Σαν σήμερα , 3 Μαίου 1890 πεθαίνει στις φυλακές Χαλκίδας ο βουλευτής, πρώην αντεισαγγελέας εφετών, Ρόκκος Χοϊδάς, ο οποίος είχε αρνηθεί να υποβάλει αίτηση χάριτος μετά την καταδίκη του σε τριετή φυλάκιση για άρθρο που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ραμπαγάς» και θεωρήθηκε προσβλητικό για τη βασιλική οικογένεια. Διακήρυττε ότι η εθνική κυριαρχία και ο νόμος είναι πάνω από τον βασιλιά.

 

Ο Ρόκκος Χοϊδάς ήταν δικαστικός και πολιτικός. Διακρίθηκε για τους δημοκρατικούς του αγώνες τον 19ο αιώνα και από πολλούς ερευνητές θεωρείται ως ένας από τους πρώιμους σοσιαλιστές του ελληνικού χώρου. Ο ίδιος σε μία αγόρευσή του στη Βουλή είχε αυτοχαρακτηριστεί ως «κοινωνιστής».

Γεννήθηκε το 1830 στην Πρόνοια Ναυπλίου και καταγόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια της Κρήτης, που είχε εγκατασταθεί στην Κεφαλληνία. Ο πατέρας του, Δημήτριος Χοϊδάς, είχε πολεμήσει ως ιερολοχίτης στη Μολδαβία, κατά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης.

Η γέννησή του μακριά από το νησί της Κεφαλλονιάς, θα έδινε την αφορμή στους μετέπειτα πολιτικούς αντιπάλους του να τον χαρακτηρίσουν ως «ξένο» και όχι ατόφιο Κεφαλλονίτη, που δεν δικαιούται να πολιτεύεται στην Κεφαλληνία. Ωστόσο, ο πατέρας του τον ενέγραψε στο δημοτολόγιο της Κεφαλλονιάς και όχι του δήμου της περιοχής όπου γεννήθηκε, πράγμα που ήταν συνηθέστατη τακτική εκείνα τα χρόνια, μια και η οργάνωση του κράτους ήταν ανύπαρκτη.

Σύμφωνα με το κεφαλλονίτικο αρχοντολόγιο, η οικογένεια του Χοϊδά καταγόταν από την Κρήτη και κάποιος Ιωάννης Χοϊδάς μετανάστευσε στην Κεφαλλονιά γύρω στο 1500. Η ευγενική καταγωγή της οικογένειας, μάλιστα, καταγράφεται στο χρυσόβιβλο, το περίφημο LIBRO D’ORO.

Ο νομικός Ρόκκος Χοϊδάς

 Ο Ρόκκος (Χαράλαμπος) Χοϊδάς φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ακολούθησε τον εισαγγελικό κλάδο και εξελίχθηκε μέχρι το βαθμό του αντεισαγγελέα Εφετών.
 Κατά τη διάρκεια της δικαστικής του καριέρας αγωνίστηκε με πάθος για την εξάλειψη της ληστείας, που αποτελούσε αληθινή μάστιγα την εποχή του, καθώς και για την εξυγίανση του δημόσιου βίου. Απογοητευμένος, όμως, από το μέγεθος της διαφθοράς παραιτήθηκε από το δικαστικό σώμα το 1874 κι έκτοτε ασχολήθηκε μαχητικά με την πολιτική και την αρθρογραφία.

Ο πολιτικός Ρόκκος Χοϊδάς

Στα μέσα Μαρτίου του 1875 προκάλεσε σε μονομαχία τον φιλομοναρχικό βουλευτή Μεσολογγίου Δημοσθένη Στάικο, ύστερα από έντονη πολιτική αντιπαράθεση που είχαν σε καφενείο της Πλατείας Συντάγματος. Η μονομαχία έγινε στις 24 Μαρτίου και ο Στάικος, που ήταν απόστρατος συνταγματάρχης, τον τραυμάτισε σοβαρά στο στήθος, ένα τραύμα που τον ταλαιπώρησε στο υπόλοιπο διάστημα της ζωής του και συνετέλεσε στο θάνατό του.

