Από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες όλων εποχών, τόσο για τον αριθμό των σκαφών που ενεπλάκησαν, όσο και για την τακτική που εφαρμόστηκε. Έλαβε χώρα στις 7 Οκτωβρίου 1571 στην ευρύτερη περιοχή της Ναυπάκτου (τότε Λέπαντο), με αντιπάλους τα χριστιανικά κράτη της Δύσης και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έληξε την ίδια μέρα, με θριαμβευτική επικράτηση των Δυτικών.
Η κυριαρχία των Οθωμανών στη Μεσόγειο μετά και την κατάκτηση της Κύπρου (1571) τροφοδότησε τις επεκτατικές τους διαθέσεις προς δυσμάς. Τα χριστιανικά κράτη αφυπνίστηκαν, παραμέρισαν για λίγο τις διαφορές τους και με πρωτοβουλία του Πάπα Πίου Ε’ συγκρότησαν στις 25 Μαΐου 1571 τον «Ιερό Αντιτουρκικό Συνασπισμό (Sacra Liga Antiturca). Τον αποτελούσαν η Ισπανία, η Βενετία, η Γένουα, το Παπικό Κράτος, η Σαβοΐα, η Μάλτα και άλλες μικρότερες πόλεις της ιταλικής χερσονήσου. Αποφασίστηκε η συγκρότηση στόλου και η αποστολή του στην ανατολική Μεσόγειο.
H ναυτική δύναμη, με επικεφαλής τον νεαρό ισπανό πρίγκηπα Δον Χουάν της Αυστρίας, συγκεντρώθηκε στη Μεσίνα της Σικελίας και με τις ευλογίες του Πάπα απέπλευσε στις 16 Σεπτεμβρίου 1571. Δέκα μέρες αργότερα, ο στόλος έφθασαν στην Κεφαλλονιά, όπου πραγματοποίησε τις τελευταίες του προετοιμασίες, ενόψει της αναμέτρησής του με τον Οθωμανικό, που ναυλοχούσε στη Ναύπακτο.
Ο συμμαχικός στόλος αριθμούσε 210 γαλέρες, 30 φρεγάτες, 24 μεταφορικά πλοία και άλλα μικρότερα πλοία συνοδείας. Τα πληρώματα των πλοίων έφθαναν τους 38.000 άνδρες, από τους οποίους οι 15.000 ήταν Έλληνες από τα νησιά του Ιονίου και την Κρήτη. Πλούσιοι Έλληνες είχαν εξοπλίσει πλοία και βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της επιχείρησης, όπως ο κερκυραίος Στυλιανός Χαλικιόπουλος, ο ζακυνθινός Μαρίνος Σιγούρος και ο κρητικός Μανούσος Θεοτοκόπουλος (αδελφός του ζωγράφου Δομήνικου Θεοτοκόπουλου).
Η συμβολή των Κεφαλλήνων
Η Κεφαλονιά συμμετείχε στην περίφημη ναυμαχία με τρεις γαλέρες υπό τους σοπρακόμιτους Χριστόφορο Κρασσά , τον Μάρκο – Αντώνιο Τσιμάρα ο οποίος ήταν μαζί με τον γιό του Ιωάννη, και μια της κοινότητας, με κυβερνήτη τον Ιωάννη – Μιχαήλ Πιτσαμάνο. Η γαλέρα του Χριστόφορου Κρασά λεγόταν «Η Αγία Παρθένος» και είχε ακρόπρωρο, μια γλυπτή απεικόνιση της Παναγίας και η γαλέρα του Μάρκου – Αντώνιου Τσιμάρα λεγόταν «La Crosse Rosson» και είχε ως σύμβολο στο ακρόπρωρο έναν ξύλινο και ζωγραφιστό σταυρό. Η κοινοτική, είχε γλυπτή απεικόνιση κυνηγετικού σκύλου. Τα πλοία αυτά τέθηκαν στην δεξιά πλευρά της χριστιανικής παράταξης, (προς νότο και προς το ακρωτήριο Πάππας) στην πλευρά που διοικούσε ο Gianandrea Doria. Κατά την διάρκεια της ναυμαχίας η γαλέρα του Τσιμάρα, περικυκλώθηκε από δυο τουρκικά σκάφη, πέτυχε όμως να βυθίσει το ένα , αλλά ο ίδιος τραυματίσθηκε σοβαρά στον μηρό και λίγο αργότερα πέθανε.
Ο γιος του Ιωάννης, ανέλαβε την αρχηγία και δίνοντας θάρρος στο πλήρωμά του, πήδησαν στο δεύτερο τουρκικό και το κυρίευσαν . Επίσης, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ευριδίκης Λειβαδά – Ντούκα, η οποία παρουσιάσθηκε στο 10ο Διεθνές Πανιόνιο συνέδριο τον Μαϊο του 2014 στην Κέρκυρα, στην ναυμαχία συμμετείχε ως κυβερνήτης γαλέρας, με τους Ισπανούς, ο πολύ γνωστός μας Κεφαλονίτης θαλασσοπόρος Ιωάννης Φωκάς, ο Juan de Fuca. Ο Καιροφύλλας δίνει και τα ακόλουθα ονόματα διακριθέντων Κεφαλλήνων στην ναυμαχία: αδέλφια Αντύπας, Βίκτωρας Καρύδης, αδελφοί Λούζη, Ιωάννης Βαπτιστής Μεταξάς. Επίσης αναφέρεται το όνομα «Λοβέρδος» ως κυβερνήτης γαλέρας. Από διαθήκη του 1570, που διασώζεται και υπάρχει σε βιβλίο της Σ. Ζαπάντη , υπηρετούσε σε χριστιανικό κάτεργο ο Αλίσαντρος Σίμιος από το κάστρο του Αγ. Γεωργίου.
Επίσης από κάποια άλλα δημοσιεύματα, βρίσκουμε τα ονόματα των Ιωάννη Λούζη και Σταμάτιου Βολτέρα. Ο Μάρκος – Αντώνιος Τσιμάρας ετάφη στον ναό Αγίου Νικολάου των γερόντων στην Κέρκυρα. Θα πρέπει επίσης να μνημονεύσουμε ότι σύμφωνα με υπόμνημα της κοινότητας της Κεφαλονιάς προς την Γερουσία, κατά την διετία 1569-1571 στρατολογήθηκαν συνολικά, περί τους 2.000 Κεφαλλήνες ως κωπηλάτες και αχθοφόροι για την ενίσχυση των Βενετικών δυνάμεων, εκ των οποίων επέστρεψαν στο νησί, μόνο οι 100.
Η συμβολή της προσευχής του Αγ. Γερασίμου.
Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε το γεγονός ότι στην εν λόγω ναυμαχία συμμετείχαν και μαθητές του Αγίου Γερασίμου (όπως ο Ιωάννης Τσιμάρας), οι οποίοι, πέρα από την ενημέρωση την οποία θα του παρείχαν, λογικό ήταν να ζήτησαν και την ευλογία του, για να επιτευχθεί καλή έκβαση της σύγκρουσης. Άλλωστε η μοναχή Λαυρεντία, η μοναχή που ήταν δίπλα του, σε όλες τις στιγμές του βίου του στα Ομαλά, ήταν αδελφή του ενός σομπρακόμιτου , του Μάρκου – Αντώνιου Τσιμάρα. Σε πολλές αγιογραφίες που υπάρχουν σε εκκλησίες στο νησί , έχει αποτυπωθεί η επίκληση του Αγίου προς τον Θεό. Σε εικόνα στο λεύκωμα των Γερασίμου Γ. Γαλανού – Κωνσταντίνου Φ. Στάβερη «Ιστορώντας τον Άγιο Γεράσιμο» (έκδοση της Ι.Μ. Κεφαλληνίας, 2009) αναγράφεται: «Στο εσωτερικό του ανοικτού σκεπάσματος της λάρνακας του Αγίου Γερασίμου εικονίζεται η Προσευχή του Αγίου κατά την Ναυμαχία της Ναυπάκτου».
Κατά πάσα πιθανότητα ο Άγιος βρισκόταν στους Άγιους Φανέντες ή στο μοναστήρι της Άτρου, δυο σημεία στο νησί, από τα οποία έχει κάποιος οπτικό πεδίο, προς τον θαλάσσιο χώρο της ναυμαχίας.
Ο στόλος
Ο Οθωμανικός στόλος με επικεφαλής τον Μουεζίν Ζαντέ Αλή Πασά είχε 210 γαλέρες και 50 άλλα πλοία συνοδείας. Τα πληρώματα έφθαναν τους 47.000 άνδρες, από τους οποίους 15.000 ήταν Έλληνες βίαια στρατολογημένοι. Υπολειπόταν σε δύναμη πυρός και ηθικό, καθώς τα πληρώματα μάχονταν για πολύ καιρό και ήταν εξουθενωμένα. Η τουρκική αρμάδα ήταν αποκλειστικά κωπήλατη, ενώ ο συμμαχικός στόλος διέθετε και ιστιοφόρα πλοία, που ήταν το νέο στοιχείο της ναυτικής μάχης.
Η αποφασιστική αναμέτρηση δόθηκε στις εκβολές του Αχελώου ποταμού, κοντά στα νησάκια Εχινάδες, στις 7 Οκτωβρίου 1571, αλλά έμεινε στην ιστορία ως Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Από το πρωί έως αργά το απόγευμα η σύγκρουση διεξαγόταν με τρομερή ένταση. Ο αγώνας σε ορισμένες φάσεις μεταφέρθηκε από κατάστρωμα σε κατάστρωμα και γινόταν σώμα με σώμα.
Ο χριστιανικός στόλος με αρτιότερο οπλισμό και καλύτερη τακτική νίκησε κατά κράτος τον αντίπαλό του, που ήταν σχεδόν αήττητος μέχρι τότε. Με τα λόγια του συγγραφέα του «Δον Κιχώτη» Μιγκέλ ντε Θερβάντες, που πήρε μέρος στη ναυμαχία κι έχασε το αριστερό του χέρι: «Ήταν η πιο μεγαλόπρεπη στιγμή που γνώρισαν οι περασμένοι ή τούτοι οι σημερινοί καιροί, ή που θα δούνε οι μελλούμενοι».
Η Οθωμανική πλευρά κατόρθωσε να διασώσει μόλις 50 πλοία, ενώ οι απώλειες σε έμψυχο δυναμικό ανήλθαν σε 20.000 νεκρούς, ανάμεσά τους ο Μουεζίν Ζαντέ Αλή Πασάς, ο αιγύπτιος αρχηγός Μεχμέτ Σιρόκο και 160 μπέηδες. Οι σύμμαχοι έχασαν 8.000 άνδρες, μεταξύ αυτών και ο βενετός ναύαρχος Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, και μόλις 20 γαλέρες. Βαρύς ήταν και ο φόρος που πλήρωσε το ελληνικό στοιχείο. Οι ιστορικοί υπολογίζουν ότι το 30-40% των νεκρών πρέπει να ήταν Έλληνες, αν υπολογίσουμε τη σύνθεση των πληρωμάτων και των δύο πλευρών. Πάντως, αρκετοί Έλληνες που είχαν στρατολογηθεί δια της βίας από τους Οθωμανούς, απέκτησαν την ελευθερία τους.
Η νίκη των συμμάχων χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό στη Δύση. Μεγάλοι ζωγράφοι της εποχής, όπως ο Τιντορέτο, ο Τιτσιάνο και ο Βερονέζε, απαθανάτισαν με έργα τους σκηνές της ναυμαχίας, ενώ ο Ελ Γκρέκο φιλοτέχνησε το πορτρέτο του μεγάλου νικητή, Δον Χουάν της Αυστρίας.
Η συντριβή των Οθωμανών μπορεί να ανέκοψε την επεκτατική πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς την Ευρώπη, δεν έφερε όμως τα επιθυμητά αποτελέσματα για τα χριστιανικά κράτη της Δύσης. Ο διακαής τους πόθος για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης δεν πραγματοποιήθηκε, εξαιτίας των μεταξύ τους ανταγωνισμών, που επέτρεψε στον σουλτάνο να διατηρήσει την κυριαρχία του στη Μεσόγειο για πολύ καιρό ακόμη.
Για τους υπόδουλους Έλληνες η νίκη των συμμάχων ήταν μια χαραμάδα ελπίδας για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Επαναστάτησαν πολλές περιοχές (Μάνη, Πάτρα, Αίγιο, Γαλαξίδι, Πάργα, Ηγουμενίτσα, Βόνιτσα, Άνδρος, Πάρος, Νάξος), αλλά χωρίς αποτέλεσμα.