30 Ιουλίου 1797 . Επανάσταση των ποπολάρων στη Ζάκυνθο. Καίνε τη «Χρυσή Βίβλο» (Libro d’ Oro) και τα εμβλήματα των ευγενών στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών για την κατάλυση της Ενετοκρατίας.
Το ρεμπελιό των ποπολάρων
Αμή όταν οι κατώτεροι αρχινήσουν ν’ αποτζιπόνουνται τους μεγαλητέρους και χάσουν την υπόληψιν την προτήτερην οπού τους εκρατούσαν, δύσκολα είναι πλέον να γυρίσουν εις την προτήτερήν τους τάξιν. Άντζολος Σουμάκης
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Στα Ελληνικά Ανέκδοτα που εξέδωσε το 1867 ο Κωνσταντίνος Σάθας (1842 – 1914) συμπεριλαμβάνεται κι ένα κείμενο με τίτλο «Διήγησις του ρεμπελιού των ποπολάρων»· το χρονογράφημα υπογράφεται από κάποιον ευγενή, τον Άγγελο Σουμάκη και αναφέρεται λεπτομερώς σε μια εξέγερση των «ποπολάρων» στη Ζάκυνθο, η οποία αναστάτωσε το νησί για τέσσερα χρόνια περίπου, από το 1628 μέχρι το 1632. Στην εισαγωγή της διήγησης διαβάζουμε:
«Την παρούσαν διήγησιν εβουλήθηκε μου, εμέ του Άντζολου Σουμάκη του ποτέ σινιόρ Τζόρτζη από το άνωθεν νησί της Ζακύνθου, να την βάλω εις εθύμησι, δια ποία αφορμή και αιτία ο όλος λαός της χώρας του άνωθεν νησιού εσηκώθησαν κατ΄απάνου στον Πρίντζιπό τους και των αρχόντων τους με βουλή και γνώμη να κόψουν τους άρχοντές τους, και εις ποίον καιρόν συνέβη η υπόθεσις ετούτη.»
Ρεμπελιό λέγεται σήμερα η τεμπελιά, το αραλίκι, το να ζεις δίχως σοβαρό σκοπό, ασυλλόγιστα, χωρίς να δουλεύεις· στο ομώνυμο κείμενο του Σουμάκη σημαίνει τη στάση, την απείθεια, την εξέγερση· έχουμε την ιταλική λέξη ribellione= εξέγερση, καθώς και το βενετικό rebelo= επαναστάτης, ρέμπελος, με τη σημερινή περίπου νεοελληνική σημασία.
Ποπολάρος λέγεται γενικώς ο άνθρωπος του λαού [ιταλ. popolar(e)]· στο χρονογράφημα για τη Ζάκυνθο, ως ποπολάροι αναφέρονται κυρίως οι λαϊκοί άνθρωποι των πόλεων, με σαφή διάκριση προς τους «εξωχωρίτες», τους ανθρώπους τη υπαίθρου· οι ποπολάροι του Σουμάκη φαίνεται ότι ασκούσαν επαγγέλματα (έμποροι, ειδικευμένοι τεχνίτες, τσαγκάρηδες, ράφτες και ανήκαν σε οργανωμένες συντεχνίες· είχαν γενικά διακριτή μεταχείριση και ίσως καλύτερη μοίρα από τους ακτήμονες καλλιεργητές των χωριών· πιθανότατα απαλλάσσονταν από ορισμένες επίπονες αγγαρείες, φόρους και δοσίματα. Στη Ζάκυνθο, οι κάτοικοι χωρίζονται σε τρεις τάξεις: τους ευγενείς (nobili), στους αστούς (civili) και το λαό (poporali). Μόνο οι ευγενείς ήταν γραμμένοι στη Χρυσή Βίβλο (libro d’oro) και είχαν πολιτικά δικαιώματα.