 Το 1875, ο Χοϊδάς θέτει υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές στην περιφέρεια της Κεφαλλονιάς, η οποία ήταν χωρισμένη στην επαρχία της Κραναίας, που εξέλεγε τέσσερις βουλευτές, της Πάλλης, που εξέλεγε τρεις, και της Σάμης, που εξέλεγε άλλους τρεις.
Ο Χοϊδάς πολιτεύτηκε στην επαρχία της Κραναίας και μέσα στο κατακαλόκαιρο άρχισε τις περιοδείες του. Ταυτόχρονα, στο Αργοστόλι οργανώνει τους νέους σε έναν δημοκρατικό σύλλογο και καταρτίζει ένα νέο σύστημα προεκλογικής εκστρατείας, το οποίο δεν περιλαμβάνει τους γνωστούς μπράβους και τους κομματάρχες, αλλά ο ίδιος επιλέγει να περιφέρεται από πόρτα σε πόρτα ώστε να ακούει από πρώτο χέρι τα ζητήματα που του θέτουν οι ψηφοφόροι ως προτεραιότητές τους.
Καταργώντας τις χειραψίες και τους υποσχετικούς λόγους, ο Χοϊδάς γίνεται κοινωνός του λαϊκού αισθήματος με σκοπό να καταφέρει να γίνει συνήγορος και υπερασπιστής των λαϊκών αιτημάτων ως βουλευτής. Στην επαρχία της Κραναίας των 40.000 κατοίκων κατεβαίνουν 24 υποψήφιοι, από τους οποίους εκλέγονται τέσσερις. Ο συνδυασμός που κατέρχεται ο Χοϊδάς είναι ανεξάρτητος και δεν συνδέεται με το πολιτικό σύστημα της εποχής.
Με τη δημοσιογραφική βοήθεια του παλαίμαχου ριζοσπάστη Παναγιώτη Πανά στον «Εργάτη», η υποψηφιότητα του Χοϊδά γίνεται από ασήμαντη υπολογίσιμη. Ο Πανάς ξέρει να επηρεάζει τις δημοκρατικές μάζες και προβάλλει την ιδεολογία του ριζοσπάστη υποψήφιου: «Ο υποψήφιος ούτος αντιπροσωπεύει τας δημοκρατικάς ιδέας ας και ημείς πρεσβεύομεν και υπέρ του θριάμβου των οποίων δεν δύναται να μην πάλλη ημών η καρδία»…
Χαρακτηριστικός είναι και ο λόγος του Χοϊδά για τα πολιτικά ήθη της εποχής. «Αν με εκλέξητε, μην περιμένετε παρ’ εμού θέσεις και χάριτας εναντίον του νόμου…».
       Η επιτυχία του Χοϊδά στις εκλογές θα πανηγυριστεί σαν λαϊκός θρίαμβος, ύστερα μάλιστα από τόσα χρόνια παλαιοκομματικής μονοπώλησης του αποτελέσματος. Η νίκη του θα χαρακτηριστεί ως «θρίαμβος των δημοκρατικών ιδεών». Μετά τη νίκη του, ο Χοϊδάς ξεκινά εκ νέου μια περιοδεία στην εκλογική του περιφέρεια προκειμένου να «εξηγήσει εις τους κατοίκους την πορεία ην προτίθεται βαδίση εν τη Βουλή». Αυτή η πρακτική της μετεκλογικής επαφής του Χοϊδά με τον λαό, που έρχεται σε αντίθεση με τη συνηθισμένη εξαφάνιση των βουλευτών μετά την εκλογή τους, δημιουργεί στον κόσμο αισθήματα ενθουσιασμού. Μάλιστα, σε αυτή την περιοδεία ο Χοϊδάς υπήρξε αντικείμενο τόσο ενθουσιωδών εκδηλώσεων, ώστε κάποιοι πολιτικοί του αντίπαλοι δεν δίστασαν να του στήσουν ενέδρα σε περιοχή απότομη καθώς μετέβαινε με άμαξα από χωριό σε χωριό. Ωστόσο, ο Χοϊδάς και οι συνοδοί του ξεγλίστρησαν την τελευταία στιγμή από τους βράχους που τους έριξαν σε στενωπή διάβαση.
Έπειτα από λίγο και με το πέρας των πανηγυρικών εκδηλώσεων για την εκλογή του Χοϊδά, έρχεται η μέρα όπου ετοιμάζει τις αποσκευές του προκειμένου να μεταβεί στην Αθήνα και να καταλάβει τη βουλευτική του έδρα. Στο πολιτικό του αυτό ταξίδι τον ακολουθεί και ο δημοσιογράφος Παναγιώτης Πανάς, θεωρώντας ότι στην πρωτεύουσα θα έχει την ανάγκη δημοσιογραφικής υποστήριξης. Έτσι, αναστέλλει την έκδοση του «Εργάτη» στην Κεφαλλονιά για να τη συνεχίσει στη Αθήνα, όπου με τη βοήθεια του Λυκιαρδόπουλου θα κυκλοφορήσουν τον «Εργάτη» ώς τον Απρίλιο του 1877 που θα κλείσει – λόγω κυβερνητικής παρέμβασης.
Στο μεταξύ, ο Χοϊδάς παραμένει πιστός στην απευθείας επαφή με τον λαό και σε κάθε ευκαιρία βρίσκεται δίπλα του ώστε να τον ενημερώνει για τον τρόπο που τον υπηρετεί, αλλά και να λαμβάνει υπόψη του τα νέα αιτήματά του. Τόσο η κοινοβουλευτική όσο και η εξωκοινοβουλευτική του δραστηριότητα είναι έντονη, σημαντική και έχει πάντα γνώμονα το γενικότερο συμφέρον. Η κοινοβουλευτική του συμπεριφορά δεν περνά απαρατήρητη και αρχίζει να οργανώνεται μια συστηματική πολεμική που κλιμακώνεται μέχρι να τον εξουδετερώσουν.
Ρόκκος Χοϊδάς (σκίτσο)

«Αν ειπεί ου, ανατρέπεται ως τόσοι άλλοι!»
Στη συνεδρίαση της 17ης Νοεμβρίου, ο Χοϊδάς – απερίσκεπτα, είναι η αλήθεια – δηλώνει από του βήματος πως, αν αποδοκιμαστεί, θα παραιτηθεί… Ήταν η ευκαιρία που ζητούσαν οι αντίπαλοί του. Στο βήμα, ο αυλοκόλακας Γεράσιμος Ζωχιός, προκειμένου να τον προκαλέσει, δηλώνει: «Ότι είπεν ο βασιλεύς θα πιστεύω, ό,τι θέλει αυτός θα γίνη. Αν ειπεί ου, δέκα λαοί δεν δύνανται να υπερισχύσουν». Στο άκουσμα των γελοιοτήτων του Ζωχιού, ο Χοϊδάς πετάγεται και βροντοφωνάζει: «Αν ειπεί ου, ανατρέπεται ως τόσοι άλλοι»! Στη Βουλή ακολούθησε πανδαιμόνιο. «Εθορυβήθησαν και εξανέστησαν οι σήμερον ουχί πλέον της βασιλείας, αλλά της τυραννίας οπαδοί». Τότε τον κατηγόρησαν ως υβριστή του πολιτεύματος. Στην προσπάθειά του να μιλήσει τον αποδοκίμασαν και ο Χοϊδάς, θεωρώντας τον εαυτό του δεσμευμένο, παραιτήθηκε.

Το 1878, περίοδο κατά την οποία εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ο Ρόκκος Χοϊδάς είχε ενεργό συμμετοχή. Το 1883 εκλέχτηκε εκ νέου βουλευτής, αυτή τη φορά στην Αττική. Και στη δεύτερη θητεία του ως βουλευτής διακρίθηκε για τις ρητορικές του ικανότητες, αλλά κυρίως για την αντίθεσή του προς τη βασιλεία. Στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις αντιμετώπισε ξανά ενοχλήσεις από παρακρατικούς μηχανισμούς. Το 1885 παραιτήθηκε οριστικά από το βουλευτικό του αξίωμα ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του που πραγματοποιήθηκε στις σκάλες της Βουλής με κύριο οργανωτή τον αστυνόμο Κοκκινόπουλο.

Δεινός ρήτορας, ο Ρόκκος Χοϊδάς άφησε εποχή με τις αγορεύσεις του στη Βουλή, οι οποίες όμως δεν διασώθηκαν, καθώς οι πρόεδροι της Βουλής, κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη και τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, φρόντιζαν να μην τις συμπεριλαμβάνουν στα πρακτικά, μη θέλοντας να δυσαρεστήσουν τον ανώτατο άρχοντα. Κυνηγήθηκε ανελέητα από τη φιλομοναρχική παράταξη, με αποτέλεσμα να μην επανεκλεγεί βουλευτής Κραναίας το 1879 και Αττικοβοιωτίας το 1881, παρά την υποστήριξη που είχε κατά την τελευταία προεκλογική εκστρατεία από τις προοδευτικές εφημερίδες της εποχής «Μη χάνεσαι» του Βλάση Γαβριηλίδη και «Ραμπαγάς» του Κλεάνθη Τριανταφύλλου.

Το 1883 εξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής Αττικοβοιωτίας και μαζί με τον ομοϊδεάτη του Αριστείδη Οικονόμου ίδρυσε το «Λαϊκό Κόμμα», που πρέσβευε την ανανέωση της πολιτικής ζωής και ήταν ένα τα πρώτα κόμματα αρχών στον ελληνικό πολιτικό βίο. Με το κόμμα αυτό εξελέγη για τελευταία φορά βουλευτής Αττικοβοιωτίας τον Απρίλιο του 1885.

Η παρουσία του στη Βουλή τερματίστηκε στις 14 Νοεμβρίου 1885, όταν υπέβαλε την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα, μετά την καταψήφιση του νομοσχεδίου του «Περί τιμωρίας των καταχρωμένων τα δημόσια χρήματα». Πολλοί συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Ο αγωνιστής Ρόκκος Χοϊδάς

Λίγες ημέρες αργότερα παρακρατικά στοιχεία επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν στα σκαλιά του κοινοβουλίου. Στην υπόθεση φερόταν αναμεμιγμένος ο τότε αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Κοκκινόπουλος.

Έκτοτε, ο Ρόκκος Χοϊδάς συνέχισε τους αγώνες του γράφοντας άρθρα σε εφημερίδες, παρακινώντας τον λαό σε εξέγερση κατά της μοναρχίας και υπέρ της διαφύλαξης των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ελευθερίας και της ισότητας.

Με αφορμή ένα άρθρο του στην εφημερίδα «Ραμπαγάς» του Κλεάνθη Τριανταφύλλου, το οποίο θεωρήθηκε υβριστικό κατά του βασιλιά Γεωργίου και του διαδόχου Κωνσταντίνου, ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη. Δικάστηκε στο Κακουργιοδικείο της Άμφισσας και στις 31 Μαΐου 1889 καταδικάσθηκε σε ποινή τριετούς φυλάκισης. Στην απολογία του, που διήρκεσε 24 ώρες, κατηγόρησε με δριμύτητα τους αυλοκόλακες και τα φιλοβασιλικά κόμματα της εποχής. Αρνήθηκε επιμόνως να υποβάλει αίτηση χάριτος στον βασιλιά κι έτσι οδηγήθηκε στις φυλακές της Χαλκίδας για να εκτίσει την ποινή του.

Στις 3 Μαΐου 1890, ο Ρόκκος Χοϊδάς άφησε την τελευταία του πνοή στη φυλακή, σε ηλικία 60 ετών, εξαντλημένος από τις κακουχίες, αλλά και από την υποτροπή του παλαιού του τραύματος. Η φήμη περί αυτοκτονίας του, που κυκλοφόρησαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, πρέπει να στερείται βάσεως.

Ο Ρόκκος Χοϊδάς και ο τεκτονισμός

Στην ιστοσελίδα της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος ο Ρόκκος Χοϊδάς αναφέρεται ως ιστορικό στέλεχος της (κλικ εδω)

ΠΗΓΕΣ

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις