ΙΩΣΗΦ ΜΟΜΦΕΡΡΑΤΟΣ (1816-1888).
Ο «ΑΛΗΘΗΣ» ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
«Αν και δεν είναι τα άτομα που κάνουν την ιστορία, η ιστορία γίνεται μέσω των ατόμων», έχει πει ένας επαναστάτης διανοούμενος. Η αντίληψη αυτή παρέχει χώρο στο ρόλο των ατομικών «υποκειμένων», της προσωπικής δράσης. Και ο Ιωσήφ Μομφερράτος υπήρξε ένα τέτοιο ατομικό «υποκείμενο» που, διαμορφωνόμενο μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής του, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση αυτού του γίγνεσθαι.
Γράφει ο Πέτρος Πετράτος(*)
Χωρίς τον Μομφερράτο θα είχε ίσως άλλη ιδεολογική στόχευση το επτανησιακό ριζοσπαστικό κίνημα. Χάρη και στον Μομφερράτο και ιδιαίτερα σε αυτόν συγκροτήθηκε ο ριζοσπαστισμός στα Ιόνια νησιά με τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά. Ο επτανησιακός ριζοσπαστισμός ως κίνημα εθνικό-απελευθερωτικό και συνάμα αστικό-δημοκρατικό, δε ζητούσε απλά και μόνο την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα σύμφωνα με την αρχή των εθνοτήτων για τη συγκρότηση ελληνικού εθνικού κράτους. Την ένωση αυτή την ήθελε σε συνδυασμό με δημοκρατικές-κοινωνικές αλλαγές στο ελληνικό κράτος, που, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των γαλλικών επαναστάσεων του 1789 και του 1848, θα εξασφάλιζαν τα ουσιώδη δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών.
Όταν ο Ιωσήφ Μομφερράτος γεννιόταν στο Κάστρο της Κεφαλονιάς το 1816 – 200 δηλαδή χρόνια πριν από σήμερα – η γενέτειρά του εγκαινίαζε μια νέα περίοδο της ιστορίας της μαζί με τα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου. Τον προηγούμενο χρόνο (1815) στο Παρίσι οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής είχαν βαφτίζει τα Επτάνησα «ελεύθερο και ανεξάρτητο» κράτος και ταυτόχρονα είχαν συμφωνήσει να το θέσουν κάτω από την αποκλειστική προστασία της Αγγλίας. Η τελευταία, όμως, για τα δικά της αποκλειστικά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα επέβαλε στα Επτάνησα προστασιανό καθεστώς ανελεύθερο και δεσποτικό, μετατρέποντάς τα σε μισο-αποικία της.
Ο νεαρός Μομφερράτος κατά τη διάρκεια των νομικών σπουδών του στο Παρίσι και την Πίζα ήρθε σε επαφή με τους δημοκρατικούς κύκλους των ευρωπαϊκών εκείνων πόλεων και επηρεάστηκε βαθύτατα ιδεολογικά από τις φιλελεύθερες ιδέες. Στις αποσκευές του, επιστρέφοντας στο γενέθλιο νησί, κουβαλούσε τα αιτήματα και τις κατακτήσεις της αστικής τάξης της Ευρώπης (πολιτική ισότητα, καθολική ψηφοφορία, καθιέρωση συντάγματος), που δημιουργούσαν ένα νομικό πλαίσιο ανάπτυξης νέων κοινωνικών αλλαγών. Γιατί στο μεταξύ διακινούνταν οι σοσιαλιστικές ιδέες του Σαιν-Σιμόν, του Προυντόν, του Μαρξ και του Ένγκελς, που προμήνυαν εκρηκτικές ιδεολογικές ζυμώσεις και επαναστατικές καταστάσεις.
Επιστρέφοντας μετά το 1843 στην Κεφαλονιά, αναμίχθηκε ενεργά στις πολιτικές ζυμώσεις της εποχής: τότε διαμορφώνονταν στο νησί οι πολιτικές τάσεις απέναντι στη Βρετανική Προστασία. Ο ίδιος με άλλους ομοϊδεάτες του δραστηριοποιήθηκε αποφασιστικά για την ίδρυση και σωστή λειτουργία του «Δημοτικού Καταστήματος», της περίφημης εκείνης πολιτικής λέσχης, που σύντομα κατέστη το πολιτικό κέντρο του ριζοσπαστισμού στην Κεφαλονιά. Χρήσιμο είναι να ειπωθεί στο σημείο αυτό ότι η λέσχη δεχόταν ως μέλη της και ξένους πολιτικούς πρόσφυγες, που έφταναν διωγμένοι από τις χώρες τους στο νησί μας. Πάντως, ο Μομφερράτος έδινε μεγάλη σημασία στη σωστή λειτουργία του «Δημοτικού Καταστήματος», γιατί γνώριζε ότι αυτό αποτελούσε «κοινωνικό φροντιστήριο» και σχολείο της αγωνιστικότητας και της συλλογικής δράσης. Από τον τόπο της εξορίας του προέτρεπε τους συναγωνιστές του στο Αργοστόλι «ποτέ μην [το] αφήσετε, ακόμη και αν δύο μόνον μέλη ευρίσκωνται αυτού, να διαλυθή ή να διακοπή».
Με τις εφημερίδες του, την Αναγέννηση και αργότερα τον Αληθή Ριζοσπάστη, τάχθηκε με τρόπο σαφή και κατηγορηματικό κατά της ξενοκρατίας και υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας. Χαρακτήριζε παράνομη την Προστασία και μάλιστα μετά και από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Γι’ αυτό και απαιτούσε την άμεση παύση της και την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα.
Ο αγώνας, όμως, για εθνική αποκατάσταση έπρεπε να συνδέεται με την εγκαθίδρυση ελεύθερου και ισόνομου πολιτεύματος, με τη λειτουργία δηλαδή δημοκρατικού πολιτεύματος. Τάχθηκε υπέρ του δόγματος «τῆς Ἰσότητος, Ἐλευθερίας, καὶ Ἀδελφότητος, το οποίον μεταφερθέν από τον χριστιανισμόν εις τον πολιτικόν κόσμον, διά των ενδόξων του Γαλλικού λαού επαναστάσεων, συνιστᾷ τὴν βάσιν τοῦ νεωτέρου διοργανισμοῦ τῶν κοινωνιῶν», και υπέρ του δόγματος «τῆς κυριαρχίας τοῦ λαοῦ», το οποίο είναι «τὸ ὑπέρτατον, ἀπαράγραπτον καὶ ἀναπαλλοτρίωτον δικαίωμα τῆς κοινωνίας» και «τὸ μόνον ἀληθὲς μέσον τῆς καθιερώσεως πάσης κοινωνικῆς προόδου».
Πρώτο δηλαδή θεμέλιο κάθε Πολιτείας είναι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, που σημαίνει ότι όλοι οι θεσμοί πηγάζουν από το λαό και να λειτουργούν υπέρ αυτού. Δίπλα στη λαϊκή κυριαρχία στέκονται οι αρχές της ισότητας, της ελευθερίας και της αδελφότητας και όλες μαζί μπορούν να συνεργήσουν για την κοινωνική πρόοδο. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να υπάρξει εθνική ανεξαρτησία και ελευθερία χωρίς κοινωνική ελευθερία και λαϊκή κυριαρχία.
Ενιαίο και ανεξάρτητο ελληνικό κράτος με πολίτευμα δημοκρατικό διακήρυττε ο Μομφερράτος, που θα συμπεριλαμβάνει ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό. Και το ελληνικό αυτό κράτος το ήθελε ως βάση, ως αφετηρία για τη «δημοκρατικήν της Ανατολής ανάπλασιν». Μια δυνατή δηλαδή δημοκρατική Ελλάδα θα καθόριζε τα εκπολιτιστικά και κοινωνικά δρώμενα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής. Παράλληλα, σε σχέση με τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα, οραματιζόταν, «ἕν εἶδος εὐρωπαϊκῆς συμπολιτείας» «επί τη βάσει της ελευθέρας εθνικότητος, της κυριαρχίας των λαών και της μεταξύ αυτών αλληλεγγύης», που θα συνέβαλε στην πανευρωπαϊκή πολιτική και πολιτισμική αναγέννηση και ολοκλήρωση της Ευρώπης. Και σε αυτήν την Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία οι μεταξύ των εθνών διαφορές «θέλουσι διευθετείσθαι, όχι πλέον εγωιστικώς, δυσμενώς και εχθροπαθώς, αλλ’ αδελφικώς, εν πλήρει ισότητι, αμοιβαιότητι και δικαιοσύνη».