Όπως συνέβαινε και με άλλες βενετικές κτήσεις στο Ιόνιο, αντιπρόσωποι της «γαληνοτάτης Δημοκρατίας» στη Ζάκυνθο ήταν ο Προβλεπτής («πρεβεδούρος») μαζί με τους συμβούλους του. Ο διοικητής των Επτανήσων στη διάρκεια της Ενετικής περιόδου ήταν ο Provveditore generale da Mar (Γενικός προβλεπτής της Θάλασσας), ο οποίος διέμενε στην Κέρκυρα. Την εποπτεία της διοικήσεως όλων των νησιών είχε ο Γενικός Προβλεπτής της Ανατολής, που έκανε επιθεωρήσεις κάθε χρόνο και φρόντιζε για την τήρηση των νόμων· αυτός είχε τριετή θητεία, δίκαζε, εξέδιδε διατάγματα, έγραφε εκθέσεις και λογοδοτούσε για τις πράξεις του στη βενετική Σύγκλητο. Οι διοικητές ήταν ουσιαστικά ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι τη Βενετίας· για τον πληρέστερο έλεγχό τους, οι Βενετοί θέσπισαν και τον θεσμό των «συνδίκων και ανακριτών της Ανατολής»· οι αξιωματούχοι αυτοί («sindici et inquisitori di Levante», «σύδικοι») είχαν καθήκον να παρακολουθούν στενά το έργο της βενετικής διοίκησης κατά τόπους.
Στα 1628, γράφει ο Σουμάκης, η Μπαρμπαριά είναι γεμάτη κουρσάρους, οι οποίοι με τα κάτεργά τους προκαλούν μεγάλες καταστροφές στις χριστιανικές χώρες, (ήτον μεγάλο θαύμα εις ταις ζημιαίς που έκαναν). Ο αριθμός των κουρσάρων αυξήθηκε πολύ, όταν ο βασιλιάς (ρήγας) της Σπάνιας έδιωξε από τους τόπους του πάνω από 70.000 Γρανατσέρους, οι οποίοι κατέφυγαν στην Αφρική και σε άλλα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Γρανατίνοι «δια να συμπλησιάσουν με την Μπαρμπαρίαν έπιασαν την πίστη του Μωαμέτη και εκάνανε τούρκικα στο κρυφό.». Κατά τον Σουμάκη, ο βασιλιάς της Ισπανίας έδιωξε συνολικά 150.000 ή 90.000 ψυχές, άντρες και γυναικόπαιδα. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς κατοίκησαν στα παράλια της Αφρικής και, καθώς ήταν «άνθρωποι τεχνεμένοι εις πολλάς επιστήμας», γρήγορα πλήθυναν και «ηύξυναν όλες εκείνες οι χώρες «από πάσαν τέχνην και αξίες αρκεταίς, οπού πρωτύτερα δεν τας είχαν.» Ήξεραν ακόμη να φτιάχνουν καράβια («καλοί μαστόροι») κι εκεί που πρώτα οι κουρσάροι αρμάτωναν έξι ή επτά καράβια, έφτασαν ν’ αρματώνουν «είκοσι δύο μεγάλα κι ανδρειωμένα κάτεργα.»
Σύμφωνα με πολλές πληροφορίες που καταφτάνουν («είχαμε τα μαντάτα συχνά από πλέον τόπους») οι επικίνδυνοι αυτοί πειρατές σχεδίαζαν να χτυπήσουν με την αρμάδα τους το πλούσιο νησί της Ζακύνθου, που βρισκόταν τότε υπό βενετική κατοχή. Αφέντης του νησιού ήταν ο «κενεράλε Πόντε», σταλμένος από την «γαληνότατη αυθεντεία της Βενετίας»· ο Πόντες ετοίμασε «ορδινιά» 14 «καπετανέους», έναν σε κάθε ενορία, οι οποίοι έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη επιδρομή των πειρατών: «…να είναι έτοιμοι κάθε καιρόν οπού να έλθουν οι εχθροί να συμμαζωχθούν με τάξιν ο πάσα ένα εις τον καπετάνιον του, και ο κάθε καπετάνιος να συντρέχη με όλην την συντροφίαν να βρίσκει τον κουβερναδόρο του νησιού δια να λαβαίνει ορδινίαν εις ποιόν τόπον έχει να πάγη διά να φυλάξη την χώραν και να εναντιωθή των εχθρών, ως κυβερνήτης του πολέμου, με υπόσχεσιν ότι κάθε βράδυ να κρατούνε φύλαξι δύο καπεταναίοι όλον τον καιρόν του καλοκαιριού, όπου είναι ο φόβος·» Στα μέρη που ορίστηκαν για φύλαξη και στις βίγλες θα συμμετείχαν καβαλάρηδες της μόνιμης φρουράς του νησιού και πεζοί οι λεγόμενοι «κουριέρηδες» από τα χωριά, «ως ήταν η παλιά συνήθεια.»
Στις βίγλες «εσύντρεχαν» πρόθυμα στην αρχή «πολλοί νέοι αρχοντόπουλα και έτερα παλικάρια του λαού αρματωμένα και έτεροι από άλλες ενορίες της χώρας, οι οποίοι επηγαίνανε διά χαράν τους και εσυντροφεύανε τον καπετάνιο εκείνης της βραδιάς· ποίος επήγαιν’ εις τον έναν και ποίος εις τον άλλο, κατά την αγάπη όπου κάθε εις πρόσφερε ή του ενού ή του άλλου, διά να αξιόνουν τον καπετάνιο εκείνον, ως φίλον τους, και διά να φαίνωνται και εκείνοι άξιοι του πολέμου·» […] «Και βλέποντας του ο γουβενάρδος του νησιού, ο οποίος έχει την προτίμησιν της κυβερνήσεως του πολέμου, εθαυμαζότουνα εις τους περισσίους ανθρώπους οπού ήσαν με κάθε καπετάνιον πάσα αυγή, μην ηξεύρωντας το πώς μέρος απ’ αυτούς ήσαν δανεικοί από άλλες συντροφίες, και εχαιρότουνα κατά πολλά το πώς η χώρα ετούτη έχει περισσόν λαόν, και δύσκολο το είχε ότι να καταπατηθή από τους εχθρούς·»
Γουβερνάνδος, και υπεύθυνος για τη στρατιωτική άμυνα του νησιού, ήταν κάποιος κόντες Πορτζενίγο, «από τα μέρη της Φραγγίας, σούδιτος Βενετσιάνος, και άρχοντας κατά πολλά φρόνιμος και επιτήδειος εις πάσα του κάμωμα και αρεταίς.» Κάποια στιγμή, ο κόντες κατάλαβε τι γινόταν, ότι δηλαδή οι φρουρές δεν ανήκαν στη δύναμη κάθε καπετάνιου αλλά ήταν συχνά «δανεικές», και θέλησε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, να διαπιστώσει δηλαδή με καταμέτρηση τον πραγματικό αριθμών των ενόπλων, ειδικά των επιστρατευμένων από τις τάξεις του λαού· αυτό ήταν «δικαιολογημένο» και «χριστιανικό», γράφει ο Σουμάκης, διότι από τη μια «είχε το βάρος της κυβερνήσεως», κι απ’ την άλλη, αν συνέβαινε κανένα κακό, έπρεπε «να πληρόνει με την παίδεψιν του, έξω όπου χάνει και την τιμήν του και πλέον κυβέρνηση δεν του δίδουν.» Ωστόσο, αφού έληξε η θητεία του («εσώθη ο καιρός του»), τη θέση του πήρε κάποιος κόντες Στρασόλδος, «άρχοντας κι ετούτος περίσσα ευγενικός και άξιος τη Κυβερνήσεως, με αρεταίς·» ο νέος γουβερνάνδος έστειλε στη Βενετία γραπτή αναφορά για τα γεγονότα στο νησί, κι ανέφερε ότι έπρεπε να γράψουν και στον προϊστάμενο του, τον γενικό Προβλεπτή (πρεβεδούρο) της Ζακύνθου, ώστε «με πάσα τρόπο και μόδο» να στρατολογηθεί ο λαός και να γραφτεί στα κατάστιχα, «κράζωντας πάσαν καπετάνιο με τη συντροφιάν του όλην, και να τους γράψη κατά όνομα, και τούτο δια να βεβαιωθεί το πόσος λαός βρίσκεται στη χώρα της Ζακύνθου.»
