταν το μόνο κόσμημα που φορούσε. Το ρωσικό διάδημα, το κοκόσνικ, ήταν από σατέν ύφασμα γιατί η Τατιάνα δεν είχε συμπληρώσει ακόμη το δέκατο όγδοο έτος της ηλικία της ώστε να είναι στολισμένο με πολύτιμους λίθους.
Στο παλάτι του ΄Οστάσεβο, που είχε αγοράσει ο πατέρας της Τατιάνας κοντά στην Μόσχα, οι Κωνσταντίνοβιτς ζούσαν μια απλή ζωή, μακριά από το επίσημο αυτοκρατορικό πρωτόκολλο. Εκεί το 1910 η εικοσάχρονη Τατιάνα γνώρισε και αγάπησε ένα όμορφο πρίγκιπα της Γεωργίας, τον Κωνσταντίνο Αλεξάνδροβιτς Μπαγκρατιόν-Μουχράνσκυ(1889-1915). Ο Κωνσταντίνος ήταν απόγονος της αρχαίας βασιλικής δυναστείας της Γεωργίας. Τα αισθήματα της Τατιάνας ήταν αμοιβαία, οπότε αποφάσισαν να παντρευτούν. Δυστυχώς ο μεγάλος δούκας Κωνσταντίνος δεν επέτρεψε την τέλεση των γάμων τους. Ο μελλοντικός σύζυγος της Τατιάνας μπορεί να έφερε τον τίτλο του πρίγκιπα, όμως η οικογένειά του δεν βασίλευε.
Ο πρίγκιπας Κωσταντίνος Μπαγκρατιόν αναγκάστηκε με διαταγή του τσάρου Νικολάου Β΄να αναχωρήσει στην Τιφλίδα και μετά στην Τεχεράνη. Η Τατιάνα έπαθε νευρικό κλονισμό μετά την απομάκρυνση του αγαπημένου της. Για να καλυτερέψει η ψυχική της κατάσταση, ο πατέρας της την έστειλε στην Κριμαία φιλοξενούμενη της χήρας αυτοκράτειρας Μαρίας Φεοντόροβνα. Η Τατιάνα υπάκουσε στην επιθυμία του πατέρα της, ο οποίος πίστευε πως σε σύντομο χρονικό διάστημα η κόρη του θα είχε ξεχάσει τον «πρίγκιπά της».
Για να κάνει την κόρη της να αισθανθεί καλύτερα, η μητέρα της Τατιάνας, Ελισάβετ, της προσέφερε ένα μικρό βιβλίο που αναφερόταν στην ιστορία της Ιερής βασίλισσας της Γεωργίας, Ταμάρα. Το βιβλίο αυτό έγινε η ψυχική διέξοδος της Τατιάνας και άρχισε να ενδιαφέρεται για την ιστορία της Γεωργίας και της οικογένειας του αγαπημένου της. Με υπερηφάνεια ανέφερε στους συγγενείς της πως η ενθρόνιση της δυναστείας Μπαγκρατιόν στον θρόνο της Γεωργίας έγινε το 1611, δύο χρόνια νωρίτερα από την δυναστεία των Ρομανώφ.
Παρ΄όλη την απόσταση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους, με την μεσολάβηση του αδερφού της Όλεγκ, η Τατιάνα είχε καταφέρει να έχει συχνή αλληλογραφία με τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο.
Αντιλαμβανόμενη η χήρα αυτοκράτειρα Μαρία την αυθεντικότητα των αισθημάτων της Τατιάνας, ζήτησε από τον γιό της Νικόλαο Β΄να επιτρέψει στον πρίγκιπα Κωνσταντίνο Μπαγκρατιόν να διακόψει την εξορία του και να του δώσει την άδεια να επισκεφτεί την Τατιάνα στην Κριμαία. Ο Νικόλαος Β΄ εισάκουσε τις παρακλήσεις της μητέρας του. Μετά από ένα χρόνο η Τατιάνα έσμιξε ξανά με τον αγαπημένο της.
