Η δράση του Υποβρυχίου «Παπανικολής» στον Β’Π.Π. γύρω από την Κεφαλονιά και την Ιθάκη
«Υ/Β Παπανικολής» Υ-2 (1927-1945)
Το υποβρύχιο «Υ/Β Παπανικολής» (πλευρικός αριθμός Υ-2) παραγγέλθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση το 1925 μαζί με το «Υ/Β Κατσώνης» (Υ-1) τύπου “Schneider-Leubeut”, ναυπηγήθηκε στην Γαλλία (Ateliers et Chantiers de la Loire με έδρα στην Nantes στην Ατλαντική ακτή) και παραλήφθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1927 από το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό στην Toulon. Έλαβε το όνομά του από τον Ψαριανό πυρπολητή του αγώνα για απελευθέρωση Δημήτριο Παπανικολή (1790-1855). Το μήκος του ήταν 62,50 μ., το πλάτος 5,30 μ. και το βύθισμα 3,60 μ., η ταχύτητα 14 κόμβοι στην επιφάνεια και 9 σε κατάδυση. Είχε πλήρωμα 30 ανδρών και οπλισμό αποτελούμενο από 6 τορπιλοσωλήνες 21 ιντσών, 1 πυροβόλο 100 χιλ. και 2 πολυβόλα.
Το «Υ/Β Παπανικολής» στον Β’Π.Π.
Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940 το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού (Γ.Ε.Ν.) διέταξε αμέσως δύο υποβρύχια (το «Παπανικολής» και το «Νηρεύς» Υ-4) να διατεθούν στην Ναυτική Αμυντική Περιοχή 1 (ΝΑΠ/1) Δυτικής Ελλάδας (μετέπειτα Ναυτική Διοίκηση Ιονίου) για την φρούρηση των προσβάσεων του Πατραϊκού Κόλπου από ενδεχόμενη Ιταλική επίθεση κατά των Δυτικών Ελληνικών ακτών. Έως τον Απρίλιο 1941 το «Παπανικολής» πραγματοποίησε 4 πολεμικές περιπολίες στο Ιόνιο, όπου βύθισε στις 22 Δεκεμβρίου 1940 το ιταλικό ιστιοφόρο “Antonietta”, στις 23 Δεκεμβρίου 1940 ένα πετρελαιοκίνητο και στις 24 Ιανουαρίου 1941 το οπλιταγωγό “Firenze”.
Με την κατάληψη της Ελλάδας κατέπλευσε στην Αλεξάνδρεια από όπου επιχείρησε κατά την δεύτερη φάση του πολέμου (στις 29 Ιουνίου 1942 η βάση των Ελληνικών υποβρυχίων μεταφέρθηκε στην Χάιφα κατόπιν προληπτικής εκκένωσης λόγω της γερμανικής προέλασης, ενώ από τις 2 Αυγούστου ως βάση ορίσθηκε η Βηρυτός), πραγματοποιώντας 10 ακόμη πολεμικές περιπολίες έως τις 13 Οκτωβρίου 1944. Έτσι βύθισε ένα φορτηγό 8.000 τόν. έξω από το λιμάνι της νησίδας Αλίμνια της Δωδεκανήσου στις 30 Νοεμβρίου 1942 και έναν αριθμό από ιστιοφόρα ενώ αιχμαλώτισε ένα από αυτά. Παράλληλα, έφερε σε πέρας ειδικές αποστολές, όπως αποβιβάσεις και παραλαβές πρακτόρων ή καταδρομέων στο Αιγαίο. Συνολικά σε όλη την περίοδο του πολέμου βύθισε σκάφη συνολικού εκτοπίσματος 13.000 τόνων, ενώ μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1945 παροπλίστηκε μετά από ένδοξη δράση σε όλη την διάρκεια του πολέμου.