Προβλεπτής του νησιού ήταν εκείνο το διάστημα ο εξηντάχρονος Πιέρος Μαλιπιέρος· αυτός κάλεσε του «σύνδικους» του νησιού και ζήτησε τη γνώμη τους· τα μέλη του συμβουλίου είπαν ότι το πράγμα δεν ήταν απλό κι εύκολο (του έβαλαν κάμποσην δυσκολία), και γι’ αυτό έπρεπε να ξεκινήσει την καταγραφή χωρίς μεγάλη δημοσιότητα· αν ο λαός καταλάβαινε ακριβώς τι ήθελαν να κάνουν («αγροικήση τούτο») δύσκολα θα τον έπειθαν να καταταχθεί· από την άλλη, έβλεπαν οι ίδιοι ότι η διαταγή ήταν σαφής και η καταγραφή έπρεπε να γίνει και δεν μπορούσανε να «τον εναντιωθούνε και να τον αντισκόψουνε.» Τον συμβούλεψαν λοιπόν να μη γίνει «η πρόσταξις η αυθεντική» η οποία και «δικαιολογημένη» ήταν και «πολλά χριστιανική», αλλά να ξεκινήσει το μέτρημα από τους ανθρώπους της «έξω χώρας» και σιγά σιγά, αφού «το έργος τούτο δεν έγινε άλλη φορά» και «γνώριζαν τη φύση των ανθρώπων.»· τελικά «βρήκανε στράτα δια πλέον καλύτερο και ήσυχο τρόπο» και σκέφτηκαν να πουν καταρχήν την αλήθεια στο λαό: «…από το σενάτο της Βενετίας τους αβιζάρανε, ότι η αρμάδα της Μπαμπαρίας έχουνε τη γνώμη να χτυπήσουν την χρονίαν εκείνη, το 1628, στο νησί της χώρας τη Ζακύνθου, και διά τούτο ήτανε αναγκαίον να γραπτή ο λαός όλος δια να ηξεύρουν με πάσαν αληθοσύνην πόσος λαός ευρίσκεται, και ετούτο ήτανε πρεπούμενο να γίνει.» Πρότειναν ακόμη οι σύνδικοι όλα να γίνουν όσο το δυνατόν πιο διακριτικά («με τρόπον σκεπαστικόν»), χωρίς βιασύνη, πρώτα στα «έξω μέρη της χώρας» ή «όπου αλλού έχουν την όρεξίν τους και ευχαρίστησίν τους», ώστε «να μην τους βλέπουν» οι άλλοι νησιώτες από τη χώρα.
Παρ’ όλα αυτά, ο λαός δεν συμφώνησε με κανενός είδους καταγραφή («καμμίας λογής») κι «ο λόγος εσπάρθηκε εις όλην την χώραν και εμουρμουριζότανε ανάμεσα τον λαόν το πως δεν τους αρέσει, λογαριάζοντας εις τον εαυτόν τους, ότι το έργο ετούτο ναν τους ήνε εις σε κακό και εις καταφρόνεσι μεγάλη, διά περισσίαις αφορμαίς» και θα στρεφόταν τελικά εναντίον τους.
Σύνδικοι εκείνο τον καιρό ήταν οι «σινιόροι» Μικέλης, Τομάζος Μοντζενίγος, «αβοκάτος και άξιος άνθρωπος κατά πολλά» και ο Γεώργιος Μαρτέλαος· κι ενώ αυτοί συμφώνησαν και συμβούλεψαν να γραφτεί ο λαός διακριτικά, «έξω από τη χώρα», ο πρεβεδούρος έπραξε διαφορετικά: κατέβηκε μια αυγή στον «φόρο» κι έστειλε να φωνάξουν τον Νόυτζο τον Σιγούρο, έναν από τους καπεταναίους που εκείνη την προηγούμενη νύχτα έκανε τη βίγλα του στη περιοχή του «Σταυρωμένου»· ο Νούτζος, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, προσήλθε μαζί με «τη συντροφία του» και ο προβλεπτής τους κατέγραψε επιτόπου, μαζί με όσους βρέθηκαν εκεί.
Η καταγραφή αυτή κακοφάνηκε στο λαό («εσκληρευτήκανε οι καρδίαις του, και των εντράπηκαν κατά πολλά») και δεν άρεσε ούτε στους συνδίκους, διότι «δεν έκαμεν ο πρεβεδούρος ως εμιλήθη η δουλειά, μόνον αληλούησε και έκαμε την αρεσιά του.» Οι ποπολάροι αποφάσισαν τότε να διαμαρτυρηθούν στον πρεβεδούρο· αντί όμως να πάνε «με τάξι ταπεινή δέκα και δώδεκα απ’ αυτούς και από τους πλέον γεροντότερους ταχτικούς», αφού μιλήσουν πρώτα με τους «συνδίχους», που είναι «οι πατέρες όλου του λαού», μαζεύτηκαν καμιά εκατοστή, «καλοί και κακοί» και πήγαν να μιλήσουν το παράπονό τους στον πρεβεδούρο «με τρόπον σκληρόν, άπρεπον και σκανδαλοποιόν.» Ο Φασόης και ο Μαρτέλαος μάταια προσπάθησαν να κατευνάσουν το θυμό και τη σκληρότητά τους· πριν ακόμα συναντήσουν τον πρεβεδούρο, οι ποπολάροι «ήρθανε στα χοντρά» με τους συνδίκους, χωρίς να κρατήσουν ούτε τα προσχήματα («δίχως κανένα ρεσπέτο»), φοβερίζοντας και βρίζοντας τους άρχοντες· έλεγαν λοιπόν φανερά πως δε θέλουν να περάσουν καμμιάς λογής καταγραφή, όπου και να γίνει, και δεν είναι ομπλιγάδοι, μήτε σολτάδοι πλερωμένοι να παίρνουν την ρεσίνια αφεντική, «να τους τραβήξουνε εις σε ρόλο, μόνον να ήνε σούδιτοι και ελεύθεροι, και ει δεν τους αρέσει ο Βενετσιάνος, πάνε όπου τους φαίνεται, με τον Σπάνια ή με τον Τούρκο, και διά τούτο δεν χρειαζότουνα να γένη εις του λόγου τους τέτοια υπηρεσία, και τον είχαν εις εντροπήν μεγάλην, και πως οι άρχοντες δεν τον έκαναν με άλλο τέλος παρά διά να τους βάλλουν εις υποταγήν τους, ωσάν τους ξεχωρίταις, διά να τους σέρνουν οπού κι αν θέλουν εις σε πόλεμο και εις δούλεψι, και εις πάσα άλλην υπόθεση, και έτερα περίσσια λόγια άπρεπα και ψέματα, όπου εμετριότανε και έπεσε όλο το κατάβαρο στους άρχοντας το πως να ήνε αιτία ατοί τους και η βουλή τους να γίνουνται ετούτα τα καμώματα. »
Όπως φαίνεται και στο προηγούμενο απόσπασμα, οι ποπολάροι δεν ήθελαν να στρατολογηθούν, επειδή αυτό θα έδινε πάτημα για ποικίλες καταπιέσεις και διακρίσεις· στην ουσία θα έμπαιναν σ’ ένα ιδιότυπο στρατό, ο οποίος, εκτός από την άμυνα του νησιού, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για «αγγαρείες» όπως το χτίσιμο και η επισκευή των φρουρίων ή και για τις πολεμικές ανάγκες της Βενετίας σε άλλες περιοχές. Οι «σολτάδοι» που αναφέρονται στο κείμενο ήταν επιστρατευμένοι χωρικοί και πολίτες, -όχι όμως απαραίτητα επαγγελματίες μισθοφόροι- οι οποίοι χρησιμοποιούνταν σχεδόν παντού, κι έπαιρναν αναλόγως μισθό ως στρατιώτες. Στο χρονικό του επίσης Ζακυνθινού Μάτεση (1684 περίπου) γίνεται αναφορά σε χιλιάδες «σολτάδους», που πολεμούσαν στο πλευρό των Βενετών, σε στεριά και θάλασσα: «Μαγιού 21, ήρθε ένα καράβι της αρμάδας από την Βενέτιαν φορτωμένο σολτάδους και ήφερε τον πρεβεδούρον της Κεφαλονίας..», «Μαγιού 7, ήρθε ένα καράβι από τη Βενετία για 18 ημέρες και είπε πως έφερε σολτάδους και παξιμάδι στους Κορφούς..»
Στη συνέχεια, ομάδες ποπολάρων κατέβηκαν στη χώρα με «πολύ θυμό και σκληροσύνη» κι απειλούσαν να σκοτώσουν τ’ αρχοντολόι του τόπου και να κάψουν τα σπίτια· ο Σουμάκης υπολογίζει «ως τριακόσιους» τους άρχοντες του νησιού, ενώ κάνει λόγο για μεγάλο πλήθος λαού («δια την πολύτηταν»), που φόβιζε και τρομοκρατούσε τους άρχοντες· αυτοί υπέμεναν «με το στανιόν» τις απειλές και τις «ατζιποσύνες» των ποπολάρων, λόγω της δύναμης τους, κι έλπιζαν πάντα να παρέμβει η βενετική διοίκηση υπέρ τους. Ο πρεβεδούρος, βλέποντας κι αυτός «την άπρεπην τάξιν του λαού», θύμωσε κι έλεγε «να γράψει εις σε ενάντιό τους εις τη Βενετία δια να παιδευθούν κατά πολλά, ως τους πρέπει.»
Ο Σουμάκης αναφέρει ακόμη τους επικεφαλής, τους αντιπροσώπους του λαού («κουμέσους), οι οποίοι φαίνεται ότι ψηφιστήκαν από τους ποπολάρους:
«Και εις τούτον τον καιρόν ελογιάσανε να ψηφίσουνε και τέσσερους κουμέσους του λαού από τους πρώτους τους, οι οποίοι να ήνε χρεώσταις να γυρεύουν τα δικαιώματά τους, και ετούτο οι ίδιοι ανάγκαζαν να τους κάμουν δια να τους τρώνε διότι είχανε περίσσιο διάφορο αντάμος με τους καπουριόνους από όλον τον λαόν.»
Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της εξέγερσης ήταν ένας έμπορος, τρεις τσαγκάρηδες, κι ένας γεωργός· τα επαγγέλματα των υπόλοιπων δεν αναφέρονται:
«Οι οποίοι ήταν ο Γεώργιος Χριστόδουλος Χιόνης Κορφιάτης, αμή κατοικούμενος εις την Ζάκυνθο, Τζάνες Ρούσσος πραγματευτής, και Μάρκος Πιανίν. Τούτος ήτον Φράγκος, διότι και ο πατέρας ήταν και εκείνος Φράγκος και ξένος και εις την Ζάκυνθο επαιδεύτη. Και καπουριόνοι ήτον, οπού εσέρναν τον λαόν εις το κακό, εναντίον των αρχόντων, διότι με τον τρόπο ετούτο ευρίσκανε να διαφορένουνε με ταις πλάταις των πολλώνε, και με τούτο πολλοί να κάνουν το παλλικάρι με λόγια άπρεπα και σκανδαλοποιά, και δια τούτο τους απάντα να κρατούν τον λαόν συγχισμένον. Και ήτον πρώτος μεν ο Γιάννης ο Βοτάνης, Ανδρέας και Πιέρος αδελφοί Δροσίδαις, λεγόμενοι Σπυρίδαις, διότι τον πατέρα τους τον έλεγαν Σπυρί, και αν δεν τους ειπούν το Σπυρί δεν τους βρίσκουν. Η τέχνη τους είνε τσαγγάριδες, και ο Βοτάνης είνε γεωργός. Νικολέτος Αμπράμος ράφτης και Χριστόδουλος Τζίμας, λεγόμενος Κουτζομύτης, τσαγγάρης και κακόγλωσσος, οπού δια την κακήν και αναθεματισμένην του γλώσσα του έκοψαν την μύτην δια να γνωρίζεται.»
Εκτός ίσως από τον Τζίμα, οι υπόλοιποι ήταν «καλοί στα άρματα»· ο Τζίμας φαίνεται ότι διέπρεπε στις ομιλίες και περιγράφεται με τα χειρότερα λόγια:
«Αγκαλά και δεν ήτον καλός εις τα άρματα, ωσάν και τους άλλους, εβοήθα με την γλώσσαν του την φαρμακερήν και άπρεπη, τον οποίον η χώρα όλη τον εκράτειε δια κακόγλωσσον κατά πολλά. Ετούτος ήταν το άγιον του διαβόλου, και εδασκάλευε τους ποπολάρους καθημερινώς, ωσάν ο δάσκαλος τα παιδιά εις το σκολιό, εναντίον των αρχόντων, εις τρόπον οπού τους επαρακίνα να κάμουν περισσότερα σκάνδαλα από το ότι είχανε όρεξι. Αγάπα περίσσια να βλέπη ανακατώματα, σύγχυσαις και συμφοραίς εις την χώρα, διότι τότε εκείνος εχαιρότουνα κατά πολλά. Εμοίαζε όμοια του Τιμώνου του Αθηναίου εις την αναθεματισμένην φύσιν, ο οποίος, ήτον εχθρός της ανθρώπινης φύσεως, και οπότε αγροίκα σκάνδαλα και σύγχυσαις και βάσανα εις την χώρα, τότες έστεκε χαρούμενος και με καλήν καρδίαν. Την ομοίαν φύσιν είχε και ετούτος ο αναθεματισμένος και τρισκατάρατος, τα πλέον κακά παρά από τους άλλους. Και εφέρνανε τους άρχοντας εις ένα τρόπο, ότι εστέκανε τιμωρισμένοι χειρότερα από τους Εβραίους, και δεν ετρόμασαν να ειπούν τίποτις, στέκοντας με μεγάλην ταπεινοσύνην και τιμωρίαν, διατί δεν ήτον δικαιοσύνη εις αυτούς, δια τούτο έβριζαν και έπαψαν μετ’ εμάς.»
