(φωτο: Hotel Tessoro Blu, Σκάλα – Κεφαλονιά)
Kefalonia press: Τηρουμένων των αναλογιών της μικρής τοπικής μας αγοράς και των γενικών οικονομικών δεικτών της χώρας μας, εν τούτοις είναι σαφές ότι αν επιθυμούμε να μπει το νησί μας σε αναπτυξιακή τουριστική κατεύθυνση απαιτούνται πρωτίστως :
Α) ιδιωτικές επενδύσεις σε νέα ξενοδοχεία και άλλης μορφής καταλύματα με ποιοτικά κριτήρια
Β) επενδύσεις από Κεντρική Κυβέρνηση, Περιφέρεια και Δήμο σε σύγχρονες υποδομές (οδικός άξονας, λιμάνια, αρχαιολογικοί χώροι κλπ)..
Αυτά θα μας φέρουν καλύτερης οικονομικής επιφάνειας τουρίστες και θα διευρύνουν τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη:
Έναν επενδυτικό σχεδιασμό που θα μπορούσε να απογειώσει τις εισπράξεις στον τουρισμό τα επόμενα χρόνια, προτείνει έρευνα που δημοσίευσε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας για τον κλάδο των ξενοδοχείων, ενώ καταδεικνύει δύο αιτίες που κρατούν χαμηλά τα τουριστικά έσοδα στη χώρα μας, σε σύγκριση με ανταγωνίστριες χώρες της Μεσογείου.
Σύμφωνα με τη μελέτη, την τελευταία δεκαετία η μέση τουριστική δαπάνη κυμαίνεται κοντά στα 70 ευρώ, χαμηλότερα δηλαδή κατά περίπου 15% σε σχέση με το μέσο όρο των ανταγωνιστών. Ένας λόγος για αυτό είναι η ποιοτική σύνθεση των τουριστών, καθώς έχει αυξηθεί το μερίδιο αφίξεων από τη νοτιοανατολική Ευρώπη (σε 11% το 2016 από 4% το 2005), εν μέρει εξαιτίας της σταδιακής βελτίωσης των σχετικών υποδομών οδικής σύνδεσης, όπως η Εγνατία Οδός και οι νέοι συνοριακοί σταθμοί, αλλά και της αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος στις χώρες αυτές. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο των τουριστών υψηλού εισοδήματος μειώθηκε σε 23% το 2016 από 27% το 2008.
Ταυτόχρονα, η επιβολή των capital controls και οι συνθήκες υψηλής πολιτικής αβεβαιότητας το καλοκαίρι του 2015 στην Ελλάδα οδήγησαν τα ξενοδοχεία να διαπραγματευτούν υπό συνθήκες πίεσης με τα πρακτορεία για τα πακέτα του 2016, με αποτέλεσμα οι τιμές τους να περιοριστούν κατά 8%.
Πέρα από την υψηλή αβεβαιότητα των ξενοδόχων που τους ώθησε σε early bookings με χαμηλές τιμές, η αστάθεια στην Τουρκία (σε συνδυασμό με τις αυξημένες μεταναστευτικές ροές) δημιούργησαν περαιτέρω πιέσεις και στις κρατήσεις μεμονωμένων τουριστών, με αποτέλεσμα οι τιμές των διαδικτυακών πωλήσεων να περιοριστούν κατά 10% το 2016 (16% για την περίοδο υψηλής ζήτησης) συμπαρασύροντας σε αντίστοιχη πτώση τις συνολικές τιμές του κλάδου.
Ο δεύτερος παράγοντας που, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, επηρεάζει σημαντικά τα τουριστικά έσοδα, είναι η υψηλή εποχικότητα των προορισμών, με άνω των 3/4 των διανυκτερεύσεων να αφορούν την περίοδο Ιουνίου– Σεπτεμβρίου (έναντι 60% για ανταγωνιστικούς προορισμούς). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζεται η πληρότητα έτους στο 27% (έναντι 40% για τους ανταγωνιστές) και η απόδοση των τουριστικών υποδομών, η οποία είναι 8% χαμηλότερη σε όρους λειτουργικής κερδοφορίας ανά μονάδα παγίων (παρά τη στήριξη της κερδοφορίας από τις υψηλές τιμές των καλοκαιρινών μηνών).
Εκτιμάται ότι η διεύρυνση της τουριστικής περιόδου στα πρότυπα των άμεσα ανταγωνιστικών προορισμών, σε συνδυασμό με η προσέλκυση επισκεπτών υψηλότερου εισοδηματικού επιπέδου, θα μπορούσε να αυξήσει τις τουριστικές εισπράξεις κατά 5 δισ. ευρώ ετησίως, μια αύξηση 40% σε σύγκριση με τα παρόντα δεδομένα των εσόδων από τον Τουρισμό.
Η αρχή έχει γίνει, αφού την περίοδο 2008-2016 καταγράφηκε αύξηση κλινών κατά 10%, με περισσότερο από το 80% των νέων κλινών να αφορούν ξενοδοχεία 4-5 αστέρων, διαμορφώνοντας το συνολικό τους μερίδιο στο 43% των κλινών το 2016, έναντι 37% το 2008. Εντούτοις ο αριθμός των κλινών πέντε και τεσσάρων αστέρων δεν επαρκεί για να καλυφθεί η ζήτηση από πελάτες υψηλού εισοδηματικού επιπέδου και συνεπώς απαιτούνται επιπλέον επενδύσεις.
Οι απαιτούμενες επενδύσεις για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής είναι σωρευτικά 6 δισ. ευρώ σε ξενοδοχεία και 16 δισ. ευρώ σε λοιπές τουριστικές υποδομές (οδικοί άξονες, λιμάνια, αεροδρόμια, αξιοποίηση αρχαιολογικών χώρων κτλ.). Οι παραπάνω υποδομές θα μπορούσαν, όπως σημειώνει η ΕΤΕ, να ολοκληρωθούν σε ορίζοντα πενταετίας, αν οι ετήσιες τουριστικές επενδύσεις επιστρέψουν κοντά στο προ κρίσης επίπεδό τους.
Επιπλέον, υπολογίζεται ότι η διεύρυνση της τουριστικής περιόδου, ώστε οι μήνες χαμηλής ζήτησης να καλύπτουν ποσοστό αντίστοιχο με των ανταγωνιστών (64% των διανυκτερεύσεων, από 56% το 2016 στην Ελλάδα), θα οδηγούσε σε αύξηση των διανυκτερεύσεων (και άρα των εισπράξεων) κατά 22%.
Όσο αφορά τις προοπτικές για τη φετινή σεζόν, η πορεία των τιμών διαγράφεται ανοδική, με τα μικρομεσαία ξενοδοχεία να εκτιμούν αύξηση 3% την περίοδο υψηλής ζήτησης και τις τιμές διαδικτυακών κρατήσεων στο σύνολο των ξενοδοχείων για τους καλοκαιρινούς μήνες του 2017 να εμφανίζονται αυξημένες κατά 11% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016.