Δράση γύρω από την Κεφαλονιά και την Ιθάκη
Στα έγγραφα της Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού (Υ.Ι.Ν.) αναφέρεται ότι αποστολή του «Παπανικολή» από τις 28 Οκτωβρίου 1940 ήταν η κάλυψη του Πατραϊκού Κόλπου, συγκεκριμένα οι κινήσεις του αφορούσαν περιπολία στο Στενό Κεφαλληνίας-Ζακύνθου μεταξύ 29 Οκτωβρίου και 2 Νοεμβρίου 1940, με σκοπό την μετάδοση πληροφοριών για τις κινήσεις εχθρικών πλοίων και επίθεση εναντίον τους:
(Απόσπασμα) «…29.10.40 … εξήλθε δε τας εσπερινάς ώρας προς την περιοχήν της περιπολίας του εγκατασταθέν εις το μεταξύ Ζακύνθου και Κεφαλληνίας στενόν αυθημερόν … 1-2.11.40 Πέρας περιπολίας του εις στενόν Ζακύνθου-Κεφαλληνίας και κατόπιν διαταγής Ν.Α.Π./1 (σ.σ. Ναυτική Αμυντική Περιοχή 1) περιπολία του Βορειότερον εις περιοχήν Πρεβέζης-Καστροσυκιάς…»
Αργότερα το υποβρύχιο κατέπλευσε προσωρινά στο Βαθύ Ιθάκης μεταξύ 24-26 Ιανουαρίου 1941, καθώς επίσης μεταξύ 5-6 Μαρτίου 1941. Μάλιστα στις 25 Ιανουαρίου 1941 σημειώνεται και ένα περιστατικό φίλιων πυρών με το Τορπιλοβόλο (Τ/Β) «Σφενδόνη»: Όταν το υποβρύχιο απέπλευσε από το Βαθύ, λόγω εμφάνισης 5 εχθρικών αεροσκαφών Νότια της Λευκάδας, καταδύθηκε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του όρμου, εκεί αντιλήφθηκε κοντά του το «Σφενδόνη» και πιστεύοντας ότι γνώριζε την παρουσία του αναδύθηκε. Όμως το Τορπιλοβόλο θεώρησε ότι πρόκειται για εχθρικό σκάφος και έβαλε εναντίον του, ευτυχώς μετά την πρώτη βολή ο Κυβερνήτης αντιλήφθηκε ότι ήταν φίλιο πλοίο και διέταξε άμεση παύση του πυρός. Έτσι το υποβρύχιο καταδύθηκε και έπλευσε πάλι στο Βαθύ:
(Απόσπασμα) «…24.1.41 Υπερέβη το φράγμα Ρίου, διελθών ακολούθως το πεδίον ναρκών Θολής και κατέπλευσεν εις το Βαθύ Ιθάκης, κατέπλευσεν δε εκεί και το επιστρέφον εκ της παρά το στενόν του Οτράντο περιπολίας του Υ/Β «Νηρεύς» …25.1.41 Απέπλευσεν από το Βαθύ Ιθάκης και λόγω εμφανίσεως 5 εχθρικών αεροσκαφών Νοτίως της Λευκάδος κατεδύθη και κατευθύνθη προς την έξοδον του όρμου, αντιληφθείς δε πλησίον του το Τ/Β «Σφενδόνη» και έχων πεποίθησιν ότι εγνώριζε την παρουσίαν του ανεδύθη, αλλά η «Σφενδόνη» θεωρήσασα ότι επρόκειτο περί εχθρικού Τ/Β έβαλεν εναντίον του, αλλά με την πρώτην βολήν ο Κυβερνήτης αντιληφθείς ότι επρόκειτο περί φιλίου Τ/Β διέταξε άμεσον παύσιν πυρός. Ακολούθως κατεδύθη και έπλευσε πάλιν εις Βαθύ… 26.1.41 Απέπλευσε προς περιοχήν περιπολίας…»
(Απόσπασμα) «…5.3.41 Την 05.30 υπερέβη την άκραν Δουκάτο, ανέφερε δε εις τον Α.Δ.Υ. τα συμβάντα και εζήτησε την έγκρισιν του δια να επαναπλεύση εις Ν/θμον (σ.σ. Ναύσταθμο), εν αναμονή δε ταύτης έπλευσε προς το Βαθύ Ιθάκης… 6.3.41 Κατέπλευσεν εις Ν/θμον…»
Η «σπηλιά του Παπανικολή»
Αν και το γνωστό ενάλιο σπήλαιο στην νοτιοδυτική ακτή του Μεγανησίου είναι γνωστό και ως «σπηλιά του Παπανικολή», ακούγεται και στην Κεφαλονιά ότι υπάρχει ακόμη ένα, στις δυτικές ακτές της νήσου, όπου λέγεται ότι έβρισκε καταφύγιο και χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο, το ένδοξο υποβρύχιο. Πρέπει όμως να εξηγήσουμε γιατί αυτό δεν μπορεί να ισχύει.
Γενικά μιλώντας τα υποβρύχια εκείνης της περιόδου ήταν αναγκασμένα να περνούν τις περισσότερες ώρες σε ανάδυση, ώστε να θέτουν σε λειτουργία τις ηλεκτρογεννήτριες για να φορτίζουν τις μπαταρίες και να ανανεώνουν τον αέρα στο εσωτερικό τους. Προτιμούσαν φυσικά να αναδύονται κατά την διάρκεια της νύχτας οπότε ήταν δυσκολότερος ο εντοπισμός τους λόγω του σκότους. Κατά την διάρκεια της ημέρας ένα υποβρύχιο κρυβόταν όταν ήταν σε κατάδυση στην περιοχή που περιπολούσε στην ανοιχτή θάλασσα, και δεν απαιτούταν αγκίστρωση στις ακτές για απόκρυψη. Βέβαια εξαίρεση θα μπορούσε να αποτελεί κάποια βλάβη στα συστήματα ελέγχου έρματος που δεν επέτρεπε την κατάδυση, αλλά αυτό δεν αποτελεί σύνηθες γεγονός. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα έγγραφα της Υ.Ι.Ν. αναφέρεται ότι «όλα τα Ελληνικά υποβρύχια χρησιμοποίησαν μικρές νησίδες του Ιονίου είτε για αποκατάσταση βλαβών είτε για αποφυγή ισχυρής θαλασσοταραχής, αλλά ποτέ ως ορμητήρια». Εδώ προφανώς γίνεται λόγος για όρμους προστατευμένους από τον καιρό αναλόγως της διεύθυνσης των ανέμων, κυματισμού και ρευμάτων, ενώ φυσικά δεν γίνεται λόγος για είσοδο των υποβρυχίων και παραμονή εντός θαλάσσιων σπηλαίων, καθώς αυτό θα ήταν επικίνδυνο για πρόκληση σημαντικών ζημιών.
Αρχικά οι διαστάσεις ενός υποβρυχίου δεν επιτρέπουν την απόκρυψη του σε θαλάσσια σπήλαια. Το μήκος του είναι μεγάλο αλλά ακόμη σημαντικότερα το βύθισμα δεν επιτρέπει την ασφαλή προσέγγιση μεταξύ των βράχων που βρίσκονται στον βυθό και προεξέχουν μειώνοντας το «καθαρό» βάθος. Επίσης κοντά σε εσοχές και ιδιαίτερα σπήλαια με κάποιο «βάθος» προς την ενδοχώρα (εννοώντας το μήκος κάθετα στην ακτογραμμή), ο κυματισμός ή τα θαλάσσια ρεύματα εντείνονται στο εξωτερικό του σπηλαίου λόγω αντίστασης της ακτής (συμπαγές εμπόδιο) και στο εσωτερικό λόγω στένωσης (μείωση της διατομής), έτσι το σκάφος θα μπορούσε να μετατοπίζεται χωρίς να έχει τον έλεγχο, και να προσκρούει στα τοιχώματα. Ακόμη στις βραχώδεις ακτές δεν υπάρχει άλλος τρόπος σταθεροποίησης παρά με χρήση της άγκυρας, η οποία όμως είναι προβληματική λόγω του ανάγλυφου του βυθού με μεγάλες πιθανότητες η άγκυρα να σκαλώσει στα βράχια. Και βέβαια ένα τυπικού μεγέθους υποβρύχιο, όπως και οποιοδήποτε μεγάλου μεγέθους σκάφος, δεν έχει την ευχέρεια για ελιγμούς ακριβείας σε απόσταση αναπνοής από απόκρημνες ακτές.
Υπάρχουν όμως και άλλοι, σημαντικοί τακτικοί λόγοι που ένα υποβρύχιο προσπαθεί να αποφύγει την προσέγγιση στις ακτές. Στην ανοιχτή θάλασσα το υποβρύχιο παραμένει αθέατο από αδιάκριτα βλέμματα, από θέσεις επάκτιας άμυνας που διαθέτουν βαρύ οπλισμό, από ναρκοπέδια που εγκαθίστανται σε παράκτιες περιοχές και στενά. Τα υποβρύχια είναι σιωπηλοί κυνηγοί που παραμένουν σε περιοχές που δεν γίνονται αντιληπτά και τους επιτρέπουν να έχουν ευχέρεια και πρωτοβουλία κινήσεων. Ακόμη και αν ενεδρεύουν κοντά σε στενά περάσματα, φροντίζουν να μην παγιδεύονται σε αυτά με κανέναν τρόπο και να διατηρούν πάντα διεξόδους σε πολλαπλές κατευθύνσεις και σε βαθιά νερά.
Επομένως εντός ενός σπηλαίου ένα υποβρύχιο δεν μπορεί να χωρέσει, να προσεγγίσει με ασφάλεια, να αγκυροβολήσει και να σταθεροποιηθεί χωρίς να κινδυνεύει να υποστεί ζημιές. Αλλά ακόμα και αν όλα αυτά λύνονταν με κάποιον τρόπο, δεν υπάρχει η σκοπιμότητα να κρυφτεί κοντά στις ακτές και όχι ανοιχτά όπου είναι αθέατο, δεν κινδυνεύει από παρατήρηση, επάκτια βαρέα όπλα και ναρκοπέδια. Είναι ωραίο να συνδέουμε τον τόπο μας με δοξασμένες μονάδες του ναυτικού, αλλά ακόμη καλύτερα είναι να αποφεύγουμε τον ανακριβή εμπλουτισμό των γεγονότων, και να διατηρούμε την αλήθεια των γεγονότων που έτσι κι αλλιώς είναι εξαιρετικά πλούσια και η ίδια εμπλουτίζει την ιστορία μας.
Ονοματοδοσία ελληνικών υποβρυχίων του Π.Ν.
Το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό (Π.Ν.) έχει δημιουργήσει μια μικρή παράδοση, καθώς τιμώντας τους σημαντικότερους πυρπολητές του Αγώνα για ανεξαρτησία, έχει δώσει τα ονόματα τους σε υποβρύχια που έδρασαν στον Β’ Π.Π. αλλά και στα σύγχρονα υποβρύχια “Type 214” («Υ/Β Παπανικολής», «Υ/Β Ματρώζος», «Υ/Β Πιπίνος». Τα πυρπολικά απαιτούσαν ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και τόλμη καθώς ο κυβερνήτης του μπουρλότου ήταν ο τελευταίος που το εγκατέλειπε αφού το είχε καθοδηγήσει μέχρι σε μικρή απόσταση από τον στόχο και μόνο τότε του έβαζε φωτιά. Όπως και τα πυρπολικά, τα υποβρύχια δρουν χωρίς να γίνονται αντιληπτά, έως την τελευταία στιγμή οπότε χρησιμοποιούν τα θανάσιμα όπλα τους. Αν και τα υποβρύχια σε σχέση με τα πυρπολικά δεν θυσιάζονται, ο κίνδυνος από την στιγμή της αποκάλυψης τους είναι μεγάλος και επανδρώνονται με ικανό και θαρραλέο πλήρωμα.
Το πρώτο ναυτικό στον κόσμο που διερεύνησε το μηχανοκίνητο υποβρύχιο ως ναυτικό όπλο
Αξίζει να σημειωθεί ότι το τότε Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό ήταν το πρώτο στον κόσμο που παρήγγειλε (1885) και παρέλαβε (1886) υποβρύχιο σκάφος με μηχανή (το οποίο είχε αναπτυχθεί από το 1884), το “Nordenfelt I”, το οποίο όμως λόγω των προβλημάτων που παρουσίαζε δεν μπήκε ποτέ σε υπηρεσία, εγκαταλείφθηκε και διαλύθηκε (1901). Έως τότε είχαν αξιοποιηθεί σε μάχη υποβρύχια που κινούνταν από τον άνθρωπο, χωρίς κινητήρα (“CSS H.L.Hunley” στον αμερικανικό εμφύλιο το 1864). Το υποβρύχιο είχε μήκος 19,5μ. μπορούσε να καταδυθεί σε βάθος 15 μέτρων, είχε ταχύτητα 9 κόμβους στην επιφάνεια και 3 σε κατάδυση και έφερε μια τορπίλη “Whitehead” 355χιλ. και ένα διπλό πολυβόλο 35χιλ. Κατά τις δοκιμές διαπιστώθηκε ότι ενώ μπορούσε να καταδυθεί και να αναδυθεί, ο λέβητας χρειαζόταν τουλάχιστον 12 ώρες για να αποκτήσει πίεση αρκετή για να πλεύσει, ενώ όταν έφτανε εκείνη η ώρα η θερμοκρασία στο εσωτερικό ήταν πολύ υψηλή, επίσης υπήρχε ο κίνδυνος συσσώρευσης μονοξειδίου.
Τηλέμαχος Μπεριάτος
Ιανουάριος 2023
Πηγές : Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού (ΥΙΝ)
Εικόνες