Τότε ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος επανέλαβε την πρόταση γάμου στον πατέρα της Τατιάνας. Έγιναν τρία οικογενειακά συμβούλια, στο ένα εκ των οποίων παρευρισκόταν ο ίδιος Τσάρος Νικόλαος Β΄. Τελικά αποφάσισαν να αλλάξουν τους δυναστικούς κανόνες ώστε να επιτρέπεται στους πρίγκιπες και τις πριγκίπισσες της δυναστείας των Ρομανώφ να παντρεύονται επιφανή μέλη αριστοκρατικών οικογενειών. Φυσικά θα έχαναν τα δικαιώματά τους στον θρόνο της Ρωσίας αλλά ειδικά την Τατιάνα αυτό δεν την προβλημάτιζε καθόλου. Ακόμα και όταν ο πατέρας της την απείλησε πως αν τελούσε τους γάμους της με τον γεωγριανό πρίγκιπα θα της έπαυε την οικονομική χορηγία που δικαιούταν από το αυτοκρατορικό ταμείο, αυτή δεν πτοήθηκε καθόλου.
Η μητέρα του τσάρου, αυτοκράτειρα Μαρία σχολίασε: «ήταν καιρός να γίνει αυτή η αλλαγή». Αντιθέτως η συντηρητική Μαρία του Εδιμβούργου, που είχε γεννηθεί μεγάλη δούκισσα της Ρωσίας, έγραψε σε μία από τις 4 κόρες της: «Έμαθες πως η κόρη του θείου Κώστια αρραβωνιάστηκε έναν πρίγκιπα από τον Καύκασο, της οικογένειας Μπαγκρατιόν;(…) Θα είναι ο πρώτος μοργανατικός γάμος θηλυκού μέλους της οικογένειάς μας. Είναι μια επικίνδυνη αρχή για την οικογένεια και η έναρξη μιας νέας κοινωνικής εποχής».
Οι αρραβώνες τελέστηκαν την 1 Μαΐου, ανήμερα της εορτής της Αγίας Ταμάρα, στη εκκλησία του παλατιού Ορεάντα στην Κριμαία. Οι γάμοι τους έγιναν στις 24 Αυγούστου 1911 στο παλάτι Παβλόφσκ. Τρεις μέρες νωρίτερα είχε τελέσει τους γάμους του ο μεγαλύτερος αδερφός της Τατιάνας, Ιβάν, με την πριγκίπισσα Έλενα της Σερβίας. Και στους δύο γάμους ήταν παρών ο τσάρος, ο οποίος ένα χρόνο αργότερα βάφτισε και το πρώτο παιδί της Τατιάνας. Η νύφη δεν φορούσε το επίσημο ένδυμα και τα αυτοκρατορικά κοσμήματα που όλες οι νύφες των Ρομανώφ έφεραν από την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης στους γάμους τους, γιατί ήταν πριγκίπισσα και όχι μεγάλη δούκισσα. Όμως δεν υστερούσε σε ομορφιά και χάρη. Η απλότητα του νυφικού της ταίριαζε υπέροχα με την νεανική ομορφιά της, και τα αστραφτερά διαμάντια του διαδήματός της φώτιζαν το αλαβάστρινο δέρμα του προσώπου της.
Η Τατιάνα και ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος απέκτησαν δύο παιδιά. Τον πρίγκιπα Teymuraz το 1912 και την πριγκίπισσα Ναταλία το 1914. Η ευτυχία της όμως δεν διήρκεσε πολύ.
Με την έναρξη του Α΄Παγκοσμίου πολέμου ο σύζυγός της μετέβη στο μέτωπο για να πολεμήσει εναντίον των Γερμανών. Η Τατιάνα με τα δύο παιδιά της κατοικούσε στο παλάτι Παβλόφσκ των γονέων της και περίμενε την επιστροφή του συζύγου της.
Ο θανάσιμος τραυματισμός του αδερφού της Όλεγκ, που είχε πάει και αυτός στο μέτωπο μαζί με άλλους 4 αδερφούς του, βύθισε σε πένθος όλη την οικογένεια. Όμως τα άσχημα νέα δεν σταμάτησαν εκεί.
Στις 20 Μαΐου 1915 ο αδερφός της Τατιάνας, Γαβριήλ, την ενημέρωσε πως ο σύζυγός της σκοτώθηκε. Η ειλικρινής πίστη της στο Θεό την έκανε να δεχτεί και αυτό το σκληρό πλήγμα με χριστιανική ταπεινοφροσύνη. Δεν φόρεσε μαύρα ρούχα, παρά μόνο λευκά, και αυτό τόνιζε ακόμα περισσότερο τον πόνο της ψυχής της. Το ίδιο βράδυ στην εκκλησία του παλατιού Παβλόσκ έγινε η τελετή της κηδείας παρουσία του τσάρου και των μεγάλων δουκών. Αμέσως μετά η Τατιάνα συνοδευόμενη από τον αδερφό της Ιγκόρ, αναχώρησε για τον Καύκασο για να παραστεί στην κηδεία του συζύγου της. Πριν φύγει συνάντησε τον πατέρα της για να τον αποχαιρετήσει και ζήτησε την ευλογία του. Η μεγάλος δούκας Κωνσταντίνος έδωσε την ευχή του στην κόρη του για τελευταία φορά. Δύο μέρες μετά την κηδεία του συζύγου της, η Τατιάνα έλαβε ένα τηλεγράφημα που της ανακοίνωνε τον θάνατο του πατέρα της.