Τον καιρό εκείνο βρέθηκε στη Ζάκυνθο ο κομισάριος «εκλαμπρότατος αυθέντης» Αντώνιος Τζιβράς, «για να μαζώξη τα χρέγια τα αφεντικά»· απορώντας κι αυτός για τη στάση των ποπολάρων («εθαυμαζότουνα περίσσια»), έλεγε πως, αν είχε την εξουσία την ώρα εκείνη «ήξευρε τι ήταν πρεπούμενο να κάνει εις αυτούς δια ταις άπρεπαις αντάραις όπου έκαμαν.» Ο πρεβεδούρος δεν έγραψε τελικά στη Βενετία, αν και η απειλή ήταν πολύ σοβαρή κι «ο λαός εφοβήθηκε». Αυτή τη στιγμή ακριβώς, οι ποπολάροι αποφασίζουν να δωροδοκήσουν ανοιχτά τον πρεβεδούρο, προκειμένου να μην καταγγείλει επισήμως τα γεγονότα στη Σύγκλητο και να ρίξει τα βάρη («το κατάβαρο») στη μερίδα των αρχόντων· σύμφωνα πάντα με τον Σουμάκη, οι ποπολάροι ήθελαν να γλιτώσουν και την τιμωρία («την παίδευσιν») που θα επέβαλε πιθανότατα η ανώτατη βενετική αρχή. Συγκέντρωσαν λοιπόν μεταξύ τους αρκετά λεφτά («τορνέσια περισσά») για τη δωροδοκία του πρεβεδούρου και της γυναίκας του («τζη πρεβεδούρας»), «διά ναν την τραβήξουν εις τα θελήματά τους, και να καταπραύνουν την οργήν του εναντίον τους και να εύρουν γιάτρευμα εις τα φθαισίματά τους, και εναντίον των αρχόντων να γυρίση…». Από τα χρήματα αυτά πήραν μια «καλή σούμα» και «οι καπουριόνοι», άνθρωποι κοντά στον πρεβεδούρο. Στην αρχή, ο προβλεπτής δεν ήθελε να πάρει τα χρήματα («τέτοιαν γνώμην δεν την είχεν») αλλά η γυναίκα του, «οπού τον ώριζε, τον εσυμπίεσε», διότι της χάρισαν κι αυτηνής 500 ρεάλια, χώρια τα χίλια που έδωσαν στον σύζυγό της. Ο Σουμάκης γράφει πολύ παραστατικά: «…ως έκαμε η Εύα με τον Αδάμ κι έφαγε το ξύλο της Παραδείσου εναντίον της θελήσεως του θεού, αμή ύστερα το μετάνιωσε ο Αδάμ· εις τέτοιον τρόπον το έπαθε και ο πρεβεδούρος ετούτος με την γυναίκα του, ο οποίος διά την λαιμαργίαν ετούτην επήγε κακήν κακού και απόθανε στη Βενετία από το φαρμάκι του, εις το Πρεζεντάδο όπου ευρισκότουνα δια την υπόθεση ετούτην εις μίαν φυλακήν.» Εκατό ρεάλια έλαβε και κάποιος καπετάνιος Γερόλυμος, άνθρωπος «του σπιτιού», που «ο λόγος του επέρνα κατά πολλά εις τον αφέντην», κι «εγύρισε παρευθύς με το λαό.»
Με τέτοιες δωροδοκίες («τα δόσια ετούτα»), ο πρεβεδούρος στράφηκε τελικά εναντίον των αρχόντων· οι τελευταίοι έμειναν με την απορία και την πίκρα: «…το εθαυμαχτήκανε και το επικραθήκανε βλέποντας την αμετρίαν του και την αγνωσύνη του αυτού πρεβεδούρου»· όταν έμαθαν τι είχε συμβεί, το συμβούλεψαν ν’ αφήσει τους «κακούς κι άπρεπους λογισμούς», αλλά εκείνος, μοιραία, δεν τους άκουσε, «διότι του εκακοφαίνετο να στρέψη τα άσπρα οπίσω, τα οποία τον εξεκούμπησαν και του επήραν την τιμή του…». Κατόπιν, οι άρχοντες προσέτρεξαν στον «άνωθεν αφέντη Τζιβράν» για να βρούν «δικαιοσύνη»: αν ο πρεβεδούρος έγραφε στη Βενετία εναντίον τους και «εισέ βοήθεια του λαού», να μπει ο ίδιος μάρτυρας για τα γεγονότα, «ως εκείνος που είδε τα πάντα όλα.»· του πρότειναν ακόμη να μπει και ως «κριτής» στην υπόθεση.
