Ο Ρόκκος Χοϊδάς ήταν δικαστικός και πολιτικός. Διακρίθηκε για τους δημοκρατικούς του αγώνες τον 19ο αιώνα και από πολλούς ερευνητές θεωρείται ως ένας από τους πρώιμους σοσιαλιστές του ελληνικού χώρου. Ο ίδιος σε μία αγόρευσή του στη Βουλή είχε αυτοχαρακτηριστεί ως «κοινωνιστής».
Γεννήθηκε το 1830 στην Πρόνοια Ναυπλίου και καταγόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια της Κρήτης, που είχε εγκατασταθεί στην Κεφαλληνία. Ο πατέρας του, Δημήτριος Χοϊδάς, είχε πολεμήσει ως ιερολοχίτης στη Μολδαβία, κατά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Η γέννησή του μακριά από το νησί της Κεφαλλονιάς, θα έδινε την αφορμή στους μετέπειτα πολιτικούς αντιπάλους του να τον χαρακτηρίσουν ως «ξένο» και όχι ατόφιο Κεφαλλονίτη, που δεν δικαιούται να πολιτεύεται στην Κεφαλληνία. Ωστόσο, ο πατέρας του τον ενέγραψε στο δημοτολόγιο της Κεφαλλονιάς και όχι του δήμου της περιοχής όπου γεννήθηκε, πράγμα που ήταν συνηθέστατη τακτική εκείνα τα χρόνια, μια και η οργάνωση του κράτους ήταν ανύπαρκτη.
Σύμφωνα με το κεφαλλονίτικο αρχοντολόγιο, η οικογένεια του Χοϊδά καταγόταν από την Κρήτη και κάποιος Ιωάννης Χοϊδάς μετανάστευσε στην Κεφαλλονιά γύρω στο 1500. Η ευγενική καταγωγή της οικογένειας, μάλιστα, καταγράφεται στο χρυσόβιβλο, το περίφημο LIBRO D’ORO.
Ο νομικός Ρόκκος Χοϊδάς
Ο πολιτικός Ρόκκος Χοϊδάς
Στα μέσα Μαρτίου του 1875 προκάλεσε σε μονομαχία τον φιλομοναρχικό βουλευτή Μεσολογγίου Δημοσθένη Στάικο, ύστερα από έντονη πολιτική αντιπαράθεση που είχαν σε καφενείο της Πλατείας Συντάγματος. Η μονομαχία έγινε στις 24 Μαρτίου και ο Στάικος, που ήταν απόστρατος συνταγματάρχης, τον τραυμάτισε σοβαρά στο στήθος, ένα τραύμα που τον ταλαιπώρησε στο υπόλοιπο διάστημα της ζωής του και συνετέλεσε στο θάνατό του.
Ο Χοϊδάς πολιτεύτηκε στην επαρχία της Κραναίας και μέσα στο κατακαλόκαιρο άρχισε τις περιοδείες του. Ταυτόχρονα, στο Αργοστόλι οργανώνει τους νέους σε έναν δημοκρατικό σύλλογο και καταρτίζει ένα νέο σύστημα προεκλογικής εκστρατείας, το οποίο δεν περιλαμβάνει τους γνωστούς μπράβους και τους κομματάρχες, αλλά ο ίδιος επιλέγει να περιφέρεται από πόρτα σε πόρτα ώστε να ακούει από πρώτο χέρι τα ζητήματα που του θέτουν οι ψηφοφόροι ως προτεραιότητές τους.
Χαρακτηριστικός είναι και ο λόγος του Χοϊδά για τα πολιτικά ήθη της εποχής. «Αν με εκλέξητε, μην περιμένετε παρ’ εμού θέσεις και χάριτας εναντίον του νόμου…».
«Αν ειπεί ου, ανατρέπεται ως τόσοι άλλοι!»
Στη συνεδρίαση της 17ης Νοεμβρίου, ο Χοϊδάς – απερίσκεπτα, είναι η αλήθεια – δηλώνει από του βήματος πως, αν αποδοκιμαστεί, θα παραιτηθεί… Ήταν η ευκαιρία που ζητούσαν οι αντίπαλοί του. Στο βήμα, ο αυλοκόλακας Γεράσιμος Ζωχιός, προκειμένου να τον προκαλέσει, δηλώνει: «Ότι είπεν ο βασιλεύς θα πιστεύω, ό,τι θέλει αυτός θα γίνη. Αν ειπεί ου, δέκα λαοί δεν δύνανται να υπερισχύσουν». Στο άκουσμα των γελοιοτήτων του Ζωχιού, ο Χοϊδάς πετάγεται και βροντοφωνάζει: «Αν ειπεί ου, ανατρέπεται ως τόσοι άλλοι»! Στη Βουλή ακολούθησε πανδαιμόνιο. «Εθορυβήθησαν και εξανέστησαν οι σήμερον ουχί πλέον της βασιλείας, αλλά της τυραννίας οπαδοί». Τότε τον κατηγόρησαν ως υβριστή του πολιτεύματος. Στην προσπάθειά του να μιλήσει τον αποδοκίμασαν και ο Χοϊδάς, θεωρώντας τον εαυτό του δεσμευμένο, παραιτήθηκε.
Δεινός ρήτορας, ο Ρόκκος Χοϊδάς άφησε εποχή με τις αγορεύσεις του στη Βουλή, οι οποίες όμως δεν διασώθηκαν, καθώς οι πρόεδροι της Βουλής, κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη και τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, φρόντιζαν να μην τις συμπεριλαμβάνουν στα πρακτικά, μη θέλοντας να δυσαρεστήσουν τον ανώτατο άρχοντα. Κυνηγήθηκε ανελέητα από τη φιλομοναρχική παράταξη, με αποτέλεσμα να μην επανεκλεγεί βουλευτής Κραναίας το 1879 και Αττικοβοιωτίας το 1881, παρά την υποστήριξη που είχε κατά την τελευταία προεκλογική εκστρατεία από τις προοδευτικές εφημερίδες της εποχής «Μη χάνεσαι» του Βλάση Γαβριηλίδη και «Ραμπαγάς» του Κλεάνθη Τριανταφύλλου.
Το 1883 εξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής Αττικοβοιωτίας και μαζί με τον ομοϊδεάτη του Αριστείδη Οικονόμου ίδρυσε το «Λαϊκό Κόμμα», που πρέσβευε την ανανέωση της πολιτικής ζωής και ήταν ένα τα πρώτα κόμματα αρχών στον ελληνικό πολιτικό βίο. Με το κόμμα αυτό εξελέγη για τελευταία φορά βουλευτής Αττικοβοιωτίας τον Απρίλιο του 1885.
Η παρουσία του στη Βουλή τερματίστηκε στις 14 Νοεμβρίου 1885, όταν υπέβαλε την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα, μετά την καταψήφιση του νομοσχεδίου του «Περί τιμωρίας των καταχρωμένων τα δημόσια χρήματα». Πολλοί συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο αγωνιστής Ρόκκος Χοϊδάς
Λίγες ημέρες αργότερα παρακρατικά στοιχεία επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν στα σκαλιά του κοινοβουλίου. Στην υπόθεση φερόταν αναμεμιγμένος ο τότε αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Κοκκινόπουλος.
Έκτοτε, ο Ρόκκος Χοϊδάς συνέχισε τους αγώνες του γράφοντας άρθρα σε εφημερίδες, παρακινώντας τον λαό σε εξέγερση κατά της μοναρχίας και υπέρ της διαφύλαξης των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ελευθερίας και της ισότητας.
Με αφορμή ένα άρθρο του στην εφημερίδα «Ραμπαγάς» του Κλεάνθη Τριανταφύλλου, το οποίο θεωρήθηκε υβριστικό κατά του βασιλιά Γεωργίου και του διαδόχου Κωνσταντίνου, ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη. Δικάστηκε στο Κακουργιοδικείο της Άμφισσας και στις 31 Μαΐου 1889 καταδικάσθηκε σε ποινή τριετούς φυλάκισης. Στην απολογία του, που διήρκεσε 24 ώρες, κατηγόρησε με δριμύτητα τους αυλοκόλακες και τα φιλοβασιλικά κόμματα της εποχής. Αρνήθηκε επιμόνως να υποβάλει αίτηση χάριτος στον βασιλιά κι έτσι οδηγήθηκε στις φυλακές της Χαλκίδας για να εκτίσει την ποινή του.
Στις 3 Μαΐου 1890, ο Ρόκκος Χοϊδάς άφησε την τελευταία του πνοή στη φυλακή, σε ηλικία 60 ετών, εξαντλημένος από τις κακουχίες, αλλά και από την υποτροπή του παλαιού του τραύματος. Η φήμη περί αυτοκτονίας του, που κυκλοφόρησαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, πρέπει να στερείται βάσεως.
Ο Ρόκκος Χοϊδάς και ο τεκτονισμός
Στην ιστοσελίδα της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος ο Ρόκκος Χοϊδάς αναφέρεται ως ιστορικό στέλεχος της (κλικ εδω)
ΠΗΓΕΣ