Μετά την επιστροφή της από τον Καύκασο, βρήκε παρηγοριά κοντά στην θεία της, την μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ Φεοντόροβνα, η οποία είχε παντρευτεί τον μεγάλο δούκα Σέργιο Αλεξάνδροβιτς, που είχε δολοφονηθεί από έναν επαναστάτη σοσιαλιστή το 1905. Η Ελισάβετ είχε δημιουργήσει την Αδελφότητα της Αγίας Μάρθας και Μαρίας στην Μόσχα. «Όλα όσα μας συμβαίνουν είναι θέλημα Θεού. Συνεχίστε να προσεύχεστε για τους αγαπημένους σας ανθρώπους που είναι κοντά Του», συμβούλεψε την Τατιάνα η μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ.
Ο μεγάλος δούκας Δημήτριος, αδερφός του πατέρα της, μετά τον θάνατο του συζύγου της Τατιάνας, πήρε υπό την προστασία του την ίδια και τα παιδιά της. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση η Τατιάνα παρέμενε στην Ρωσία στο παλάτι του θείου της. Εκεί ήρθε πιο κοντά με τον συνταγματάρχη Αλέξανδρο Βασίλιεβιτς Κοροτζέτζωφ που ήταν στην υπηρεσία του μεγάλου δούκα Δημητρίου. Με την προτροπή του θείου της, η Τατιάνα εγκατέλειψε την Ρωσία μαζί με τα δύο της παιδιά και συνοδευόμενη από τον Αλέξανδρο Κοροτζέτζωφ. Χωρίς την πολύτιμη βοήθειά του, μόνη με δύο μικρά παιδιά, ή Τατιάνα δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει το ταξίδι της φυγής τους από της επαναστατημένη Ρωσία. Αναχωρώντας από την πατρίδα της είχε κατορθώσει να πάρει μαζί της και αρκετά πολύτιμα αντικείμενα. Το πιο πολύτιμο για την Τατιάνα ήταν το βιβλίο που αναφερόταν στην βασίλισσα Ταμάρα της Γεωργίας… Μέσω Κιέβου, που δεν είχε καταληφθεί ακόμη από τους Μπολσεβίκους, πέρασαν στην Ρουμανία και από εκεί στην Ελβετία. Καθώς ταξίδευε προς την Ελβετία, η Τατιάνα πληροφορήθηκε την εκτέλεση των τριών αδερφών της σ’ ένα ορυχείο κοντά στο Αλοπάιεβσκ αλλά και της μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ Φεοντόροβνα που τόσο την είχε στηρίξει πριν λίγα χρόνια (και άλλων τεσσάρων ατόμων). Λίγους μήνες αργότερα πληροφορήθηκε και την εκτέλεση του αγαπημένου της θείου Δημητρίου μαζί με ακόμη τρία μέλη της οικογένειας Ρομανώφ.
Η Τατιάνα και ο Αλέξανδρος παντρεύτηκαν στην Γενεύη στις 9 Νοεμβρίου 1921. Τα παιδιά της Τατιάνας τον λάτρευαν. Εκείνος ήταν 44 ετών και η Τατιάνα 31. Αυτός πραγματοποιούσε μια κρυφή επιθυμία του γιατί αγαπούσε σιωπηλά την Τατιάνα από καιρό. Την είχε πρωτογνωρίσει όταν αυτή ήταν ακόμη παιδί και αυτός υπηρετούσε για ένα διάστημα στην αυλή του πατέρα της. Η Τατιάνα ήθελε να εξορκίσει το κακό και να κάνει μια νέα αρχή στην ζωή της. Από την οικογένειά της είχαν επιζήσει μόνο η μητέρα της, η αδερφή της Βέρα, και τ΄ αδέρφια της Γαβριήλ και Γεώργιος.
Δυστυχώς στις 6 Φεβρουαρίου 1922 και ο δεύτερος σύζυγος της Τατιάνας απεβίωσε από την καρδιά του εξαιτίας επιπλοκών που προκλήθηκαν από την διφθερίτιδα από την οποία έπασχε.
Η θεία της Τατιάνας, βασίλισσα Όλγα των Ελλήνων, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του δευτέρου συζύγου της ανιψιάς της, έγραψε σε έναν συγγενή της : «Γνώριζε (η Τατιάνα) τον Αλέξανδρο Βασίλιεβιτς πάνω από είκοσι χρόνια. Ήταν ο καλύτερος φίλος του αδερφού μου Δημήτρη. Ήταν για μας ένα ισότιμο μέλος της οικογένειάς μας. Έχοντας χάσει τόσα κοντινά και αγαπημένα πρόσωπα, τον πατέρα της, τον θείο της, τα αδέρφια της, την πατρίδα της, δέθηκε με όλη της την καρδιά με τον Αλέξανδρο Βασίλιεβιτς, ο οποίος φρόντιζε τα παιδιά της σαν πραγματικός τους πατέρας. Παντρεύτηκαν και ζούσαν μια σπάνια ευτυχία που διήρκεσε δυστυχώς μόνο τρεις μήνες…..».
Μετά τον θάνατο του δευτέρου συζύγου της η Τατιάνα αφιερώθηκε στην ανατροφή των παιδιών της. Συναντούσε συχνά την αδερφή της Βέρα που ζούσε τότε στην Ευρώπη και άλλους συγγενείς της Ρομανώφ που είχα κατορθώσει να διαφύγουν από την Ρωσία. Η μητέρα της μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ πέθανε το 1927 στην Γερμανία.
Μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου πολέμου αποφάσισε να γίνει μοναχή. Τα παιδιά της είχαν παντρευτεί και η Τατιάνα δεν είχε άλλες υποχρεώσεις. Το 1946 χρίστηκε μοναχή στην Ελβετία με το όνομα Ταμάρα. Η Ιερή βασίλισσα της Γεωργίας έγινε η ουράνια προστάτιδά της. Το ίδιο έτος ανεχώρησε για την Ιερουσαλήμ και έγινε μοναχή στο ρωσικό μοναστήρι της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής. Ο ναός της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής είχε χτιστεί με χρηματοδότηση του τσάρου Αλέξανδρου Γ΄στην μνήμη της μητέρας του αυτοκράτειρας Μαρίας Αλεξάνδροβνα.
Όταν έφθασε η μοναχή Ταμάρα το 1946, προσκύνησε τον τάφο της μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ Φεοντόροβνα που είχε ταφεί εκεί σύμφωνα με τη επιθυμία που η ίδια είχε εκφράσει το 1888 όταν είχε παρευρεθεί στα εγκαίνια του ρωσικού ναού. Η Μονή αυτή έγινε για την μοναχή Ταμάρα ένα μέρος της χαμένης πατρίδας της. Παρέμεινε εκεί μέχρι το 1951.
Το 1951 μετέβη στην Μονή Αναλήψεως που είναι στην κορυφή του Όρους των Ελαιών. Όταν διορίστηκε ηγουμένη(3), εξαιτίας του πρώτου Αραβοϊσραηλινού πολέμου, οι καταστροφές ήταν εκτεταμένες. Με την επίβλεψή της η Μονή αναβίωσε όχι μόνο οικονομικώς αλλά και πνευματικώς.
Η πριγκίπισσα Τατιάνα είχε κρατήσει ορισμένα ποιήματα του πατέρα της με θρησκευτικό περιεχόμενο. Το Πάσχα ζητούσε από τις ρωσίδες μοναχές να της διαβάζουν μερικά απ’ αυτά. Είχε κληρονομήσει τα προβλήματα όρασης της οικογένειάς της και δεν μπορούσε η ίδια να διαβάσει. Η βασίλισσα Όλγα και ο αδερφός της μέγας δούκας Δημήτριος έβλεπαν ελάχιστα πριν το τέλος της ζωής τους.
Η ηγουμένη Ταμάρα αφοσιώθηκε εντελώς στον μοναχισμό και έκανε τα πάντα για την σωστή λειτουργία της Μονής. Όταν αναφερόταν στον πρώτο της σύζυγος έλεγε: «ο πατέρας των παιδιών μου».
Ήταν η ενσάρκωση της ευγένειας, της αγάπης και της ταπεινοφροσύνης. Όλοι την γνώριζαν προσωπικά και ήταν η πιο σεβαστή μοναχή.