Κι ενώ η έχθρα και οι απειλές συνεχίζονταν, οι ποπολάροι βρήκαν «μια μέθοδον και αβανίαν [σ.σ.= συκοφαντία, κατηγορία, απάτη] εναντίον των αρχόντων: έλεγαν πως ένας άρχοντας, ο σινιόρ Γιούλος ο Πανάρετος, μπήκε στο σπίτι μιας φτωχής γυναίκας και «επροσπάθησε να κάμει με δαύτηνε με δυναστικό τρόπον, εναντίον της θελήσεως της.»· ο Πανάρετος συνελήφθη και κλείστηκε στο κάτεργο, όμως, μετά από λίγο καιρό αποφυλακίστηκε, καθώς «ελυτρώθη από την αβανίαν, γνωρίζοντας τον η δικαιοσύνη άφταιστον, και φανερά εγνωρίσθη πως ήταν αδικημένος.». Κατά τον Σουμάκη, ο οποίος σημειωτέον ανήκει στους «άρχοντες», η συγκεκριμένη γυναίκα, Κρητικιά και σύζυγος ενός φτωχού, ήτανε «και προτήτερα αμαρτωλή»· ακόμα λοιπόν κι αν ήταν «αληθινό» το παράπτωμα του Πανάρετου, οι ποπολάροι το χρησιμοποίησαν γιατί δεν βρήκαν κάτι άλλο να τους κατηγορήσουν.
Το ρεμπελιό των ποπολάρων θα τελειώσει με την παρέμβαση της κεντρικής βενετικής διοίκησης στο νησί. Στο κείμενο του Σουμάκη περιγράφονται και άλλα επεισόδια, δεν αναφέρονται όμως εκτελέσεις εξεγερμένων ή μαζικές διώξεις και καταστροφές. Οι πρωταίτιοι που αναφέρθηκαν εξορίστηκαν από το νησί και φυλακίστηκαν αλλά δεν εκτελέστηκαν, πιθανόν επειδή υπήρχε φόβος γενικής λαϊκής εξέγερσης και σφαγής των «αρχόντων» ή «αστών»· οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν, ενώ καταστράφηκαν τα σπίτια και τα υποστατικά τους· οι ποπολάροι φαίνεται ακόμη ότι απέκτησαν προσωρινά κάποιες προσβάσεις στη βενετική αρχή και κατάφεραν να πετύχουν ορισμένα προνόμια και προσόδους· οι λεγόμενοι «ευγενείς», μια σχεδόν κληρονομική αριστοκρατία ξένων και ντόπιων Ελλήνων, θα διατηρήσουν για κάμποσο καιρό τα προνόμιά τους, ωστόσο η κατάσταση θα συνεχίσει να είναι επισφαλής. Οι επικεφαλής της εξέγερσης θα επιστρέψουν τελικά στη Ζάκυνθο, φτωχοί και ταπεινωμένοι, εκτός από τον Βοτάνη, που πέθανε στη φυλακή. Αν και δεν τόλμησαν να τους εκτελέσουν, οι καιροί έχουν αλλάξει, χωρίς όμως να εκλείψει εντελώς η «ταξική» έχθρα ανάμεσα στο λαό και τους άρχοντες:
«Και πάλε μέσα καιρόν αφόντις εσταθήκανε και επήρανε θάρρος εματάρχισαν πάλιν τα καμώματά τους τα απερασμένα, διότι δύσκολον ήτον η κακή τους γνώμη να επιστράφη εις καλοσύνη, και όχι όλοι τους, διότι ο Νικόλαος Άμπραμος μόνον εταπείνοζε κατά πολλά και επέρνα με περίσσιον αγαθότητα και ειρήνην, διότι ήταν και πλέον εκκλησιαστικός και φοβόθεος από τους άλλους, και εις ταις γνώμαις καλλίτερος πολλά, και η πτώχεια ήγουν η ανημπόρια εκράτειε των αλλωνών την κακογνωμίαν τιμωραμένην, και δεν έκαναν ωσάν πρώτα, διότι είχαν τον φόβον της δικαιοσύνης, αλλέως ήθελον κάμει χειρότερα τα μαθημένα τους. Μολοντούτο δεν έλειπε να δείξουν μέρος από την κακοσύνην τους, και από τότε και εδώ έχθρα δεν έλειπε, και είνε πάντα ανάμεσα τους άρχοντες και ποπολάρων.»
Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1974
http://www.zakinthos-net.gr/content/%CF%83%CE%B5%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B1-4
http://www.kathimerini.gr/118449/article/politismos/arxeio-politismoy/to-rempelio-twn-popolarwn