Νίκος Χαρ. Βανδώρος: Ένας υπέροχος τεχνίτης, ο ωρολογοποιός του Ληξουρίου
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Ο Νίκος Βανδώρος για τους Ληξουριώτες ήταν μια φυσιογνωμία ικανού τεχνίτη πάνω σε ένα μεγάλο πλήθος τεχνικών θεμάτων, ιδίως για τα ρολόγια, Το πέρασμά του δε από αυτήν την πόλη, έγραψε μια σελίδα στην ιστορία των παραδοσιακών επαγγελμάτων. Γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου του 1916 στα Αντυπάτα της Ερύσσου και ήταν ένα από τα τρία παιδιά του Χαράλαμπου Βανδώρου και της Μαρίας Ιωάννη Τουλιάτου.
Το 1922-3 γράφτηκε στο Δημοτικό Σχολείο του Φισκάρδου και αργότερα τελείωσε το Σχολαρχείο στα Μεσοβούνια. Η οικογένειά του δυστυχώς δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να τον βοηθήσει να σπουδάσει και έτσι ο Νίκος εγκατάλειψε τις όποιες επιθυμίες του για παραπέρα σπουδές. Βέβαια εξεδήλωσε το ενδιαφέρον να γίνει ιερέας και δάσκαλος και να σπουδάσει γι’ αυτό τον σκοπό, στο Διδασκαλείο της Κέρκυρας.
Δυστυχώς, το Διδασκαλείο, εκείνη τη χρονιά έκλεισε, λόγω, που έφυγε ο ιδρυτής της, ο τότε μητροπολίτης του νησιού, Αθηναγόρας και έγινε αρχιεπίσκοπος Αμερική. Γύρω στα 1930 κατόπιν προτροπή του πατέρα του μαθήτευσε στο τσαγκάρικο του αδελφού του για τρία χρόνια, πράγμα που αυτός δεν ήθελε. Το 1933 αποφασίζει να μάθει το επάγγελμα του ξυλουργού, καθώς και άλλες τεχνικές δουλειές, που η ψυχή του επιθυμούσε.
Ωστόσο, είχε έλθει σε επαφή με την τέχνη του ωρολογοποιού, ερασιτεχνικά λόγω που ένας θείος του είχε αρκετά ρολόγια τσέπης και συχνά ήθελαν επισκευή. Ο Νίκος Βανδώρος ήταν από μικρός ανήσυχος και αποτύπωνε με τη ματιά του την κάθε τεχνική λεπτομέρεια Μελετούσε και ερευνούσε το καθετί που ήθελε μια τεχνική διεργασία. Ρολόγια, όπλα, γραφομηχανές και τόσα άλλα, τα μαστόρευε από μικρός για να ανακαλύψει τη συναρμολόγησή τους και τη λειτουργία τους. Τολμούσε από μικρός να επισκευάζει ρολόγια και να κάνει δικές του κατασκευές. Ιδίως, να μελετά το λύσιμο, το δέσιμο, την επισκευή, τον καθαρισμό των όπλων και από μόνος του είχε αποκτήσει σπουδαίες γνώσεις σε αυτό το αντικείμενο. Παρόλο που επιθυμούσε να σπουδάσει οπλουργός, δυσκολεύεται από κάποιες άτυχες καταστάσεις.
Το Σεπτέμβριο του 1937 θα ενταχθεί στο στρατό για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Θα δηλώσει πως είναι οπλουργός μια και κατέχει αρκετά καλά αυτό το αντικείμενο και τον τοποθέτησαν στα συνεργεία του στρατού για να συντηρεί τον οπλισμό. Θα του δοθεί η ευκαιρία να μαθητεύει και να τελειοποιήσει την τέχνη του ωρολογοποιού δίπλα στον Πατρινό Παναγιώτη Γαρταγάνη, ο οποίος δούλευε και αυτός στο συνεργείο του στρατού. Επειδή είχε καλή αντίληψη, την τέχνη αυτή, του ωρολογοποιού, την έμαθε γρήγορα.
Δεν προφτάνει όμως να απολυθεί και να ασχοληθεί με τις ξυλουργικές και τεχνικές εργασίες που κηρύχθηκε ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Στην αρχή του πολέμου, ο ταγματάρχης του τον έστειλε στα Χαυδάτα ως οπλουργό, λόγω που εκεί υπήρχε ένας λόχος. Μετά από λίγο καιρό, επίσημα η πατρίδα τον κάλεσε, όπως όλους του Έλληνες και βρέθηκε στις πρώτες γραμμές στα βουνά της Αλβανίας. Είναι συγκινητικές οι αναφορές που έκανε ο ίδιος ο Νίκος ο Βανδώρος, για το πώς από την Κεφαλονιά με άλογα και μουλάρια μέσα σε ένα καράβι πήγαν στον Αστακό για να βρεθούν έπειτα στην Αλβανία.
Η κουραστική διαδρομή, τα ξενύχτια και τα ατελείωτα περπατήματα μέχρι να φθάσουνε στα χωριά της Αλβανίας και ιδίως στο Αργυρόκαστρο, ακόμη η οριστική τοποθέτησή του μαζί με άλλους Κεφαλονίτες στο Ανεξάρτητο Τάγμα Πολυβόλων της 8ης Μεραρχίας, είναι γεγονότα που αναφέρονται στο ημερολόγιό του. Επίσης αναφέρεται με λεπτομέρειες για μετακινήσεις και μάχες, για τα χιόνια, για εφόδους και παλέματα μέσα στα χαρακώματα.
Όταν κατεβήκανε οι Γερμανοί και ο Ελληνικός στρατός διαλύθηκε, οι περισσότεροι στρατιώτες εντάχθηκαν στο αντάρτικο, το οποίο έπληξε τους καταχτητές. Ο Νίκος Βανδώρος εντάχθηκε στο ΕΑΜ. με ήθος και αγωνιστικότητα. Έγινε αρχηγός του ΕΑΜ στην Έρυσσο και χωρίς απρέπειες και άνομες πράξεις, βοήθησε την τότε κατάσταση με αντίσταση, με επικοινωνία για βοήθεια, για ισότητα και δικαιοσύνη. Στάθηκε ένας σπουδαίος αγωνιστής, με ακέραιο χαρακτήρα. χωρίς να ενοχλήσει τον αντίθετον ιδεολογικά. Η υπομονή του Νίκου Βανδώρου ήταν ένα προτέρημα, που ακόμη και αυτούς τους αντίθετους πολιτικά τους έκανε βοηθούς του για την καλή υπηρεσία στην πατρίδα και το κοινωνικό σύνολο.
Κλείνοντας το αγωνιστικό κεφάλαιο του Νίκου Βανδώρου για κείνη την σκληρή περίοδο, που τα πάθη ήταν έκδηλα και οι κακές στιγμές πολλές, αυτός παρέμεινε σταθερός στο πιστεύω του για δικαιοσύνη και λευτεριά, ακέραιος χωρίς ποτέ να ενοχλήσει για οποιοδήποτε λόγω. Ο αγώνας του να μεταφέρει τρόφιμα και αναγκαία από την Αιτωλοακαρνανία στο νησί μας, για να βοηθήσει τα χρόνια της κατοχικής πίνας, στάθηκε σπουδαίος.
Έφυγαν οι καταχτητές, και, αδελφός τον αδελφό σκότωνε. Το νησί μας πλήρωσε με αίμα τον εμφύλιο. Πέρα από αυτό, σπουδαίοι αγωνιστές, επειδή ενοχλούσε το ιδιόμελο μπήκαν στην φυλακή. Ο Νίκος Βανδώρος έκανε τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια στις φυλακές του Αργοστολίου και ταλαιπωρήθηκε αρκετά. Από τη θέση του κράχτη των φυλακών που τον είχαν ορίσει, συμμεριζόταν τους συντρόφους του και συναγωνιστές του.
Το 1950, έχοντας καλές τεχνικές γνώσεις, υπομονή και μεράκι, αλλά και γνωρίζοντας καλά την τέχνη του ωρολογοποιού, ήλθε στα Χαυδάτα και έπειτα στο Ληξούρι, που τότε ήταν σε «αποχώρηση» ο παλιός ωρολογοποιός Χαρίλαος Χρυσομάλλης. Έκανε το δικό του ωρολογοποιείο, που το κράτησε έως το 1990.
Ο Νίκος Βανδώρος είχε παντρευτεί τη Βρησίδα Γέμου από τα Μαντζαβινάτα και απέκτησαν δυο παιδιά τον Αντώνη και τον Χρήστο.
Αρχικά άνοιξε το ωρολογοποιείο του κοντά στα Μαρκάτο, το παλιό Διοικητήριο της πόλης. Έπειτα μετά το σεισμό και την ανοικοδόμηση ξαναέστησε το ωρολογοποιείο του σε ένα δρόμο κοντά στην πλατεία του Ληξουρίου. Εκεί επισκεύαζε ρολόγια, κούρδιζε το μεγάλο ρολόι της πλατείας. Ήταν τέτοια η τεχνική του αντίληψη και ικανότητα, που σε κάθε επισκευή, σε μικρά και μεγάλα τεχνικά θέματα, ο Νίκος τα κατάφερνε άνετα.
Επίσης, ήταν πολυτεχνίτης για όπλα, μηχανές, οικιακές μικροκατασκευές, επισκευές γεωργικών μηχανημάτων, επισκευές ομπρελών και γνώστης σε τόσα άλλα τεχνικά θέματα.
Σκυφτός πάνω σε ένα πάγκο με το προσοφθάλμιο στο μάτι κοιτούσε το εσωτερικό των ρολογιών και τα διόρθωνε εάν είχαν χαλάσει. Μικρά και λεπτά κατσαβιδάκια, λαδωτήρια με πολύ μικρά στόμια, τσιμπίδια, μικρές και μεγάλες βίδες, κουτιά παλιά πορσελάνινα με μικροϋλικό για τα ρολόγια, γρανάζια ρολογιών μικρά και μεγάλα ρουμπίνια, βιδούλες που με δυσκολία τις έπιανε το χέρι και τις διέκρινε το μάτι κατάλληλες για τα ρολόγια, παλιά ρολόγια του τοίχου, επιτραπέζια, του χεριού μα και της τσέπης και ένα μεγάλο πλήθος από τέτοια πράγματα, συνέθεταν το εργαστήριο του Νίκου Βανδώρου. Το βασικό όμως εργαλείο του ωρολογοποιού ήταν τα προσοφθάλμια που μεγέθυναν στο μάτι το εσωτερικό των ρολογιών για να μπορεί να το διορθώσει εάν υπήρχε πρόβλημα.
Ο Νίκος Βανδώρος δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος ωρολογοποιός, ήταν ένας τεχνικός επισκευαστής που τα χέρια του οδηγημένα με άριστη αντίληψη διόρθωνε και επισκεύαζε κάθε πρόβλημα που ήθελε τεχνική λύση. Γραφομηχανές, ομπρέλες, ηλεκτρικές συσκευές, αντικείμενα ελάτινα, γεωργικά εργαλεία και όχι μόνο, τεχνικές επιδιορθώσεις ακόμη και σε αυτοκίνητα, ο τεχνίτης αυτός πραγματοποιούσε με επιτυχία.
Οι Ληξουριώτες συχνά για τέτοιες επισκευές τρέχανε στον Νίκο Βανδώρο για να τους βρει τη λύση. Αγάπησε το Ληξούρι ο Νίκος και αγαπήθηκε από τους Ληξουριώτες. Εκείνος όμως δεν ξέχασε ποτέ και την Έρυσσο, τον τόπο καταγωγής του, εκεί που είχε περάσει τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Είχε ακούσει από τους δικούς του και τους Ρυσσιάνους για τον Γεώργιο Μολφέτα και είχε αποκτήσει μέσα του μια αγάπη και ποιητική συμπάθεια για τον υπέροχο σατιρικό. Του άρεσε πολύ ο στίχος του Μολφέτα, που σχολίαζε γεγονότα και συμβάντα της εποχής του. Ο Βανδώρος τον μελετούσε συχνά και μάλιστα αντέγραφε σε τετράδια έργα του ποιητή για να παρακινήσει τους Ρυσσιάνους να κάνουν μια επανέκδοση των έργων του Μολφέτα.
Ο Νίκος Βανδώρος ήταν μια παραδοσιακή πινελιά στην ιστορία του Ληξουρίου.
Σήμερα, χάθηκε ή καλύτερα ελαττώθηκε αυτό το επάγγελμα του παραδοσιακού ωρολογοποιού, λόγω που οι περισσότεροι άνθρωποι αγοράζουμε ηλεκτρονικά πλαστικά ρολόγια μιας χρήσης.
Χάθηκε η εικόνα, τού να βλέπεις τον τεχνίτη ωρολογοποιός με το μεγάλο κουρδιστήρι του να θέλει να κουρδίσει το ρολόι της πόλης, εκείνο που σου κρατούσε συντροφιά.
Στις 30 Νοεμβρίου 2006 ο Νίκος Βανδώρος έφυγε από τη ζωή. Μας άφησε καλές πράξεις και αναμνήσεις. Υπηρέτησε το παραδοσιακό επάγγελμα του ωρολογοποιού και όχι μόνο, με αξιοσύνη και με μοναδική τεχνική αντίληψη. Μάθαμε από αυτόν, την καλή στάση και τον ανθρωπισμό, που πρέπει να έχει κανείς, όταν βρίσκεται στην ανάγκη, γιατί εκεί είναι που ξεχωρίζει, δηλαδή τη σωστή συμπεριφορά και δράση, στα δύσκολα.
*Το κείμενο αρχικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «kefalonitis magazine» 2007