Είχε άριστες σχέσεις με τους ορθόδοξους άραβες της περιοχής, οι οποίοι έστελναν τις κόρες τους για εκπαίδευση στο Μοναστήρι και έκαναν δωρεές για να ευχαριστήσουν τις μοναχές που τις δίδασκαν.
Η μητέρα Ταμάρα υποστήριξε την ρωσική θρησκευτική παράδοση και προσπάθησε να μεταδώσει στις μοναχές που καταγόντουσαν από την Ρωσία την ρωσική κουλτούρα. Η ίδια τους δίδασκε ρωσικά, ρωσική λογοτεχνία και ιστορία.
Δεν επιθυμούσε να έχει καμιά διαφορετική μεταχείριση από τις άλλες μοναχές και το γεύμα της ήταν πάντα λιτό. Ποτέ δεν έμαθε αραβικά και συνεννοείτο με τις άλλες μοναχές στα ρωσικά.
Μετά από περισσότερο από είκοσι χρόνια η ηγουμένη Ταμάρα άφησε την διεύθυνση της μονής. Ήταν πια 85 ετών και η κατάσταση της υγεία της είχε επιδεινωθεί πολύ.
Η πριγκίπισσα του αυτοκρατορικού οίκου των Ρομανώφ, η πριγκίπισσα Μπαγρατιόν, που είχε αφήσει πίσω της τους τίτλους και τις τιμητικές διακρίσεις, κρατώντας μόνο ένα απλό και αγαπημένο όνομα, Μητέρα Ταμάρα, πέθανε σε ηλικία 89 ετών στις 15/28 Αυγούστου 1979, ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Το παραμύθι της ζωής της πριγκίπισσας Τατιάνας, παρά τις ταλαιπωρίες που υπέστη σε όλη της την ζωή, έκλεισε ήσυχα και αθόρυβα. Όπως ακριβώς το επιθυμούσε η ίδια.
Στην τελευταία της κατοικία την συνόδευσαν τα δύο παιδιά της, η σύζυγος του γιου της, και η αδερφή της Βέρα που ήταν η μόνη από τ΄αδέρφια της που ζούσε ακόμη. Ο Γεώργιος είχε πεθάνει το 1938 στη Νέα Υόρκη και ο Γαβριήλ το 1955 στο Παρίσι.
Όταν η βασίλισσα Φρειδερίκη επισκέφτηκε τους Άγιους Τόπους τον Οκτώβριο του 1965 μαζί με την κόρη της πριγκίπισσα Ειρήνη, ζήτησε να συναντήσει την ανιψιά της βασίλισσας Όλγας. Η δημοσιογράφος Μαρία Καραβία συνάντησε την ηγουμένη Ταμάρα και έγραψε το κατωθι κείμενο:
«Nύχτα στο Όρος των Ελαιών και ολόκλειστη η βαρειά θύρα του γυναικείου ρωσικού μοναστηριού. Ο πάτερ – Κωνσταντίνος, γνώριμος των καλογραιών, χτυπάει ώρα πολλή το ρόπτρο. Κάποια βήματα ακούγονται μέσα στη σιγή. Ένα παραπόρτι ανοίγει και προβάλλει η κατάμαυρη σκιά της κλειδοκρατόρισσας. Αραβικά – κοινή γλώσσα συνεννοήσεως των θρησκευτικών κοινοτήτων- εξηγεί ο Έλληνας ιερέας πως ζητάει επειγόντως την ηγουμένη. Παρά τον κανονισμό, η βαριά πόρτα ανοίγει. Στην άκρη ενός μεγάλου κήπου, που μυρίζει φθινόπωρο, βρίσκεται το κελλί της γερόντισσας εξαδέλφης(sic) της βασίλισσας Όλγας. Το δωμάτιό της είναι κάτασπρο, ασβεστωμένο. Και όλα, ο καναπές, το τραπέζι, το προσευχητάριο, σκεπασμένα με κεντητά άσπρα λινά.
Στον κεντρικό τοίχο κρέμονται μερικές παλιές ρωσικές εικόνες και, πάνω από τον καναπέ, σειρά ολόκληρη οι φωτογραφίες των Ρομανώφ… Η Ταμάρα κάθεται στο κέντρο του δωματίου, ντυμένη ολόμαυρα. Κάτω από την καλύπτρα της, με την βελούδινη μπορντούρα, ξεχωρίζει το φιλντισένιο ακόμη δέρμα του προσώπου.