Έτσι, ο Κεφαλονίτης αυτός ριζοσπάστης από τα μέσα του 19ου αιώνα καθίστατο, όπως χαρακτηριστικά έχει αποτιμήσει σύγχρονος ιστορικός, «ο πρώτος Έλληνας […] με ολοκληρωμένη την ευρωπαϊκή συνείδηση, προδρομικός κήρυκας της πανευρωπαϊκής ιδέας και κοινότητας», οραματιστής μιας Ευρώπης των Λαών με ισότητα, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη – μιας Ευρώπης δηλαδή που δε φαίνεται να έχει σχέση με τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η κοινοβουλευτική του παρουσία υπήρξε αξιόλογη. Οι ομιλίες και οι παρεμβάσεις του στην Ιόνια Βουλή χαρακτηρίζονται από καθαρότητα και συνέπεια. Στην Θ΄ Βουλή μαζί με το συναθλητή του Η. Ζερβό Ιακωβάτο ανέλαβαν εκμέρους της ριζοσπαστικής κοινοβουλευτικής ομάδας να συντάξουν το ιστορικό ψήφισμα της Ένωσης το Νοέμβριο του 1850, η ανάγνωση του οποίου ήταν η αφορμή για τη διάλυση εκείνης της Βουλής από τον Άγγλο αρμοστή. Το ψήφισμα εκείνο έκανε λόγο για το απαράγραπτο δικαίωμα του επτανησιακού λαού, όπως και κάθε λαού, στην ανεξαρτησία, την εθνικότητα και τη λαϊκή κυριαρχία. Το ψήφισμα εκείνο δεν αναφερόταν απλά στην Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, αλλά στην Ένωση όλων των Ελλήνων, στη συγκρότηση ενιαίου ελληνικού εθνικού κράτους.
Το τίμημα, όμως, των πολιτικών του αγώνων δεν ήταν μικρό, καθώς από νωρίς μπήκε στο στόχαστρο της Προστασίας. Δυο φορές οδηγήθηκε στην εξορία: την πρώτη φορά στους Οθωνούς για δέκα περίπου μήνες και τη δεύτερη στην Ερείκουσα, στη βόρεια άκρη του επτανησιακού συμπλέγματος, για περισσότερα από πέντε συνεχή χρόνια. Εκεί μάλιστα, παρά τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, αρνήθηκε κατηγορηματικά δελεαστικές προτάσεις του καθεστώτος για απελευθέρωση, όπως εξάλλου και ο άλλος ριζοσπάστης αγωνιστής Η. Ζερβός Ιακωβάτος, που τότε βρισκόταν εξόριστος στα Αντικύθηρα, στη νότια άκρη του επτανησιακού συμπλέγματος.
Είναι αλήθεια ότι κάθε κίνημα και κάθε ιδεολογία δεν είναι φαινόμενα στατικά και αμετάβλητα. Αντίθετα, εμπεριέχουν μια δυναμική και γι’ αυτό ακριβώς ανανεώνονται και εμπλουτίζονται ή αλλοιώνονται και απονεκρώνονται, ανάλογα με τις απαιτήσεις των καιρών και το συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της εποχής, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία των ηγετών τους και το δυναμισμό ή το συμβιβασμό της λαϊκής βάσης. Έτσι και στο ριζοσπαστικό κίνημα, εξαιτίας υποκειμενικών και αντικειμενικών λόγων, που δεν είναι της στιγμής να τους αναλύσουμε, από τα μέσα της δεκαετίας του 1850 μέσα στις γραμμές του άρχισε να παγιώνεται μια καθαρά ενωτιστική τάση, που απέρριπτε το δημοκρατικό-κοινωνικό περιεχόμενο του ριζοσπαστισμού.
Οι ενωτιστές αυτοί, που επικράτησαν τελικά μέσα στο κίνημα, επέμεναν μόνο στην εθνική διάσταση του ζητήματος, ζητώντας «Ένωσιν, ένωσιν, και μηδέν άλλο». Αλλά κάτι τέτοιο ερχόταν σε αντίθεση με όσα μέχρι τότε υποστήριζαν οι εκπρόσωποι του ριζοσπαστισμού και φυσικά δεν ήταν δυνατόν να το δεχτεί ένας γνήσιος και ακραιφνής ριζοσπάστης, όπως ο Ιωσήφ Μομφερράτος, ο οποίος και πρωτοστάτησε στην οξύτατη ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ των γνήσιων ριζοσπαστών και των «νεοφώτιστων» ριζοσπαστών ή ενωτιστών. Ο ίδιος δε σταμάτησε και εκείνη την περίοδο να διακηρύττει ότι «ο αγνός και αληθής ριζοσπαστισμός δεν έχει ως μόνον δόγμα την εθνικήν αποκατάστασιν, αλλά και την επί το βέλτιον της κοινωνίας ανάπλασιν».
Το πολιτικό, όμως, παιχνίδι είχε χαθεί για τον αγνό και αληθή ριζοσπαστισμό. Την ίδια περίπου περίοδο, η αγγλική εξωτερική πολιτική διαπίστωνε το ασύμφορο για τα βρετανικά συμφέροντα της συνέχισης της κατοχής των Επτανήσων – ασύμφορο βέβαια στο οποίο συνέβαλαν και οι μέχρι τότε αγώνες των ριζοσπαστών. Ο Μομφερράτος, σφοδρός αντίπαλος της ξενοκρατίας, αλλά και ευφυής και διορατικός πολιτικός, έγκαιρα διείδε τη στροφή της αγγλικής διπλωματίας στο επτανησιακό ζήτημα. Η Αγγλία ζητούσε να παραχωρήσει τα Ιόνια νησιά, για να κερδίσει την Ελλάδα – γεγονός που αναντίρρητα συνέβη. Χαρακτηριστική, άλλωστε, ήταν η εκτίμηση του τότε Άγγλου υπουργού των Εξωτερικών, όταν έγραφε ότι «η παραχώρηση των νησιών θα προσδέσει τους Έλληνες στο νέο μονάρχη τους [το Γεώργιο] και εκείνον σε μας».
Και σε αυτήν τη δύσκολη καμπή του ενωτικού αγώνα ο Μομφερράτος μαζί με τον Ζερβό Ιακωβάτο δε θα μπουν στον πειρασμό του «εφικτού» και στη λογική του «ρεαλισμού». Θα απορρίψουν την προτεινόμενη από την Αγγλία ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα και θα προτείνουν την αναστολή του εθνικού ζητήματος και την ψήφιση βελτιώσεων για την ανακούφιση του λαού. Παρ’ όλο που το σύνολο των βουλευτών είχε αποδεχτεί την ενωτική διαδικασία, όπως την καθόρισε η αγγλική διπλωματία, ούτε ο Ζερβός Ιακωβάτος ούτε ο Μομφερράτος δέχτηκαν να θέσουν υποψηφιότητα για την τελευταία, τη ΙΓ΄ Βουλή, η οποία θα ψήφιζε την Ένωση – μια Ένωση όμως ως ελεημοσύνη και όχι ως δικαίωμα, μια Ένωση που προϋπέθετε διαπραγμάτευση με αυθαίρετους όρους παραχώρησης.
Να γιατί λείπουν από το τελικό ψήφισμα της Ένωσης οι υπογραφές των δύο πρωτεργατών του ενωτικού ριζοσπαστικού αγώνα. Γιατί πίστευαν αυτοί οι αληθείς ριζοσπάστες ότι ένας πατριωτικός στόχος χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο εύκολα μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης των στρατηγικών επιλογών του διεθνούς παράγοντα και, αντίστροφα, ότι καμιά ουσιαστική δημοκρατική-κοινωνική μεταρρύθμιση και αλλαγή δεν μπορεί να έχει θετικό αποτέλεσμα, αν κινείται έξω από το πλαίσιο μιας ανεξάρτητης και δημοκρατικής πατρίδας.
Παραταύτα, ο Μομφερράτος δε σταμάτησε τον αγώνα του στις νέες τώρα συνθήκες. Συνέχιζε μέσα στο ελληνικό Κοινοβούλιο να υπερασπίζεται τις δημοκρατικές αρχές και ιδέες, να αντιμάχεται τον κομματισμό και την πολιτική φαυλότητα. Ως πληρεξούσιος της Κεφαλονιάς στη Β΄ Ελληνική Εθνοσυνέλευση κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος υποστήριξε το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας. Ανυποχώρητος πολέμιος της μοναρχίας, τη χαρακτήριζε «ἀλλόκοτον δόγμα» και υποστήριζε ότι «τὸ σύστημα τῆς ἰσοβιότητος, τῆς διαδοχῆς καὶ τοῦ ἀνευθύνου εἶναι πρὸς τὴν κυριαρχίαν τοῦ λαοῦ ὅλως ἀσυμβίβαστα καὶ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα». Γι’ αυτό ακριβώς αρνήθηκε – μόνος αυτός μεταξύ των υπόλοιπων πληρεξουσίων – να προσυπογράψει το τελικό κείμενο του Συντάγματος του 1864, καταψηφίζοντάς το στο σύνολό του, παρ’ όλο που ομολογουμένως περιείχε αρκετές προοδευτικές διατάξεις.
Ο Ιωσήφ Μομφερράτος υπήρξε η αγνότερη και δημοκρατικότερη φυσιογνωμία μεταξύ των Επτανήσιων αγωνιστών κατά της Αγγλοκρατίας. «Απόλυτο δημοκράτη» τον χαρακτήρισε ο συναγωνιστής του Η. Ζερβός Ιακωβάτος, ενώ σύμφωνα με άλλο σύγχρονό του «εἶναι ἴσως ὁ μόνος ἐν Ἑλλάδι, ὅστις δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἡ ἐνσάρκωσις τῆς δημοκρατικῆς ἰδέας». Με βαθύτατη πίστη προς τις αρχές και τις αξίες της εθνικής ανεξαρτησίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της λαϊκής κυριαρχίας και της διεθνούς αλληλεγγύης έμεινε συνεπής σε όλες τις φάσεις της αγωνιστικής του πορείας, ενώ δεν έπαψε να στηλιτεύει τον καιροσκοπισμό και τον κομματισμό, παραμένοντας ο ίδιος «ζηλωτὸν παράδειγμα πολιτικῆς τιμιότητος».
Ταυτόχρονα, υπερβαίνοντας τα στενά εθνικά όρια, οραματίστηκε τη συνεργασία των γειτονικών κρατών και λαών των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής και διακήρυξε την ανάγκη συγκρότησης Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας. Και όλα αυτά με προοπτική τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινωνίας ισότητας, δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και ειρήνης – μιας «παγκόσμιας αδελφοποίησης», κατά την εύστοχη ορολογία του.
Ο Μομφερράτος ως θεωρία και πράξη συνιστά πρότυπο ενεργού πολίτη, παράδειγμα δημοσιογραφικού θάρρους και υπόδειγμα πολιτικού άνδρα. Ας μην τον ξεχνάμε.
Και δε θα τον ξεχνάμε, όπως και συνολικά τον αγώνα του ριζοσπαστικού κινήματος, όσο εμείς θα συνειδητοποιούμε τη σημερινή δυσχερέστατη κατάσταση της χώρας μας, την πολυπλοκότητα των προβλημάτων στη γειτονιά μας, την απαράδεκτη πολιτική και τακτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους πολέμους και τη φτώχεια στον πλανήτη μας και όσο ταυτόχρονα εμείς ως ατομικά και συλλογικά υποκείμενα θα αποφασίζουμε και θα δρούμε ως ενεργοί πολίτες, που με το συνεχή και συνεπή αγώνα μας θα θελήσουμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας, τη χώρα μας και τον κόσμο ολόκληρο. Οι καιροί απαιτούν «ριζική μεταβολή πραγμάτων και συστήματος», για να τελειώσω εδώ με μια φράση του δικού μας, πάντα αληθούς ριζοσπάστη, Ιωσήφ Μομφερράτου.
(*) ομιλία που έγινε στο Δημοτικό Θέατρο, στις 21 Μαΐου 2016, με την ευκαιρία της επίσκεψης του Προέδρου της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλου στην Κεφαλονιά.
Πηγη: http://petrospetratos.blogspot.gr/