Την «κόλαση του Δάντη» έζησε η Κέρκυρα κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η πόλη ως έρμαιο των Ιταλών, των Γερμανών και των Αγγλοαμερικανών, βομβαρδίστηκε συνολικά 195 φορές.
Ξημερώματα από τις 13 με 14 Σεπτέμβρη του 1943 οι Ναζί βομβάρδισαν ανελέητα, με γερμανικά βομβαρδιστικά τύπου Junkers 87 και 88, την πόλη με εμπρηστικές βόμβες. Αθώα θύματα, πόνος και σπαραγμός στο κέντρο της άλλοτε πιο όμορφης πόλης της Ελλάδας. Μνημεία ανεκτίμητης αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας, σωριάστηκαν σα φύλλο από χαρτί. Τα κουφάρια τους στέκουν ακόμη στην παλιά πόλη του νησιού να θυμίζουν τη μανία του ανελέητου εχθρού.
Η πόλη της Κέρκυρας πλήρωσε ένα βαρύ τίμημα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη πόλη στην Ελλάδα. Λαβωμένη ήδη από τους βομβαρδισμούς των Ιταλών τον Νοέμβριο του 1940, ήταν μια πόλη ανοχύρωτη και ανυπεράσπιστη απέναντι στην τότε σύγχρονη αεροπορία με μόνο πεπαλαιωμένο αντιαεροπορικό τύπου skoda που βρισκόταν στην πάνω πλατεία. Ο ιταλικός βομβαρδισμός κόστισε τότε 200 ανθρώπινες ψυχές.
Τα δεινά των βομβαρδισμών της Κέρκυρας σταμάτησαν από τον Απρίλιο του 1941 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 43, καθώς βρισκόταν κάτω από τον ιταλικό ζυγό, με τις εξελίξεις στα πολεμικά μέτωπα να είναι ραγδαίες. Οι Αγγλοαμερικανοί θέλοντας να χτυπήσουν τους Ιταλούς βομβάρδισαν τον Αύγουστο του ’43 την Κέρκυρα και συγκεκριμένα το ιταλικό αεροδρόμιο στα Γουβιά, αχρηστεύοντας τον κεντρικό αγωγό ύδρευσης του νησιού, επιφέροντας τρομερές συνέπειες στο λαό.
Στις 13 Σεπτεμβρίου ένα σμήνος από γερμανικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα πυροβόλησε πυροβολαρχίες των άλλοτε συμμάχων τους Ιταλών στα Μελίκια της Λευκίμμης ,το αεροδρόμιο και το λιμάνι του νότου. Οι επιδρομές συνεχίστηκαν με στόχο τις ιταλικές θέσεις. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας βομβαρδίστηκε το αεροδρόμιο στην πόλη, ενώ το απόγευμα, βομβαρδίστηκε ο Σταυρός και ο Ανεμόμυλος, σήμα κατατεθέν του νησιού στη Γαρίτσα. Οι βομβαρδισμοί έπληξαν το Παλιό Φρούριο, την Πάνω Πλατεία, το λόφο Αβράμη, το Κεφαλομάντουκο, το Βίδο, το Μαντούκι, τη Γαρίτσα, την Ανάληψη και άλλες περιοχές, μεταξύ αυτών και την εβραϊκή συνοικία που ήταν στην καρδιά της παλιάς πόλης.
Εκείνη τη νύχτα, ο κερκυραϊκός λαός πλήρωσε ακριβά την «ιταλική αντίσταση». Οι βομβαρδισμοί κόπασαν και πολλοί κάτοικοι μετά τη λήξη του συναγερμού, γύρισαν λίγο πριν τα μεσάνυχτα, στα σπίτια τους να δουν αν είχαν ζημιές. Πίστεψαν ότι και οι Γερμανοί, όπως και οι Ιταλοί δεν θα βομβαρδίσουν τις βραδινές ώρες. Όμως, λίγο μετά τις δύο τα ξημερώματα η βοή των γερμανικών αεροπλάνων σκόρπισε τον τρόμο στο νησί. Τεράστιες φλόγες, από τις εμπρηστικές βόμβες, άρχισαν να «καταπίνουν» τα ψηλά σπίτια των Κερκυραίων . Η Κέρκυρα φλέγονταν. Οι φωτιές στην πόλη ήταν ορατές ακόμη και από την Ηγουμενίτσα. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά έτρεχαν να σωθούν. Τα στενά καντούνια ήταν πλημμυρισμένα από αποπνικτικό καπνό. Οι φλόγες έγλυφαν τους τοίχους των σπιτιών, από μέσα η φωτιά κατέτρωγε τα ξύλινα πατώματα και τα πατάρια, που εγκατέλειπαν κάθε μάχη να σταθούν όρθια. Οι άνθρωποι έτρεχαν σαν τα ποντίκια να κρυφτούν σε υπόγεια, που λειτουργούσαν ως καταφύγια. Άλλοι προσπαθούσαν να βγάλουν τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους και τους ανήμπορους, μέσα από τα φλεγόμενα ερείπια. Αρκετοί έτρεξαν στον ναό του προστάτη του νησιού του Αγίου Σπυρίδωνα για να σωθούν. Η Κέρκυρα λαμπάδιασε. Αυτή τη φορά δεν ήταν ο Νέρωνας που έκαψε την Ρώμη, ήταν η λυσσαλέα εκδίκηση των Γερμανών απέναντι στους Ιταλούς προδότες τους, κατακτητές της πιο όμορφης ελληνικής πόλης. Μέσα σε μία νύχτα 842 οικογένειες έμειναν χωρίς σπίτια, ενώ άλλα 345 σπίτια χρειάστηκε να κατεδαφιστούν μετά τις σοβαρές ζημιές που υπέστησαν.
Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν στην Κέρκυρα έως τις 25 Σεπτεμβρίου, ημέρα που η πόλη κατελήφθη από τα γερμανικά στρατεύματα.
Από τους βομβαρδισμούς, επλήγη το 70% των κτηρίων της ιστορικής πόλης της Κέρκυρας. Καταστράφηκαν εξ ολοκλήρου 535 κτίρια, ανάμεσά τους το δικαστικό μέγαρο, το τελωνείο, το ταχυδρομείο, το λιμεναρχείο, οι Στρατώνες του Παλαιού Φρουρίου, το Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας η πολιτιστική Ακρόπολη του νησιού, μία μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου κι από τα καλύτερα στην Ευρώπη, μαζί με το σπάνιο μουσικό αρχείο του. Η περίφημη Ανουτσιάτα (Annunciata), ο λατινικός ναός της Παναγίας της Ευαγγελίστριας, κτίσμα του 14ου αιώνα, άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία του νησιού. Σώθηκε μόνο το καμπαναριό, όπου δεσπόζει μέχρι και σήμερα στην καρδιά της πόλης.
Σοβαρές ζημιές υπέστησαν 320 κτίρια, μεταξύ αυτών η Ιόνιος Βουλή το πρώτο ελληνικό Κοινοβούλιο, η Ιόνιος Ακαδημία, το κτήριο που στέγασε το πρώτο Ελληνικό Πανεπιστήμιο (1824) μαζί με το Αρχείο της, καθώς και η Δημόσια Βιβλιοθήκη Κερκύρας, που συστεγαζόταν στο κτήριο αυτό, με σπάνιες εκδόσεις. Καταστροφές υπέστη ο Μαρκάς, η αγορά της Κέρκυρας, το πολυτελές ξενοδοχείο Βella Venezia, ένα από τα καλύτερα ξενοδοχεία της εποχής, η κατοικία του Λατίνου Αρχιεπισκόπου στην πλατεία Δημαρχείου, τα περισσότερα κτήρια της Εβραϊκής Συνοικίας, καθώς και η μία από τις δύο Συναγωγές της, το Γηροκομείο, το Ψυχιατρείο, το Ορφανοτροφείο, πολλοί ορθόδοξοι ναοί, όπως η Παναγία (Οδηγήτρια), η Αγία Τριάδα, οι Ταξιάρχες, οι Αγ. Πατέρες, το σημερινό μουσείο εκκλησιαστικής τέχνης, ο Παντοκράτορας στο Καμπιέλο, ο Αγ. Ελευθέριος, η Αγ. Αικατερίνη, η Υπαπαντή και εκατοντάδες κατοικίες κερκυραίων πολιτών.
Ολοσχερώς καταστράφηκαν επίσης 12 ιεροί ναοί μέσα στην πόλη, ενώ 13 έπαθαν σοβαρότατες ζημιές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικό που είχε εκδώσει ο δήμος Κέρκυρας το Σεπτέμβριο του 1999, το έπος του ’40, η Κέρκυρα δέχθηκε συνολικά 127 βομβαρδισμούς από τους Ιταλούς, 32 από τους Γερμανούς και 36 από τους Συμμάχους. Τα ανθρώπινα θύματα ξεπέρασαν τα 2200, οι τραυματίες ήταν περίπου 3.800, ενώ αυτοί που φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν έφταναν περίπου τους 4700.
Έκτοτε πολλά κτίρια αναστηλώθηκαν, άλλα ανοικοδομήθηκαν από την αρχή, χωρίς όμως να θυμίζουν την πρότερη μορφή τους, όπως το Θέατρο της Κέρκυρας. Ακόμη και σήμερα οι «λαβωμένοι σκελετοί της εβραϊκής συνοικίας, αλλά και της Ανουντσιάτας, θυμίζουν σε όλους τον τρόμο που έζησε η πόλη, κρατώντας ζωντανές τις αναμνήσεις της πολύπαθης ιστορίας της το έπος του ‘40.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ (Το φωτογραφικό υλικό και πληροφορίες δόθηκαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ από τον ιστορικό συγγραφέα και γραμματέα της Καθολικής Αρχιεπισκοπής της Κέρκυρας, Σπύρο Γαούτση).