Αυτό και τα μακρυά χέρια της, τα ήρεμα αναπαυμένα στο τραχύ ύφασμα του ράσου, αποτελούν την συγκινητική υπόμνηση περασμένης ομορφιάς και ευγένειας. Ακούει με χαρά πως θέλει να την συναντήσει η βασίλισσα Φρειδερίκη. «Αυτόν τον χρόνο συνάντησα και μια άλλη συγγενή μου, την πριγκίπισσα Θεοδώρα, αδερφή του δουκός του Εδιμβούργου. Έκανα ένα μακρύ ταξίδι στην Γαλλία, στην Ελβετία και στην Ιταλία. Αλλά ο κόσμος έχει τόση κίνηση! Τόσα αυτοκίνητα, ώστε νομίζεις πως θα πέσουν το ένα πάνω στ΄ άλλο. Έχω εδώ δεκαεννιά χρόνια. Δεκατέσσερα χρόνια καλόγρια και πέντε ηγουμένη της μονής της Αγίας Τριάδος. Εδώ επάνω έχω βρη την γαλήνη… Είμαι ευτυχής… »
(1) To 1888 το αυτοκρατορικό τραίνο κοντά στο σταθμό του Μπόρκι εκτροχιάστηκε παρασύροντας στον θάνατο 21 επιβάτες. Ποτέ δεν διευκρινίστηκε αν ήταν ατύχημα η δολοφονική απόπειρα εναντίον της τσαρικής οικογένειας. Άλλοι ιστορικοί πιστεύουν πως οφειλόταν στην μεγάλη ταχύτητα που είχε αναπτυξει το τραίνο και άλλοι πιστεύουν πως ήταν έργο των αναρχικών. Υιοθέτησα την άποψη του μεγάλου δούκα Αλέξανδρου Μιχαήλοβιτς που το αναφέρει στο βιβλίο του «Quand j’ étais Grand Duc», (Οnce a Grand Duke), ως αναρχική απόπειρα, σελ. 139
(2) Πατώντας πάνω στις λέξεις «Βασιλεύς των Ιουδαίων» ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει το κείμενο του βιβλίου του μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου στην αγγλική του μετάφραση.
(3) Σύμφωνα με το κείμενο της δημοσιογράφου Μαρίας Καραβία στο περιδικό ΕΙΚΟΝΕΣ , αριθμός τεύχους 524, με ημερομηνία 5 Νοεμβρίου 1965, αναφέρει η ίδια η πριγκίπισσα Τατιάνα, μητέρα Ταμάρα, πως διετέλεσε μοναχή από το 1946 μέχρι το 1960 και Ηγουμένη από το 1960.Όμως όλα τα βιογραφικά κείμενα της πριγκίπισσας Τατιάνας μας πληροφορούν πως μετά την μετακίνησή της στη Μονή Αναλήψεως στο Όρος των Ελαιών το 1951, διορίστηκε αμέσως Ηγουμένη. Κράτησα αυτήν την πληροφορία στο κείμενό μου.
Βιβλιογραφία:1) Η σφαγή των Ρομανώφ, Εκδόσεις Mondadori- Φυτράκης, Αθήνα 1973
2) Grand Duc Alexandre de Russie, Quand j’ étais Grand Duc, Librairie Hachette, Paris 1933
3) The other Grand Dukes, Grand Duke Konstantin Konstantinovitch by Greg King, Penny Wilson and Artuto Béeche, σελ. 80, Eurohistory, 2012
4) The Grads Dukes, David Chavchavadze, Atlantic Inetnational Publications, 1990 , σελ. 145
5) Memories in the Marble Palace by Grand Duke Gabril Constantinovitch, Gilbert’s Royal Book, 2009
6) The European Royal History Journal, τεύχη IV, XX, και CVII
7) Το χρονικό του Τατοΐου, τόμος πρώτος, Κώστα Σταματόπουλου, Εκδόσεις Καπόν, Aθήνα 2004
8) Τα πενήντα χρόνια της ζωής μου, πρίγκιπος Νικολάου, Αθήνα 1926
9) Iουλία Καρόλου, Όλγα. Η Βασίλισσα των Ελλήνων, Εκδόσεις Στέμμα, Μάρτιος 2017
Ιστότοποι:
1)czipm.org
2) Orthodox Christianity
3) liveinternet.ru
4) alexanderpalace.com
5) Wikipedia, Grand Duke Konstantin Konstantinovich of Russia
Πηγή φωτογραφιών: Pinterest ,Wikipedia
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου